Το δημοψήφισμα για τις θεσμικές αλλαγές στην Ιταλία και οι επιπτώσεις που ενδέχεται να προκληθούν ανάλογα με την έκβασή του είναι ζητήματα που έχουν υπερβεί προ πολλού τα στενά ιταλικά σύνορα.
Η εβδομαδιαία εφημερίδα Die Zeit εστιάζει στο ιταλικό δημοψήφισμα θέτοντας ένα καίριο ερώτημα: «Μήπως ο Ματέο Ρέντσι ‘έπαιξε’ με υπερβολικό ρίσκο;» Ο ανταποκριτής της εφημερίδας στη Ρώμη θυμίζει ότι ο ιταλός πρωθυπουργός χαρακτήρισε τις προωθούμενες θεσμικές αλλαγές «μητέρα όλων των μεταρρυθμίσεων» και συνέδεσε το πολιτικό του μέλλον με την επικράτηση του «ναι».
Όπως σημειώνει το άρθρο, «θα ήταν λάθος να πιστέψουμε ότι ο Ρέντσι ρισκάρει τα πάντα από μια διάθεση της στιγμής. Ενεργεί έτσι πολύ περισσότερο εξαιτίας της δυσάρεστης εμπειρίας. Προσπάθειες για μια συνταγματική μεταρρύθμιση έχουν γίνει ήδη από την εποχή που ο ίδιος ήταν έφηβος. Όλες ναυάγησαν. Η βούληση των εμπλεκομένων ήταν ανεπαρκής, τα κόμματα μπλόκαραν το ένα το άλλο. Ως εκ τούτου, ο Ρέντσι αποφάσισε να επιλέξει μια άλλη στρατηγική. Κινητοποίησε τον λαό ενάντια σε όσους παρεμβάλλουν προσκόμματα».
Η εφημερίδα παρατηρεί τον κίνδυνο ο Ρέντσι να οδηγηθεί σε παραίτηση αν οι Ιταλοί δεν επικυρώσουν το εγχείρημά του και επισημαίνει την άνοδο του λαϊκισμού στη χώρα, αναφέροντας το παράδειγμα της διαρκώς αυξανόμενης επιρροής του κόμματος Κίνημα Πέντε Αστέρων του Μπέπε Γκρίλο. Παράλληλα τονίζει το εντεινόμενο κλίμα δυσαρέσκειας των Ιταλών απέναντι στις Βρυξέλλες, έναν τόπο στον οποίο, όπως γράφει χαρακτηριστικά, «υπό την ηγεσία της Γερμανίας επινοούνται διαρκώς νέα βάσανα για την Ιταλία».
Ο ανταποκριτής σχολιάζει ότι «δυστυχώς και ο Ρέντσι προσαρμόζεται σε αυτές τις διαθέσεις. Διασχίζει ακούραστα τη χώρα, διαφημίζει τη μεταρρύθμισή του και μοιράζει φορολογικά δώρα, εξοργίζεται για τους άχαρους, κρύους ‘τεχνοκράτες των Βρυξελλών’ και ανακοινώνει ότι παραιτείται από τη διαδικασία δημοσιονομικής εξυγίανσης, επικαλούμενος ως αιτιολογία την αξιοπρέπεια του ιταλικού έθνους». Στο σημείο αυτό ο ανταποκριτής της Zeit κάνει έναν παραλληλισμό με τον έλληνα πρωθυπουργό: «Αυτό θυμίζει τη γλώσσα που συνήθιζε να χρησιμοποιεί η ελληνική κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα στο απόγειο της ευρωκρίσης. Αυτοί οι τόσο διεθνιστές σοσιαλιστές μιλούσαν ξαφνικά σαν εθνικιστές». Ωστόσο, όπως υπογραμμίζει ο αρθρογράφος, «τέτοιες εξάρσεις δεν περνάνε πια σε αυτούς που νιώθουν παραμελημένοι από ‘εκείνους εκεί πάνω’ (σ.σ. το πολιτικό κατεστημένο)».