Βέβαιος πως Ευρώπη και Ελλάδα θα συμφωνήσουν στη διαγραφή του ελληνικού χρέους εμφανίζεται ο Αυστριακός καθηγητής Διεθνούς Δικαίου, Πέτερ Χίλπολντ.
Ειδικότερα, σε άρθρο του στην εφημερίδα «Die Presse», ο Αυστριακός καθηγητής υπογραμμίζει πως «τα γεγονότα συνηγορούν στην αναγκαιότητα μιας διαγραφής του ελληνικού χρέους, καθώς ένα δημόσιο χρέος σε ποσοστό 175% του ΑΕΠ δεν είναι βιώσιμο και οι απαραίτητοι για την εξυπηρέτησή του ρυθμοί ανάπτυξης δεν είναι εφικτοί για την Ελλάδα»
«Αν θέλει κάποιος να δώσει στην Ελλάδα μια πραγματική ευκαιρία, θα πρέπει το χρέος να μειωθεί στο ήμισυ, μια χρεοκοπία της χώρας και μια επιστροφή της στη δραχμή δεν αποτελούν ρεαλιστική εκδοχή και αυτό διότι, πέραν του ό,τι το Κοινοτικό Δίκαιο κατ΄ουδενί τρόπο δεν προβλέπει μια έξοδο από το ευρώ, η ζημία για το κύρος του κοινού νομίσματος θα ήταν τρομερή και οι οικονομικές συνέπειες για το σύνολο του χώρου του ευρώ τελείως ανυπολόγιστες» συμπληρώνει ο Πέτερ Χίλπολντ.
Επικαλούμενος τη συμφωνία του Λονδίνου το 1953 για το γερμανικό χρέος, εξηγεί πως αυτό το ιστορικό γεγονός «πρέπει να αποτελέσει πρότυπο για μια λύση του προβλήματος του ελληνικού χρέους, σημειώνοντας πως το προπολεμικό χρέος της Γερμανίας μειώθηκε κατά 50% και η αποπληρωμή του υπόλοιπου ποσού παρατάθηκε επί δεκαετίες».
Όπως προσθέτει χαρακτηριστικά, οι υπερβολικές απαιτήσεις για αποζημιώσεις μετά τον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο υπήρξαν αιμορραγία για τη Γερμανία και άνοιξαν το δρόμο για τον ολοκληρωτισμό, ενώ η επιείκεια απέναντί της μετά το Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο δημιούργησε τη βάση για το “γερμανικό οικονομικό θαύμα” και οι επιπτώσεις αυτής της πολιτικής είχαν αντίκτυπο στην κοινωνία των κρατών συνολικά.
«Ο κίνδυνος ενός αρνητικού προηγούμενου θα ήταν αμελητέος, διότι καμία χώρα της Ευρωζώνης δεν θα επιδίωκε να εγκαταλείψει την πορεία της με την αόριστη ελπίδα για μια αναδιάρθρωση χρέους σε μια ακραία κρίσιμη κατάσταση, και κανείς δεν θα ήθελε να ζήσει τις εμπειρίες της Ελλάδας με τις μαζικές απολύσεις, τη φτωχοποίηση πλατιών κοινωνικών στρωμάτων, ευρεία αποδόμηση του κοινωνικού κράτους και μαζική μετανάστευση» καταλήγει ο Πέτερ Χίλπολντ.