Η κυβέρνηση του ρεπουμπλικάνου Ντόναλντ Τραμπ απέφυγε τελικά να χαρακτηρίσει οποιαδήποτε χώρα-μείζονα εμπορικό εταίρο των ΗΠΑ κράτος που χειραγωγεί το νόμισμά του, σε μια πολυαναμενόμενη έκθεση που δόθηκε στη δημοσιότητα χθες, παρά τις απειλές του δισεκατομμυριούχου προεκλογικά.
Η εξαμηνιαία έκθεση του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ, πάντως, διατήρησε την Κίνα στον «κατάλογο των υπό παρακολούθηση» χωρών σε ό,τι αφορά τη νομισματική της πολιτική, με την επίκληση του ασυνήθιστα μεγάλου εμπορικού της πλεονάσματος έναντι των ΗΠΑ.
Άλλες πέντε χώρες που βρίσκονταν στον κατάλογο στην προηγούμενη τέτοια έκθεση, τον Οκτώβριο—η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα, η Ταϊβάν, η Γερμανία και η Ελβετία—παρέμειναν επίσης στον κατάλογο, κάτι που σημαίνει πως η Ουάσινγκτον θα συνεχίσει να παρακολουθεί στενά τη νομισματική και την οικονομική πολιτική τους.
Η έκθεση του υπουργείου Οικονομικών των ΗΠΑ προφανώς έλαβε υπόψη της αυτό που επισήμαιναν πολλοί αναλυτές τον τελευταίο χρόνο, ότι δηλαδή το Πεκίνο επενέβη στις αγορές συναλλάγματος για να ενισχύσει την ισοτιμία του γιούαν, του κινεζικού νομίσματος, όχι για να τη μειώσει προκειμένου να καταστήσει τις κινεζικές εξαγωγές φθηνότερες και άρα ελκυστικότερες(1).
Ειδικοί σε θέματα συναλλάγματος και διεθνούς εμπορίου είχαν επισημάνει την περασμένη εβδομάδα μιλώντας στο πρακτορείο ειδήσεων Ρόιτερς πως θεωρούσαν απίθανο η αμερικανική κυβέρνηση να καταγγείλει την κινεζική για χειραγώγηση της ισοτιμίας του γιούαν.
Ο Τραμπ προεκλογικά είχε κατηγορήσει επανειλημμένα την Κίνα πως «κλέβει» δουλειές και ευημερία από τις ΗΠΑ ρίχνοντας εσκεμμένα την συναλλαγματική ισοτιμία του νομίσματός της και είχε υποσχεθεί ότι θα την τοποθετούσε σε έναν κατάλογο κρατών που χειραγωγούν το νόμισμά τους από την «πρώτη ημέρα» που θα αναλάμβανε την εξουσία—κάτι που θα προϋπέθετε σκληρές διαπραγματεύσεις και θα μπορούσε να οδηγήσει στην επιβολή τιμωρητικών δεσμών εκατέρωθεν.
Πάντως το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών κατέστησε σαφές πως θεωρεί ότι το Πεκίνο χρησιμοποίησε τέτοιες τακτικές στο παρελθόν και προειδοποίησε ότι θα εξετάζει πολύ στενά τις εμπορικές και νομισματικές πολιτικές της Κίνας στο εξής, καλώντας να ανοίξουν ταχύτερα οι κινεζικές αγορές για τα αμερικανικά αγαθά και τις υπηρεσίες και το Πεκίνο να μετακινηθεί από μια οικονομία προσανατολισμένη στις εξαγωγές σε μια οικονομία προσανατολισμένη στην εγχώρια κατανάλωση.
Η έκθεση μοιάζει να δείχνει πως η κυβέρνηση Τραμπ κατέληξε να υιοθετήσει μια προσέγγιση βασισμένη σε δεδομένα και όχι σε πολιτικές θέσεις, όπως έκρινε ο Νέιθαν Σιτς, πρώην υφυπουργός Οικονομικών αρμόδιος για τις διεθνείς υποθέσεις επί της κυβέρνησης του Μπαράκ Ομπάμα.
«Αυτή δεν είναι η έκθεση που είχε στο μυαλό του ο Τραμπ την 8η Νοεμβρίου», τόνισε ο Σιτς, πάντως «διατυπώνει θεμιτά παράπονα. Είναι μια σαφής δήλωση προς τους Κινέζους ότι χρειάζεται να γίνει πρόοδος».
Τα τρία κριτήρια της κυβέρνησης Ομπάμα για να διαπιστώνεται αν μια χώρα χειραγωγεί το νόμισμά της δεν άλλαξαν. Αυτά είναι: το να έχει μια χώρα εμπορικό πλεόνασμα με τις ΗΠΑ που να ξεπερνά τα 20 δισεκ. δολάρια· συνολικό εμπορικό πλεόνασμα ανώτερο του 3% του ΑΕΠ· και να κάνει συνεχώς κινήσεις στις αγορές συναλλάγματος που να ισούνται με το 2% του ΑΕΠ της μέσα σε 12 μήνες. Καμιά χώρα δεν εκπληρώνει και τα τρία κριτήρια, ωστόσο η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα, η Ταϊβάν, η Γερμανία και η Ελβετία πληρούν τα δύο. Το υπουργείο Οικονομικών προειδοποίησε την Ιαπωνία εναντίον νέων παρεμβάσεων στις αγορές συναλλάγματος και τη Γερμανία εναντίον των υπερβολικών εμπορικών πλεονασμάτων της με τις ΗΠΑ (65 δισεκ. δολάρια σήμερα). Για την κυβέρνηση Τραμπ, το Βερολίνο πρέπει να χρησιμοποιήσει τα δημοσιονομικά περιθώρια που διαθέτει προκειμένου να τονώσει την εσωτερική της αγορά ώστε να διορθωθεί η ανισορροπία.
Στενοί συνεργάτες του Τραμπ έχουν καταφερθεί επανειλημμένα εναντίον της Γερμανίας, της 4ης μεγαλύτερης οικονομίας του κόσμου, ερίζοντας ότι εκμεταλλεύεται τη χαμηλή συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ για να τονώνει τις εξαγωγές.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ