Ζημιές κατέγραψε το 2024 για πρώτη φορά από το 1979 η Ομοσπονδιακή Τράπεζα της Γερμανίας (Bundesbank).
Αυτό συνέβη κυρίως λόγω της προηγούμενης χαλαρής νομισματικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Ακυρώνεται έτσι και πάλι η διάθεση πλεονάσματος στον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό.
Οι απώλειες
Σύμφωνα με τα στοιχεία που δόθηκαν σήμερα στην δημοσιότητα, η Bundesbank κατέγραψε απώλειες της τάξεως των 19,2 δισεκατομμύρια ευρώ το προηγούμενο έτος.
Το 2023 οι ζημιές έφθασαν τα 21,6 δισεκατομμύρια, ωστόσο είχαν καλυφθεί εξ ολοκλήρου από το αποθεματικό της τράπεζας. Ο κεντρικός τραπεζίτης Γιοάχιμ Νάγκελ δήλωσε την πρόθεση της διοίκησης να αντισταθμίσει και τώρα σταδιακά τις συσσωρευμένες ζημιές με μελλοντικά κέρδη. Το Ομοσπονδιακό Ελεγκτικό Συνέδριο έχει εισηγηθεί την ανακεφαλαιοποίηση της τράπεζας, κάτι ωστόσο που ο κ. Νάγκελ δεν θεωρεί απαραίτητο.
Η τελευταία φορά που η Bundesbank ανέφερε απώλεια στους ισολογισμούς της ήταν το 1979 και επρόκειτο για περίπου 2,9 δισεκατομμύρια ευρώ. Οι ζημιές του 2024 συνεπάγονται και ακύρωση -για πέμπτη συνεχή χρονιά – της διάθεσης των επιπλέον κερδών στον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό. Το μήνυμα από την τράπεζα ήταν ήδη σαφές από πέρυσι, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δεν θα έπρεπε να περιμένει διανομή κερδών: «Περιμένουμε ότι δεν θα μπορέσουμε να διανείμουμε κέρδη για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η Bundesbank σκοπεύει να αντισταθμίσει τις απώλειές της με μελλοντικά κέρδη», είχε δηλώσει πριν από 1 χρόνο ο Γιοάχιμ Νάγκελ.
Επί χρόνια το ομοσπονδιακό υπουργείο Οικονομικών μπορούσε να υπολογίζει σε περίπου 2,5 δισεκατομμύρια ετησίως από την κεντρική τράπεζα. Το 2019 μάλιστα ο τότε υπουργός Οικονομικών Όλαφ Σολτς είχε εισπράξει κέρδη-ρεκόρ ύψους 5,85 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Η αντιπρόεδρος πάντως της Bundesbank Ζαμπίνε Μάουντερερ αναφέρθηκε στην σταθερότητα του ισολογισμού της τράπεζας και εξέφρασε την πεποίθηση ότι «η Bundesbank μπορεί να αντέξει τόσο τα τρέχοντα όσο και τα αναμενόμενα οικονομικά βάρη». Ενδεικτικά, για το 2024, τα αποθέματα χρυσού της κατέστησαν κατά σχεδόν 35% πιο πολύτιμα και στο τέλος του έτους η αξία τους έφθανε τα 270,6 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ η αξία τους έχει αυξηθεί περαιτέρω λόγω της συνεχούς αύξησης της τιμής του χρυσού.