Aπό χτες, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν είναι πια μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το δράμα του Brexit όμως δεν τελειώνει εδώ, αφού τώρα ξεκινούν οι δύσκολες διαπραγματεύσεις για τις μελλοντικές σχέσεις των δυο πλευρών.
Εντούτοις το δράμα που εκτυλίσσεται όλα αυτά τα χρόνια δεν τελειώνει εδώ. Κάθε άλλο. Ακόμη και το καίριο ερώτημα δεν έχει ακόμη απαντηθεί: εξακολουθεί να υπάρχει ο κίνδυνος ενός μη συντεταγμένου Brexit που θα οδηγούσε, πιθανότατα, σε οικονομικό χάος, σοκ στο ευρωπαϊκό εμπόριο και ατελείωτες ουρές φορτηγών στα σύνορα;
Μέχρι τα τέλη του 2020 Λονδίνο και Βρυξέλλες θα πρέπει να έχουν καταλήξει στο καθεστώς των μελλοντικών τους εμπορικών σχέσεων. «Μέχρι τότε η Μεγάλη Βρετανία παραμένει καταρχήν στην εσωτερική αγορά και την τελωνειακή ένωση», σημειώνει ο Αλεξάντερ Σάντκαμπ από το Ινστιτούτο της Παγκόσμιας Οικονομίας του Κιέλου. «Από οικονομική σκοπιά δεν αλλάζει καταρχήν τίποτα».
Το πρόβλημα είναι ότι για άλλη μια φορά τα χρονικά περιθώρια είναι ιδιαίτερα ασφυκτικά. «Θεωρούμε λίγο το χρόνο για τη σύναψη συμφωνίας ελευθέρου εμπορίου», επισημαίνει ο Γιοάχιμ Λανγκ από τον Ομοσπονδιακό Σύνδεσμο Γερμανικής Βιομηχανίας της Γερμανίας. «Διότι μια σωστή συμφωνία απαιτεί συνήθως πολύ περισσότερο χρόνο από μερικούς μήνες». Ο ίδιος εκτιμά ότι μέχρι τα τέλη της χρονιάς μπορεί να υπάρξει απλώς μια επί της αρχής και όχι μια συνολική συμφωνία. Ως μέτρο σύγκρισης οι ειδικοί παραπέμπουν στη συμφωνία CETA μεταξύ ΕΕ και Καναδά οι οποία απαίτησε επτά χρόνια.
Μικρά τα περιθώρια σύγκλισης
Θεωρητικά ΕΕ και Μεγάλη Βρετανία θα μπορούσαν να δώσουν παράταση δύο χρόνων στη διαδικασία «διαζυγίου». Ωστόσο ο βρετανός πρωθυπουργός Τζόνσον έχει αποκλείσει ήδη εκ προοιμίου το ενδεχόμενο αυτό. Ο αρμόδιος για θέματα Εμπορίου ευρωπαίος επίτροπος Φιλ Χόγκαν θεωρεί «ιδιαίτερα περίεργη» τη δήλωση αυτή και κάνει λόγο για «πολιτικό πυροτέχνημα». Αυτό θα ταίριαζε αναμφίβολα στον Τζόνσον. Με τη φράση «θα προτιμούσα να πεθάνω» είχε αποκλείσει το περασμένο φθινόπωρο κατηγορηματικά το ενδεχόμενο αναβολής της ημερομηνίας εξόδου της χώρας του από την ΕΕ, για να ζητήσει εν τέλει λίγο αργότερα παράταση από τις Βρυξέλλες.
Τα στενά χρονικά περιθώρια δεν θα είναι όμως το μοναδικό πρόβλημα στις επικείμενες διαπραγματεύσεις, εκτιμά ο καθηγητής Οικονομικών στο Kings College του Λονδίνου Τζόναθαν Πόρτες, αμφισβητώντας εν γένει εάν οι δυο πλευρές δύνανται να καταλήξουν σε συμφωνία. «Εάν δω τις θέσεις των δυο πλευρών όσον αφορά το πλαίσιο για δίκαιες συνθήκες ανταγωνισμού, ειδικά σε ό,τι αφορά την κρατική βοήθεια αλλά και κανόνες ανταγωνισμού, τότε τα περιθώρια σύγκλισης είναι εξαιρετικά μικρά».
Για τους Βρετανούς η ΕΕ είναι ο σημαντικότερος εμπορικός εταίρος. Από τους πρώην ευρωπαίους εταίρους προέρχεται το 53% των εισαγόμενων προϊόντων και σε αυτούς καταλήγει το 45% των βρετανικών εξαγωγών.
Σημαντικό ρόλο στις διαπραγματεύσεις αναμένεται να διαδραματίσει ο νευραλγικός βρετανικός τομέας παροχής χρηματοοικονομικών υπηρεσιών. «Συνεισφέρει το 10-11% του βρετανικού ΑΕΠ, είναι η μεγαλύτερη πηγή φορολογικών εσόδων, ο σημαντικότερος εξαγωγικός κλάδος και απασχολεί 2,3 εκατομμύρια ανθρώπους», εξηγεί ο Γκάρι Κάμπκιν από τον Σύνδεσμο Χρηματοπιστωτικού Κλάδου TheCityUK. «Η σημασία του κλάδου θα πρέπει να ληφθεί υπόψη στις διαπραγματεύσεις».
Το χειρότερο σενάριο
Οι Βρετανοί ελπίζουν να έχουν και μελλοντικά οι τράπεζες και ο χρηματοοικονομικός τους τομέας τη μέγιστη δυνατή πρόσβαση στην ΕΕ. Οι Ευρωπαίοι, από την πλευρά τους, εκφράζουν φόβους ότι οι Βρετανοί θα προχωρήσουν σε χαλάρωση των κανόνων που διέπουν τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες. «Το Λονδίνο ανταγωνίζεται αγορές όπως εκείνη της Νέας Υόρκης και υπό αυτή την έννοια μπαίνει στον πειρασμό να χαλαρώσει τους κανόνες για τις τράπεζές του», εκτιμά το μέλος του διοικητικού συμβουλίου της γερμανικής Bundesbank Γιοάχιμ Βύρμελινγκ.
Σε περίπτωση που οι 27 δεν καταφέρουν να έρθουν σε συμφωνία με το Λονδίνο και αποτύχουν οι διαπραγματεύσεις απομένει μόνον το worst case scenario που σημαίνει εμπορικές σχέσεις σύμφωνα με τους κανόνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Αυτό συνεπάγεται την επιβολή δασμών σε προϊόντα και υπηρεσίες. «Τα εμπορικά κόστη θα ανέβαιναν σημαντικά», εκτιμά ο Αλεξάντερ Σάντκαμπ από το Ινστιτούτο της Παγκόσμιας Οικονομίας του Κιέλου. «Ακολούθως θα μειώνονταν οι εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των δυο πλευρών».
Μολονότι για αμφότερες πλευρές το διακύβευμα είναι πολύ μεγάλο, κάθε πρόβλεψη περί επίτευξης συμφωνίας είναι αρκετά επισφαλής. Η αβεβαιότητα αυτή ωστόσο είναι «δηλητήριο» για την οικονομία. «Στο παρελθόν έχει οδηγήσει ήδη σε αρνητικές διακυμάνσεις της συναλλαγματικής ισοτιμίας της λίρας. Επιπλέον […] οι επιχειρήσεις που θέλουν να επενδύσουν στη Μεγάλη Βρετανία δεν ξέρουν πώς θα διαμορφωθεί η εμπορική πολιτική της χώρας […]», επισημαίνει ο Σάντκαμπ.
Σύμφωνα με το Bloomberg το Brexit έχει προκαλέσει ήδη τεράστια ζημιά στη βρετανική οικονομία. Το κόστος υπολογίζεται μέχρι στιγμής στα 150 δις ευρώ ενώ μέχρι τα τέλη της χρονιάς αναμένεται να προστεθούν άλλα 80 δις ευρώ.
Πηγή πληροφοριών: ΑΠΕ-ΜΠΕ