Η πρόεδρος της Βραζιλίας Ντίλμα Ρουσέφ αποδύθηκε σε διαπραγματεύσεις της τελευταίας στιγμής με κοινοβουλευτικούς χθες Σάββατο, σε μια προσπάθεια να εξασφαλίσει την υποστήριξή τους ενόψει της σημερινής κρίσιμης ψηφοφορίας στη Βουλή με το ερώτημα της αποπομπής της, που ίσως σημάνει το τέλος της πολιτικής της καριέρας.
Η πολιτική κρίση η οποία διχάζει τη χώρα έχει μετατραπεί σε μια σκληρή σύγκρουση ανάμεσα στην κεντροαριστερή πρόεδρο και τον κεντρώο αντιπρόεδρό της Μισέλ Τέμερ, ο οποίος θα αναλάβει την εξουσία εάν η Ρουσέφ αποπεμφθεί.
Η Ρουσέφ ακύρωσε την συμμετοχή της σε μια πολιτική εκδήλωση εναντίον της αποπομπής της, την οποία οργάνωσαν συνδικάτα και οργανώσεις της κεντροαριστεράς και στην οποία κεντρικός ομιλητής θα ήταν ο προκάτοχός της στην προεδρία και ιδρυτής του κυβερνώντος Κόμματος Εργατών (PT), ο Λουίς Ινάσιου «Λούλα» ντα Σίλβα.
Αντ’ αυτού συναντήθηκε με κοινοβουλευτικούς πίσω από κλειστές πόρτες, σε μια προσπάθεια να εξασφαλίσει την ψήφο τους —ή την αποχή τους— στη σημερινή ψηφοφορία στην κάτω Βουλή με το ερώτημα της αποπομπής της εξαιτίας της παραβίασης του νόμου για τα δημοσιονομικά η οποία της προσάπτεται.
Οι επαφές της αυτές αφήνουν να εννοηθεί ότι η αναμέτρηση ενδέχεται να αποδειχθεί πιο αμφίρροπη απ’ ό,τι αναμένεται. Η Ρουσέφ καταβάλει προσπάθεια να κερδίσει τις περίπου 24 επιπλέον ψήφους που της χρειάζονται για να αποτρέψει το ενδεχόμενο να υπάρξει πλειοψηφία δύο τρίτων επί του συνόλου των 513 εδρών της Βουλής, που αποτελεί προϋπόθεση για να εγκριθεί η πρόταση αποπομπής της και η διαδικασία να μεταφερθεί στη Γερουσία.
Ένας συνεργάτης του Τέμερ εκτίμησε πως η Ρουσέφ, με τη βοήθεια του Λούλα, ο οποίος συνεχίζει να είναι ο πολιτικός με τη μεγαλύτερη επιρροή στη Βραζιλία παρά την έρευνα για διαφθορά σε βάρος του, κατάφερε να κερδίσει μια «φούχτα» ψήφους, αλλά πρόσθεσε πως δεν θεωρεί ότι αυτό μετέβαλε την συνολική δυναμική της ψηφοφορίας.
Κατά τη διάρκεια μιας μαραθώνιας συνεδρίασης που συνεχιζόταν όλη νύχτα, βουλευτές της αντιπολίτευσης φώναζαν συνθήματα «έξω το Κόμμα Εργατών», ενώ υποστηρικτές της Ρουσέφ απαιτούσαν την αποπομπή του προέδρου της Βουλής Εντουάρντου Κούνια, ο οποίος επέσπευσε τη διαδικασία.
Η Ρουσέφ μάχεται για να ξεπεράσει τη σοβαρότερη κρίση επί των ημερών της στην εξουσία, η οποία επιτάθηκε από τη βαθύτερη οικονομική ύφεση που έχει αντιμετωπίσει η βραζιλιάνικη οικονομία μετά τη δεκαετία του 1930, αλλά και το τεράστιο σκάνδαλο διαφθοράς με επίκεντρο την δημόσια επιχείρηση πετρελαίου Petrobras, στο οποίο ενεπλάκησαν πρόσωπα του άμεσου περιβάλλοντός της.
Με ένα βίντεο που διένειμε και ένα άρθρο της που δημοσιεύθηκε στο χθεσινό φύλλο της εφημερίδας Folha de São Paulo, η Ρουσέφ, η πρώτη γυναίκα που αναδείχθηκε στην προεδρία της Βραζιλίας, διέψευσε πως έχει διαπράξει αδικήματα που δικαιολογούν την αποπομπή της και αποκάλεσε τη διαδικασία «τη μεγαλύτερη νομική και πολιτική απάτη» στην ιστορία της χώρας.
«Αντιμετωπίζουμε την απειλή ενός πραξικοπήματος, ενός πραξικοπήματος χωρίς όπλα, που χρησιμοποιεί καταστροφικές μεθόδους όπως η απάτη και τα ψέματα για να ανατρέψει μια νόμιμα εκλεγμένη κυβέρνηση», πρόσθεσε η Ρουσέφ στο άρθρο της στη Φόλια.
Η Ρουσέφ αντιμετωπίζει τον κίνδυνο να γίνει η πρώτη πρόεδρος που θα αποπεμφθεί από το 1992, όταν ο Φερνάντου Κόλορ ντι Μέλου είχε παραιτηθεί λίγο πριν αποπεμφθεί από το αξίωμα λόγω διαφθοράς. Η σημερινή κρίση είναι βαθύτερη. Εκείνος είχε ελάχιστους υποστηρικτές, ενώ τη Ρουσέφ υποστηρίζει μεγάλο μέρος της εργατικής τάξης και της νέας μεσαίας τάξης, στρωμάτων η ποιότητα ζωής των οποίων βελτιώθηκε τα 13 χρόνια διακυβέρνησης από το Κόμμα Εργατών.
«Εάν (η Ρουσέφ) χάσει και ο Τέμερ αναλάβει την εξουσία θα βγούμε στους δρόμους, κι έχουμε τη δύναμη να μείνουμε εκεί για όσο χρειαστεί», διεμήνυσε ο Μάρκου Αντόνιου Μπαράτου, συντονιστής του κινήματος των ακτημόνων MST.
Ο Λούλα, ο πρώην συνδικαλιστής που κυβέρνησε τη Βραζιλία από το 2003 ως το 2010, μοιάζοντας κουρασμένος, έκανε μια σύντομη ομιλία με βραχνή φωνή στη συγκέντρωση πριν πει ότι ήταν αναγκασμένος να αποχωρήσει και να για να συνεχίσει τις επαφές με κοινοβουλευτικούς. Σωματοφύλακες του Λούλα συνεπλάκησαν με υποστηρικτές της αποπομπής της Ρουσέφ που προσπάθησαν να εμποδίσουν την αυτοκινητοπομπή του να κινηθεί προς το ξενοδοχείο του.
Εάν η αποπομπή της εγκριθεί από την κάτω Βουλή, κατόπιν η διαδικασία θα μεταφερθεί στη Γερουσία η οποία θα κληθεί να κρίνει εάν η Ρουσέφ πρέπει να δικαστεί διότι παρέβη τον νόμο. Εάν ηττηθεί και σε αυτό το σώμα, όπου η διαδικασία θα λάβει χώρα τη 10η ή την 11η Μαΐου, η Ντίλμα Ρουσέφ θα απομακρυνθεί αυτόματα από το αξίωμα και θα αντικατασταθεί από τον Τέμερ.
Ο Μισέλ Τέμερ, ο οποίος σε μια τέτοια περίπτωση θα υπηρετήσει το υπόλοιπο της θητείας της Ρουσέφ, ως το 2018, έχει ελάχιστη στήριξη. Θα κληθεί να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών σε μια χώρα όπου δεκάδες πολιτικοί ηγέτες, ανάμεσά τους και στενοί του συνεργάτες, αντιμετωπίζουν έρευνες για διαφθορά.
Αλλά ακόμη κι αν η Ρουσέφ κερδίσει τη σημερινή ψηφοφορία, θα δυσκολευτεί να μαζέψει τα κομμάτια του κυβερνητικού της συνασπισμού, που διασπάστηκε στη διάρκεια της κρίσης. Αναλυτές λένε ότι οι υποσχέσεις της να σχηματίσει μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας είναι απίθανο να πραγματωθούν με δεδομένο τον διχασμό στο πολιτικό σκηνικό.
Μια υπόθεση που έχει παραπεμφθεί στο Ανώτατο Εκλογοδικείο και αφορά κατηγορίες περί παράνομης χρηματοδότησης της προεκλογικής της εκστρατείας το 2014 εξάλλου θα μπορούσε δυνητικά να οδηγήσει στην απομάκρυνση τόσο της Ρουσέφ όσο και του Τέμερ από τα αξιώματά τους και στην προκήρυξη νέων εκλογών.
Στο βίντεο που αναρτήθηκε σε ιστοτόπους κοινωνικής δικτύωσης την Παρασκευή, η Ρουσέφ προειδοποιεί ότι εάν ανατραπεί, η κυβέρνηση Τέμερ θα αναγκάσει τους πολίτες να κάνουν μεγάλες θυσίες, ενώ θα καταργήσει μια σειρά μέτρων κοινωνικής πολιτικής που συνέβαλαν να μειωθεί η φτώχεια τα τελευταία 13 χρόνια.
Ο αντιπρόεδρος, ο οποίος προετοιμάζεται να σχηματίσει νέα κυβέρνηση, απάντησε μέσω Twitter ότι η κατηγορία πως θα κόψει τα κοινωνικά προγράμματα για τους φτωχούς αποτελεί ένα «άθλιο ψέμα».
Ο Τέμερ φέρεται να εξετάζει το ενδεχόμενο να τοποθετήσει στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησής του τον πρόεδρο της Goldman Sachs στη Βραζιλία, τον Πάουλου Λέμε, και τον ιδρυτή της εταιρείας διαχείρισης επενδύσεων Mauá Capital, τον Λουίς Φερνάντου Φιγκερέντου.