της Anna Sauerbrey*
Είτε η απόφαση της Βρετανίας να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ενωση αποδειχθεί καταστροφική είτε αποτελέσει απλώς ένα εμπόδιο στην πορεία της Ευρώπης προς την ενοποίηση, μια συνέπειά της είναι ήδη σαφής: το Brexit εδραιώνει τον ηγετικό ρόλο της Γερμανίας στην Ευρώπη – έναν ρόλο με τον οποίο δεν αισθάνεται άνετα ούτε η Γερμανία ούτε οποιοσδήποτε άλλος.
Σπανίως η Γερμανία ένιωθε τόσο μόνη στο κέντρο της Ευρώπης. Με την αποχώρηση της Βρετανίας, χάνει έναν σημαντικό σύμμαχο τόσο στη χάραξη πολιτικής στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ενωσης όσο και στην άσκηση εξωτερικής πολιτικής στον υπόλοιπο κόσμο.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η Βρετανία ήταν τα τελευταία χρόνια ένας εύκολος εταίρος. Αναρωτιέται κανείς τι σκεφτόταν η Αγγελα Μέρκελ, γνωστή για την προσεκτική της πολιτική, για την απόφαση του Ντέιβιντ Κάμερον να παίξει στα ζάρια το μέλλον της χώρας του προκειμένου να εκβιάσει την ΕΕ. Η Μέρκελ είναι μια στρατευμένη ευρωπαϊστρια. Ο Κάμερον είναι ένας άνθρωπος για τον οποίο η Ενωση είναι «υπερβολικά μεγάλη, υπερβολικά αυταρχική, υπερβολικά παρεμβατική».
Παρ’όλα αυτά, ο Κάμερον ήταν ένας χρήσιμος εταίρος. Υποστήριξε, για παράδειγμα, τη σκληρή δημοσιονομική πολιτική του Βερολίνου τόσο στη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης όσο και κατά την ελληνική κρίση που ακολούθησε. Υπερασπίστηκε τη συμφωνία που συνήψε η Μέρκελ με την Τουρκία για το προσφυγικό. Κι όταν οι ηγέτες της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας κάλεσαν τον πρόεδρο Πούτιν να σταματήσει να υποστηρίζει τον Ασαντ, ο Κάμερον έσπευσε να πάρει το μέρος τους.
Ο Κάμερον δεν έβαλε στο τραπέζι μόνο την προσωπική του υποστήριξη. Η Βρετανία έχει τον μεγαλύτερο αμυντικό προϋπολογισμό στην Ευρώπη και ένα υψηλού επιπέδου διπλωματικό σώμα – για να μη μιλήσουμε για την οικονομία της, που μπορεί να μην «πετάει», αλλά πάντως βρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση από τις υπόλοιπες οικονομίες της Ευρωζώνης.
Η αποχώρηση της Βρετανίας αποτελεί ένα ιδιαίτερα σκληρό πλήγμα για τη Γερμανία δεδομένου ότι οι άλλοι εταίροι της είναι είτε αδύναμοι είτε απομακρύνονται από αυτήν. Οι γερμανοπολωνικές σχέσεις, που ήταν κάποτε ισχυρές, έχουν επιδεινωθεί μετά την άνοδο στην εξουσία του εθνικιστικού Κόμματος του Νόμου και της Δικαιοσύνης. Η Αυστρία παραλίγο να εκλέξει πρόεδρο τον ακροδεξιό Νόρμπερτ Χόφερ και έχει άλλη μια ευκαιρία να το κάνει.
Οσο για τη Γαλλία, εδώ τα πράγματα είναι πολύπλοκα.
Με μια πρώτη ματιά, ο γαλλογερμανικός άξονας μοιάζει πάντα ισχυρός. Λίγες ώρες μετά τη νίκη του Leave στη Βρετανία, η γερμανική εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung επικαλέστηκε εκτενή αποσπάσματα από κοινό άρθρο του γάλλου υπουργού Εξωτερικών Ζαν-Μαρκ Ερό και του γερμανού ομόλογού του Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάγιερ. «Η Ευρώπη χρειάζεται τώρα μια στιβαρή ηγεσία», σημείωναν. «Ευθύνη της Γερμανίας και της Γαλλίας είναι να παράσχουν αυτή την ηγεσία».
Η Γαλλία όμως είναι επίσης ένας δύσκολος εταίρος. Ο πρόεδρος Ολάντ δεν χαίρει της εμπιστοσύνης ούτε των Γάλλων ούτε του κόμματός του. Και δέχεται ασφυκτικές πιέσεις τόσο από το ακροδεξιό Εθνικό Μέτωπο, που εκτιμάται ότι θα λάβει πάνω από 30% στις προεδρικές εκλογές του 2017, όσο και από τα ισχυρά συνδικάτα της χώρας του, που αντιτίθενται στις μετριοπαθείς αγγλογερμανικού τύπου μεταρρυθμίσεις του Ολάντ στο πεδίο της εργασίας. Όλα αυτά – και μια ασθενής οικονομία – δεν του επιτρέπουν να ασκήσει μια στιβαρή ηγετική πολιτική στην Ευρώπη, πόσο μάλλον πέρα από τα σύνορά της.
Είναι αλήθεια ότι το Brexit δεν οδηγεί στο τέλος της βρετανογερμανικής συνεργασίας. Η Βρετανία θα κλειστεί όμως για μια μεγάλη περίοδο στον εαυτό της, καθώς έχει να αντιμετωπίσει τη διάσπαση των μεγάλων πολιτικών της κομμάτων, την ενίσχυση της ακροδεξιάς και την προοπτική της ανεξαρτησίας της Σκοτίας. Για το προσεχές μέλλον, η Γερμανία θα είναι μόνη – κι αυτό όχι μόνο δεν το επιδίωξε, αλλά κατά καιρούς το πολέμησε.
Το πρόβλημα είναι ότι ένα από τα βασικά μελήματα της Ευρωπαϊκής Ενωσης όταν δημιουργήθηκε ήταν να περιορίσει τη γερμανική ισχύ μοιράζοντας ηγετικούς ρόλους σε διάφορες χώρες-μέλη. Τι γίνεται λοιπόν όταν το μέλλον της Ενωσης εξαρτάται από την εδραίωση της γερμανικής ισχύος;
Η πρώτη αντίδραση της Γερμανίας μετά την απόφαση για το Brexit ήταν να ζητήσει μια νέα διευθέτηση για τον προϋπολογισμό της Ενωσης. Για τον σκοπό αυτό, η καγκελάριος Μέρκελ οργάνωσε μια σειρά συναντήσεων με ηγέτες των ιδρυτικών μελών της Ενωσης. Η πρωτοβουλία αυτή δυσαρέστησε τόσο τους Πολωνούς, όσο και χώρες όπως το Λουξεμβούργο: ο πρωθυπουργός του τελευταίου Ξαβιέ Μπετέλ παραπονέθηκε ότι δημιουργούνται «μικροί όμιλοι» στο εσωτερικό της Ενωσης.
Εδώ βρίσκεται το δίλημμα. Η Γερμανία ούτε θέλει ούτε μπορεί να πορευτεί μόνη της. Χωρίς έναν ισχυρό εταίρο όμως με τον οποίο να μπορεί να μοιραστεί τις ευθύνες, είναι αναγκασμένη να διαλέξει ανάμεσα στο να δημιουργήσει έναν νέο εσωτερικό κύκλο και να χορηγήσει εξουσίες σε αναξιόπιστους εταίρους. Κανείς δεν θέλει να καθίσει στο τραπέζι με το Κόμμα του Νόμου και της Δικαιοσύνης. Αν όμως αρνηθούμε κάτι τέτοιο, θα ενισχύσουμε τους εθνικούς ναρκισσισμούς σε χώρες που υποφέρουν ήδη από ευρωσκεπτικισμό.
Η Γερμανία πρέπει λοιπόν να πάρει τα ηνία. Πρόκειται για μια λεπτή αποστολή. Αφού όμως βρίσκεται στο κέντρο της σκηνής, πρέπει να βάλει τα δυνατά της για να έχει τις καλύτερες δυνατές επιδόσεις.
(*) Η Ανα Ζάουερμπρεϊ είναι αρθρογράφος της γερμανικής εφημερίδας Der Tagesspiegel και συνεργάτις των New York Times
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ