Όταν τον Απρίλιο, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, άσκησε σκληρή κριτική στις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, εξέφραζε μια ξεχωριστή μακροοικονομική προσέγγιση που διαμορφώνει τις απόψεις των Γερμανών οικονομικών και πολιτικών.
Βασίζεται στην ισχυρή πεποίθηση ότι τα προβλήματα της συνολικής ζήτησης είναι δευτερεύουσας σημασίας από την στιγμή που οι τιμές είναι αρκούντως ευέλικτες.
Με τον τρόπο αυτό εξηγείται η γερμανική επιμονή στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις ως λύση σε όλα σχεδόν τα οικονομικά προβλήματα και η σχεδόν θρησκευτική προσήλωση στους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς.
Εκ πρώτης όψεως, η γερμανική αυτή ιδιαιτερότητα στα μακροοικονομικά είναι δύσκολο να εξηγηθεί. Οι φοιτητές στη Γερμανία διαβάζουν τα ίδια εγχειρίδια με τους φοιτητές σε άλλες χώρες και στις σπουδές υψηλότερες βαθμίδας χρησιμοποιούνται τα ίδια οικονομικά μοντέλα. Αλλά πίσω από τα εγχειρίδια και τα μοντέλα βρίσκεται μια οικονομική φιλοσοφία που ονομάζεται «πολιτική των κανόνων» (ordnungspolitik) η οποία δεν υπάρχει εκτός Γερμανίας.
Ο εμπνευστής της είναι ο Βάλτερ Όικεν, ο οποίος δίδαξε στο πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ ως το θάνατο του, το 1950.
Σε μια πρόσφατη ομιλία για τα 125 χρόνια από την γέννηση του Όικεν, η καγκελάριος Άγκελα Μέρκελεπέμεινε ότι οι αρχές της «σχολής του Φράιμπουργκ» παραμένουν επίκαιρες.
Υπάρχουν δύο πτυχές στην οικονομική φιλοσοφία του Όικεν, η μία θετική, η άλλη αρνητική.
Η θετική έχει να κάνει με τη δέσμευση στην ελευθερία της σύναψης συμβολαίων, τις ανοικτές αγορές, την ιδιωτική οικονομία και την σκληρή αντιμονοπωλιακή πολιτική. Η αρνητική με την απόρριψη τουκεϊνσιανισμού.
Από την εμπειρία της Μεγάλης Ύφεσης, ο Τζον Μέιναρντ Κέινς έβγαλε το συμπέρασμα πως χρειάζεται μια ενεργητική διαχείριση της ζήτησης. Ο Όικεν αντίθετα, πίστευε ότι η πολιτική «πλήρους απασχόλησης» που ενστερνιζόταν ο Κέινς θα οδηγούσε σε μια κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία. Και ενώ ο Κέινς είδε την Μεγάλη Ύφεση ως το αποτέλεσμα της εγγενούς αστάθειας της οικονομίας της αγοράς, ο Όικεν την απέδωσε στην ανεπαρκή ευελιξία στους μισθούς και στην ακατάλληλη νομισματική τάξη. Κατά την εκτίμηση του, η ευελιξία στις τιμές και τους μισθούς είναι μαζί με μια κατάλληλη νομισματική τάξη ένα αξιόπιστο αντίδοτο στην αστάθεια των αγορών.
Με την αποστροφή που επιδεικνύει για την επιδίωξη της πλήρους απασχόλησης μέσω της δημοσιονομικής πολιτικής, ο κ. Σόιμπλε είναι ξεκάθαρα ένας απόγονος του Όικεν.
Αυτό ισχύει και για επιφανείς Γερμανούς οικονομολόγους οι οποίοι κατά την διάρκεια της κρίσης της ευρωζώνης, έχουν αγνοήσει τις επιπτώσεις της λιτότητας στην ζήτηση, λόγω της βαθιά εδραιωμένης πεποίθησης ότι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις μπορούν να λύσουν όλα τα προβλήματα.
Πως επιβίωσε για τόσο καιρό στην Γερμανία ένα τόσο στενό οικονομικό παράδειγμα; Η απάντηση είναι απλή: η γερμανική οικονομική πολιτική που βασίστηκε σε αυτή την προσέγγιση υπήρξε σχετικά επιτυχημένη. Αλλά αυτό συνέβη μόνο γιατί η οικονομία της Γερμανίας, παρά το μέγεθος της, είναι εξαιρετικά ανοικτή. Ο λόγος των εξαγωγών προς το ΑΕΠ είναι 46%. Στην Ιαπωνία το αντίστοιχο νούμερο είναι 18% και 13% στις ΗΠΑ.
Η ανοικτή οικονομία επέτρεψε στην Γερμανία να ακολουθήσει μια παθητική μακροοικονομική πολιτική στο εσωτερικό και να ωφεληθεί από τις ενεργητικές πολιτικές στήριξης της ζήτησης σε άλλες χώρες. Περίπου το60% του γερμανικού πλεονάσματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είναι με τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Γαλλία και την Ιταλία, χώρες που έχουν όλες υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα. Εν ολίγοις, η οικονομία της Γερμανίας στηρίζεται από τις πολιτικές διαχείρισης της ζήτησης σε χώρες που έχουν δεχθεί σκληρή κριτική από Γερμανούς ακαδημαϊκούς και φορείς άσκησης πολιτικής.
Από μια παγκόσμια σκοπιά, αυτή η τακτική του «λαθρεπιβάτη» στις πολιτικές ζήτησης των άλλων χωρών είναι εξαιρετικά αμφιλεγόμενη.
Αλλά η γερμανική προσέγγιση γίνεται πραγματικά επικίνδυνη όταν πολιτικοί προσπαθούν να εφαρμόσουν πολιτικές που μπορούν να λειτουργήσουν μόνο σε μια ανοικτή οικονομία σε μια μεγάλη και όχι και πολύ ανοικτή νομισματική περιοχή όπως η ευρωζώνη.
Στην παρούσα κατάσταση χρόνιου ελλείμματος στην ζήτηση, η επιμονή στους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς για μεγάλες νομισματικές περιοχές ή ακόμα και σε παγκόσμιο επίπεδο, θα δημιουργούσε μια μαύρη τρύπα στην παγκόσμια οικονομία.
*Ο Πέτερ Μπόφινγκερ είναι ένα από τα πέντε μέλη του Συμβουλίου Οικονομικών Συμβούλων της Γερμανίδας καγκελάριου Άγκελα Μέρκελ.
Πηγή: Financial Times, Euro2day.gr