Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) θα αφήσει αμετάβλητη την πολιτική της την ερχόμενη Πέμπτη, όταν θα συνεδριάσει το Διοικητικό Συμβούλιό της, αλλά θα ανακοινώσει νέα μέτρα πριν από το τέλος του έτους, προβλέπουν οικονομολόγοι που ρωτήθηκαν από το πρακτορείο Bloomberg. Η συνεδρίαση της ΕΚΤ θα πραγματοποιηθεί μία εβδομάδα μετά από αυτή της Τράπεζας της Αγγλίας, η οποία αποφάσισε να μην αυξήσει τα επιτόκια, στον άμεσο απόηχο της ψήφου υπέρ του Brexit, αλλά έστειλε το μήνυμα ότι πιθανότατα θα προχωρήσει σε χαλάρωση της πολιτικής της τον Αύγουστο.
Το 60% των οικονομολόγων, που μετείχαν στην έρευνα του Bloomberg, δήλωσαν ότι το Δ.Σ. της ΕΚΤ θα εγκρίνει νέα μέτρα στη συνεδρίαση της 8ης Σεπτεμβρίου, όταν η τράπεζα θα παρουσιάσει και τις επικαιροποιημένες οικονομικές προβλέψεις της. Το 97% των ερωτηθέντων, που προβλέπουν περαιτέρω νομισματική στήριξη, δήλωσαν ότι η ΕΚΤ θα παρατείνει το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της πέραν του Μαρτίου 2017, που είναι σήμερα η καταληκτική προθεσμία του. Ένα ποσοστό λίγο κάτω από το 40% προέβλεψαν ότι η κεντρική τράπεζα θα μειώσει περαιτέρω το επιτόκιο καταθέσεων, που σήμερα ανέρχεται στο -0,40%, ενώ λιγότεροι από το 20% θεωρούν ότι θα αυξήσει το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της που σήμερα ανέρχεται σε 80 δις ευρώ τον μήνα.
Στις τρεις εβδομάδες από το βρετανικό δημοψήφισμα, οι ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες καθησύχασαν τις άστατες αγορές με υποσχέσεις προσφοράς ρευστότητας, με τις οποίες αγόρασαν χρόνο για να αξιολογήσουν την απειλή που υπάρχει για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά (από το Brexit). Ο επικεφαλής της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι έχει προβλέψει ότι η ανάπτυξη στην Ευρωζώνη θα επιβραδυνθεί, προκαλώντας εικασίες για το πόσο μπορεί να διευρύνει το πακέτο νομισματικής στήριξης, που περιλαμβάνει ήδη αρνητικά επιτόκια και ένα πρόγραμμα αγορών ομολόγων ύψους 1,7 τρις ευρώ.
Η απόφαση της Τράπεζας της Αγγλίας την περασμένη εβδομάδα να μη μειώσει τα επιτόκια ή να επαναρχίσει αγορές ομολόγων αντανακλά το πόσο γρήγορα ανέκαμψαν οι διεθνείς αγορές μετά το δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου. Αν και η στερλίνα παρέμεινε αδύναμη, οι τιμές των μετοχών έχουν σε μεγάλο βαθμό ανακάμψει, κάτι που εν μέρει οφείλεται στις δεσμεύσεις των κεντρικών τραπεζών – της Βρετανίας, της ΕΚΤ και άλλων – να κάνουν ότι χρειάζεται για να διατηρήσουν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.