Η προσφορά στο διαδίκτυο ήταν δελεαστική. Η τιμή του προϊόντος που πρόσφερε εταιρεία με έδρα τη Γερμανία ήταν αχτύπητα χαμηλή. Το περιθώριο κέρδους για τον Έλληνα εισαγωγέα θα ήταν πολύ μεγάλο.
Στην ηλεκτρονική τους επικοινωνία η γερμανική εταιρεία διαβεβαίωνε ότι είναι σε θέση να προμηθεύσει την ελληνική με την αναγκαία ποσότητα και ζητούσε μια προκαταβολή για να αρχίσει να παραδίδει το προϊόν. Το περίεργο στην προκειμένη περίπτωση ήταν όμως ότι κάτοχος του τραπεζικού λογαριασμού του γερμανικού οίκου ήταν μια άλλη εταιρεία που σύμφωνα με το όνομά της ασχολούνταν με ναυτιλιακές μεταφορές. Αν έριχνε κανείς μια ματιά στο Ομοσπονδιακό Μητρώο Επιχειρήσεων θα διαπίστωνε πως η ναυτιλιακή εταιρεία δεν ήταν καν εγγεγραμμένη.
Δυστυχώς δεν πρόκειται για τη μοναδική απόπειρα εξαπάτησης σε βάρος ελληνικών επιχειρήσεων. Σε άλλες περιπτώσεις ελληνικές εταιρείες όντως πλήρωσαν προκαταβολές για προϊόντα που ποτέ δεν παρέλαβαν. Οι φερόμενες ως γερμανικές επιχειρήσεις ήταν εταιρείες «μαϊμού». Πίσω από αυτές κρύβονται αρκετές φορές απατεώνες από άλλες χώρες, όπως για παράδειγμα τη Νιγηρία και το Καμερούν.
Το γεγονός πάντως ότι τα κρούσματα απάτης φέτος αυξήθηκαν σε σχέση με πέρυσι ανάγκασε το το Γραφείο Οικονομικών Υποθέσεων της ελληνικής πρεσβείας στο Βερολίνο να δημοσιεύσει σχετική ανακοίνωση. Από τις αρχές του χρόνου κατέγραψε δέκα τέτοιου είδους περιπτώσεις, ενώ δεν αποκλείεται ο αριθμός τους να είναι μεγαλύτερος. Παρ’ όλα αυτά – σύμφωνα με τον Γερμανο-Ελληνικό Επιχειρηματικό Σύνδεσμο (DHW) πρόκειται για «μεμονωμένα αρνητικά περιστατικά». Στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι εμπορικές συναλλαγές Ελλάδας-Γερμανίας γίνονται κανονικά. Όπως δήλωσε στη Deutsche Welle ο επικεφαλής του Γραφείου Οικονομικών Υποθέσεων της ελληνικής πρεσβείας στο Βερολίνο Χρήστος Ντοκομές, οι απάτες που καταγράφηκαν δεν έχουν καμία σχέση με τις εμπορικές συναλλαγές με τις «υγιείς» γερμανικές εταιρείες.
Πως αναγνωρίζεται η απάτη;
Οι ελληνικές διπλωματικές αρχές συνιστούν πριν την οριστικοποίηση οιασδήποτε παραγγελίας με επιχείρηση, με την οποία δεν έχουν συνεργασθεί στο παρελθόν, οι Έλληνες να συμβουλεύονται το επιχειρηματικό προφίλ της γερμανικής εταιρείας. Αρκετές φορές έχει παρατηρηθεί το φαινόμενο τα προϊόντα που προσφέρονται να μην συγκαταλέγονται σε αυτά που εμπορεύεται η γερμανική επιχείρηση σύμφωνα με την επίσημη ιστοσελίδα της. Για παράδειγμα, μια ελληνική εταιρεία ενδιαφέρεται για την προσφορά μιας γερμανικής στο διαδίκτυο που αφορά ανταλλακτικά αυτοκινήτων. Η πρώτη εντύπωση που αποκόμιζε κανείς από την ιστοσελίδα της γερμανικής επιχειρήσεις είναι ότι πρόκειται για μια σοβαρή επιχείρηση με διοικητικό συμβούλιο και σειρά δραστηριοτήτων. Και πράγματι, η εταιρεία είναι και υπαρκτή και σοβαρή.
Αλλά, εάν γνωρίζει κανείς γερμανικά θα διαπιστώσει πως κέντρο βάρους της γερμανικής εταιρείας είναι επενδυτικές δραστηριότητες. Στην προκειμένη περίπτωση οι απατεώνες χρησιμοποιούν στην ηλεκτρονική τους επικοινωνία με ελληνικές επιχειρήσεις το όνομα αυτής της υπαρκτής εταιρείας και τους πραγματικούς αριθμούς εγγραφής της στο Ομοσπονδιακό Μητρώο Επιχειρήσεων (HRB) και τον αριθμό φορολογικού μητρώου. Ως ηλεκτρονική διεύθυνση δίνουν όμως μια σχεδόν παρόμοια με αυτή της πραγματικής εταιρείας, ενώ ο αριθμός τηλεφώνου και φαξ δεν είναι σταθερού αλλά κινητού.
Προληπτικά μέτρα
Το αργότερο σε αυτό το σημείο θα πρέπει να κρούσει ο κώδωνας του κινδύνου πως δεν πρόκειται για σοβαρή επιχείρηση, δηλώνει ο κ. Ντοκομές. Οι Έλληνες επιχειρηματίες θα πρέπει να επιδιώκουν την επαφή μέσω του τηλεφωνικού κέντρου της εταιρείας, ο αριθμός του οποίου θα πρέπει να διασταυρωθεί από ανεξάρτητη πηγή, όπως βάσεις δεδομένων. Ύποπτο είναι επίσης όταν η διεύθυνση παράδοσης των προϊόντων είναι διαφορετική από αυτή της εταιρείας. Για παράδειγμα εταιρία που φέρεται να έχει έδρα το Πότσνταμ δίνει τόπο αποστολής το Αμβούργο και στη συνέχεια το Λονδίνο. Σε κάθε περίπτωση όμως, εφ’ όσον οι Έλληνες επιχειρηματίες δεν έχουν πλήρως τα στοιχεία του εντολοδόχου εκτέλεσης της παραγγελίας να μην προχωρούν σε προκαταβολή πριν από την αποστολή των προϊόντων.
Ο κ Ντοκομές συνιστά στις ελληνικές επιχειρήσεις που έχουν σκοπό να συνάψουν για πρώτη φορά συνεργασία με γερμανικές εταιρείες να επικοινωνήσουν προηγουμένως με τα γραφεία του Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων του Βερολίνου, Μονάχου και Ντίσελντορφ. Τον περασμένο χρόνο καταγράφτηκαν πάνω από 900 αιτήματα ελληνικών εταιριών που αφορούσαν θέματα όπως επαφές με γερμανικές εταιρίες, πληροφορίες για τη γερμανική αγορά κ.ο.κ.
Πηγή: DW