Όταν άρχιζε ο πόλεμος του Ισραήλ κατά της Χαμάς πριν από ένα χρόνο, η ανησυχία για τον οικονομικό αντίκτυπο που θα μπορούσε να έχει ευρύτερα στην παγκόσμια οικονομία εστιάστηκε στις τιμές του πετρελαίου.
Ο φόβος για μία γενίκευση του πολέμου στη Μέση Ανατολή, με εμπλοκή και του Ιράν που θα μπορούσε να πλήξει την παραγωγή και τις εξαγωγές πετρελαίου του, ήταν εύλογος, δεδομένου ότι η Τεχεράνη στηρίζει τη Χαμάς, όπως επίσης τη Χεζμπολάχ στον Λίβανο και τους Χούθι στην Υεμένη για να δρουν εναντίον του Ισραήλ.
Επειδή το Ιράν δεν φαινόταν διατεθειμένο να εμπλακεί άμεσα σε ένα πόλεμο, οι τιμές του πετρελαίου κινήθηκαν πτωτικά, καθώς είχαν δημιουργηθεί συνθήκες πλεονάζουσας προσφοράς παγκοσμίως.
Αυτό συνέβη μέχρι να παρέμβει ο ΟΠΕΚ και να μειώσει περαιτέρω τη δική του παραγωγή. Μετά την παρέμβαση του ΟΠΕΚ, στον οποίο μετέχουν κυρίως αραβικές χώρες, η τιμή του μπρεντ κινήθηκε για ένα διάστημα σε υψηλότερα επίπεδα, κοντά στα 85 δολάρια το βαρέλι, αλλά στη συνέχεια άρχισαν να κατρακυλούν ξανά. Στο τρίτο τρίμηνο του 2024, το μπρεντ μειώθηκε 17% και ειδικά τον Σεπτέμβριο κατά 9%, υποχωρώντας κάτω και από τα 70 δολάρια.
Αποδείχθηκε, έτσι, ότι ο ΟΠΕΚ δεν έχει πλέον τη δύναμη που είχε σε περασμένες δεκαετίες να διατηρεί για μεγάλο διάστημα σε τεχνητά υψηλά επίπεδα τις τιμές και αυτό οφείλεται κυρίως στη μεγάλη αύξηση της παραγωγής από χώρες εκτός του καρτέλ, κυρίως τις ΗΠΑ.
Επίσης, η μείωση της παραγωγής από τις χώρες του ΟΠΕΚ τους στερεί πολύτιμα έσοδα, στον βαθμό που δεν μπορούν να επιτύχουν τον μαξιμαλιστικό ανεπίσημο στόχο τους για τιμή στα 100 δολάρια το βαρέλι. Επομένως, έχουν κίνητρο να αυξήσουν την παραγωγή τους, κάτι που διαμήνυσε πρόσφατα η Σαουδική Αραβία ότι θα πράξει από τον Δεκέμβριο, ωθώντας τις τιμές κάτω από τα 70 δολάρια.
Στους δύο αυτούς παράγοντες προστέθηκε και η περιορισμένη ζήτηση από την Κίνα λόγω της επιβράδυνσης του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας της, δημιουργώντας ξεκάθαρα συνθήκες υπερβάλλουσας προσφοράς του «μαύρου χρυσού» το 2025. Το σκηνικό ήταν τόσο ξεκάθαρο για τους επενδυτές που τα στοιχήματα για περαιτέρω πτώση των τιμών του πετρελαίου έφθασαν σε επίπεδο – ρεκόρ το τελευταίο διάστημα.
Όλα αυτά, ωστόσο, συνέβησαν πριν τη νέα δραματική κλιμάκωση της σύγκρουσης στη Μέση Ανατολή τις τελευταίες ημέρες. Η μεταφορά του πολεμικού πεδίου από τη Γάζα στον Λίβανο και τα αλλεπάλληλα ισχυρά πλήγματα που δέχθηκε η Χεζμπολάχ οδήγησαν το Ιράν σε μία μεγάλη επίθεση κατά του Ισραήλ, με περίπου 200 πυραύλους, την περασμένη Τρίτη.
Αμέσως μετά την επίθεση, οι τιμές του πετρελαίου αυξήθηκαν έως 5%, αλλά στη συνέχεια η αύξηση περιορίστηκε όταν η επίθεση τελείωσε, Ωστόσο, την Πέμπτη αυξήθηκαν εκ νέου κατά 4% καθώς ο Αμερικανός πρόεδρος, Τζο Μπάιντεν, άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο να υπάρξει επίθεση του Ισραήλ σε ιρανικές πετρελαϊκές εγκαταστάσεις, αυτό δηλαδή που φοβούνταν οι αγορές στην αρχή του πολέμου.
Το ερώτημα για την πορεία των τιμών του αργού από εδώ και πέρα θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από το ποια θα είναι η απάντηση του Ισραήλ στην ιρανική επίθεση. Θα κτυπήσει πράγματι ενεργειακές εγκαταστάσεις του Ιράν και σε ποια έκταση; Θα επιφέρει άλλα μεγάλα πλήγματα που θα οδηγήσουν την Τεχεράνη να απαντήσει και είναι πιθανό να μπλοκάρει την κίνηση των τάνκερ στα στενά του Ορμούζ στην είσοδο του Περσικού Κόλπου, από τα οποία διέρχεται το 20% των εξαγωγών πετρελαίου;
Αμερικανικές τράπεζες, όπως η Goldman Sachs και η Citi, θεωρούν ότι οι τιμές θα αυξηθούν κατά 20 δολάρια το βαρέλι, πλησιάζοντας τα 100 δολάρια, αν υποστεί ζημιά σημαντικό μέρος της πετρελαϊκής δυναμικότητας του Ιράν, που ανέρχεται σε περίπου 4 εκατ. βαρέλια την ημέρα ή στο 4% της παγκόσμιας παραγωγής.
Αρκετοί αναλυτές και επενδυτές θεωρούν ότι μία μεγάλη καταστροφή ενεργειακών υποδομών, που θα αύξανε σημαντικά τις τιμές, δεν τη θέλουν οι ΗΠΑ, ιδιαίτερα στην τωρινή προεκλογική περίοδο. Κάποιοι σημειώνουν ότι άλλες χώρες του ΟΠΕΚ θα μπορούσαν να καλύψουν το κενό που θα άφηνε μία μείωση των ιρανικών εξαγωγών, οπότε η επίπτωση στις τιμές θα ήταν περιορισμένη. Αλλά ένας πόλεμος είναι πάντα απρόβλεπτος.