Η γερμανική ευρωπαική πολιτική προκαλεί δυσφορία και στην Αυστρία, που κινείτο σταθερά στην ίδια γραμμή με το Βερολίνο. Σύμφωνα με τον ανταποκριτή του Αθηναικού Πρακτορείου Ειδήσεων στη Βιέννη, ένα «κατηγορώ» κατά της Γερμανίας αποτελεί το σημερινό κύριο άρθρο στην θεωρούμενη ως πλέον έγκυρη αυστριακή εφημερίδα «Βίνερ Τσάιτουνγκ» (εκδότης της οποίας είναι η Αυστριακή Δημοκρατία). Το άρθρο είναι του αρχισυντάκτη της εφημερίδας Ράινχαρντ Γκέβαιλ και έχει τον χαρακτηριστικό τίτλο «Η Γερμανία είναι το πρόβλημα».
Την κρίση προκάλεσαν αρχικά οι τράπεζες, κατόπιν οι Έλληνες και κανείς δεν ανέφερε τη Γερμανία, ωστόσο επτά χρόνια αργότερα τα πράγματα είναι διαφορετικά και τώρα ο «Γερμανός ηγεμόνας», που θέλει να επιβάλει τις συνταγές του σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, αντιμετωπίζεται με αυξανόμενη επιφυλακτικότητα και δικαιολογημένα, σημειώνεται στην αρχή του άρθρου.
Από τα 200 δισεκατομμύρια ευρώ πλεόνασμα του γερμανικού εξωτερικού εμπορίου, τα 110 δισεκατομμύρια ευρώ αφορούν τις υπόλοιπες 27 χώρες-μέλη της ΕΕ, δηλαδή τη «δόξα και λαμπρότητα» της Γερμανίας μέσα στην ΕΕ την πληρώνουν οι άλλοι εταίροι, οι οποίοι αναγκάζονται να ακούν στις Βρυξέλλες πως δήθεν είναι τεμπέληδες και ανίκανοι, γράφει ο αρχισυντάκτης της εφημερίδας.
Για να προσθέσει αμέσως, πως ελάχιστα προβλέψιμοι είναι όμως και οι Γερμανοί, καθώς η καγκελάριος Άγγελα Μέρκελ επέμενε σε σκληρές κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας, κάτι που τώρα δεν την εμποδίζει να χαρακτηρίζει τη Ρωσία ως «αξιόπιστο εταίρο» και τούτο διότι η ελπίδα για φυσικό αέριο από τον ουσιαστικά ματαιωμένο αγωγό South-Stream είναι ισχυρότερη από ό, τι η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη. Την ίδια στιγμή η πλούσια Γερμανία επιδοτεί τους δικούς της πάροχους οικολογικού ηλεκτρικού ρεύματος με 22 δισεκατομμύρια ευρώ το χρόνο, προκαλώντας με τον τρόπο αυτό αδιέξοδο στον ενεργειακό τομέα σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.
Όπως παρατηρεί ο αρθρογράφος, οι Γερμανοί κάνουν αυτό που τους βολεύει και αυτή η εντύπωση σχηματίζεται αυτή την εποχή στις άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, με τη Γαλλία και την Ιταλία να «βρίζουν» ήδη εδώ και καιρό και τον Γερμανό υπουργό Βόλφγκανγκ Σόιμπλε να απαντά καγχάζοντας ότι η χώρα του έως το 2018 θα κάνει πλεονάσματα στον προϋπολογισμό, σε αντίθεση με τους επικριτές σε Παρίσι και Ρώμη και αυτή η στενόμυαλη θεώρηση των πραγμάτων είναι επίσης μια γερμανική εφεύρεση.
Στη συνέχεια, το άρθρο επισημαίνει ότι δεν εξετάζονται άλλοι παράμετροι, δηλαδή το γεγονός ότι οι υποδομές της Γερμανίας – αυτοκινητόδρομοι, ηλεκτρικά δίκτυα, γέφυρες, σιδηροδρομικές γραμμές – βρίσκονται σε κατάσταση που χρήζει άμεσων βελτιώσεων ή ακόμη το γεγονός πως στην επέκταση του δικτύου οπτικών ινών η Γερμανία βρίσκεται στην τελευταία θέση στην ΕΕ, όπως επίσης στο θέμα του αποκαλούμενου «Χαρτς 4» στο πλαίσιο του οποίου οι μελλοντικοί συνταξιούχοι θα ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, ενώ στη Γαλλία η υψηλή γεννητικότητα καθιστά δυνατό ένα σταθερότερο συνταξιοδοτικό σύστημα.
Κατά την άποψη του Ράινχαρντ Γκέβαιλ η γερμανική πολιτική έχει επικεντρωθεί στα δημοσιονομικά και στην εξαγωγική βιομηχανία και αυτό – παρόλη την αναγνώριση της οικονομικής επίδοσης – είναι από κοινωνικοπολιτική άποψη πολύ λίγο μια και η κατασκευή καλών αυτοκινήτων δεν συνιστά σχεδιασμό, ωστόσο η Ευρώπη έχει ακριβώς ανάγκη από έναν πολιτικό σχεδιασμό.
Για το λόγο αυτό οι Γερμανοί θα πρέπει να αρχίσουν να βλέπουν τις αδυναμίες τους και να τις διορθώνουν, καταλήγει το άρθρο του αρχισυντάκτη της «Βίνερ Τσάιτουνγκ».