Ο πληθωρισμός στην Τουρκία αναγκάζει πολλούς επιχειρηματίες να «μεταναστεύσουν» και η Αίγυπτος αποδεικνύεται ασφαλές καταφύγιο, προσφέροντας χαμηλό κόστος παραγωγής και προνομιακή πρόσβαση σε νέες αγορές, σύμφωνα με ανάλυση της Deutsche Welle, η οποία επισημαίνει ότι χρειάστηκαν τουλάχιστον δέκα χρόνια για να βελτιωθούν οι σχέσεις των δύο χωρών.
Για δέκα ολόκληρα χρόνια ήταν σχεδόν αδύνατον να σπάσει ο «πάγος» στις διμερείς σχέσεις Τουρκίας- Αιγύπτου. Η εξήγηση είναι προφανής: Το 2013 ο Αλ Σίσι ανέτρεψε με στρατιωτικό πραξικόπημα τον δημοκρατικά εκλεγμένο πρόεδρο της Αιγύπτου Μοχάμεντ Μούρσι, τον οποίο στήριζαν οι ισλαμιστές της Μουσουλμανικής Αδελφότητας και ο Ερντογάν έσπευσε να πάρει το μέρος του Μούρσι.
Από την πλευρά του το Κάιρο κατηγορούσε τον Ερντογάν ότι στηρίζει την τρομοκρατική δράση της Μουσουλμανικής Αδελφότητας και προσφέρει καταφύγιο στους ισλαμιστές. Διαμετρικά αντίθετα ήταν τα συμφέροντα των δύο χωρών και στη Λιβύη, ιδιαίτερα όσον αφορά την αξιοποίηση των κοιτασμάτων φυσικού αερίου. Όμως η οικονομική κρίση ανάγκασσαν τις δύο πλευρές να αναζητήσουν προσέγγιση.
Εδώ και χρόνια οι Τούρκοι επιχειρηματίες είναι ιδιαίτερα δυσαρεστημένοι με το οικονομικό περιβάλλον στην πατρίδα τους. Η αντι-συμβατική νομισματική πολιτική που ακολουθούσε ο Ερντογάν, εμμένοντας σε χαμηλά επιτόκια, ωθούσε τον πληθωρισμό σε δυσθεώρητα ύψη. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία ο επίσημος πληθωρισμός στην Τουρκία υπερβαίνει το 61%, ενώ το κόστος της ενέργειας παραμένει υψηλό και η απρόβλεπτη πολιτική της κεντρικής τράπεζας δεν διευκολύνει την κατάσταση.
Το νέο οικονομικό επιτελείο με πρωταγωνιστές τον υπουργό Οικονομικών Μεχμέτ Σιμσέκ και την επικεφαλής της Κεντρικής Τράπεζας Χαφιζέ Γκαγιέ Ερκάν θεωρητικά πρεσβεύει μία πιο «συμβατική» νομισματική πολιτική και υπόσχεται μονοψήφια ποσοστά πληθωρισμού, το αργότερο μέχρι το 2026. Ωστόσο δεν έχει ακόμη καταφέρει να πείσει τις αγορές και τον επιχειρηματικό κόσμο στην Τουρκία. Στην προσπάθειά τους να μειώσουν το κόστος παραγωγής και να περιορίσουν την αβεβαιότητα στις διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών, πολλοί αναζητούν εναλλακτικές λύσεις στο εξωτερικό.
Η Αίγυπτος φαίνεται να προσφέρει ελκυστικές λύσεις, ιδιαίτερα από τον περασμένο Απρίλιο, όταν καταργήθηκε η υποχρεωτική βίζα για τους Τούρκους πολίτες. Το εργατικό κόστος, αλλά και το συνολικό κόστος παραγωγής είναι άλλωστε αισθητά χαμηλότερο στην Αίγυπτο. Για το τρέχον έτος οι τουρκικές επενδύσεις έχουν φτάσει τα 2,5 δισεκατομμύρια δολάρια και εκτιμάται ότι το 2024 θα ξεπεράσουν τα 3 δις.
Επιπλέον οι τουρκικές επιχειρήσεις έχουν τη δυνατότητα να αποκτήσουν πρόσβαση σε αγορές τρίτων χωρών μέσω της αιγυπτιακής αγοράς, που είναι μία από τις μεγαλύτερες στη ζώνη ΜΕΝΑ (Οικονομίες της Μέσης Ανατολής και Βόρειας Αφρικής).