Το εκλογικό αποτέλεσμα στην Ιταλία είναι ένα μάθημα για την Ευρώπη. Οι Ιταλοί ήταν κάποτε μεταξύ των πιο ένθερμων υποστηρικτών του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Αυτό δεν είναι πια αλήθεια.
Ο συνδυασμός οικονομικής εξασθένησης και πολιτικής ανικανότητας έχει απαξιώσει όχι μόνο την πολιτική και διοικητική ελίτ της Ιταλίας, αλλά και την σχέση της χώρας με την Ε.Ε.
Αυτό δεν σημαίνει πως η Ιταλία θα αποχωρήσει. Το κόστος θα ήταν πολύ μεγάλο. Σημαίνει αντίθετα πως είναι πλέον πολύ μεγαλύτερη η απειλή μιας σύγκρουσης της Ιταλίας με το ευρωπαϊκό κατεστημένο και περαιτέρω οικονομικών και χρηματοπιστωτικών αναταραχών.
Το εκλογικό αποτέλεσμα είναι τόσο συγκλονιστικό όσο και το δημοψήφισμα του Brexit και η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ. Το 55% των ψηφοφόρων επέλεξε ευρωσκεπτικιστικά και αντικαθεστωτικά κόμματα.
Το Κίνημα των Πέντε Αστέρων, ένα κόμμα διαμαρτυρίας χωρίς ξεκάθαρη μορφή, κέρδισε το 32% των ψήφων και η Λίγκα του Βορρά, ένα ακροδεξιό εθνικιστικό κόμμα, το 18%. Το ποσοστό του κεντροαριστερού Δημοκρατικού κόμματος, στο οποίο είχε εναποθέσει τις ελπίδες του το ευρωπαϊκό κατεστημένο, βούτηξε από το 41% πριν τέσσερα χρόνια στο 19%. Το ποσοστό της Forza Italia του Σίλβιο Μπερλουσκόνι υποχώρησε στο 14%. Η επανάσταση του λαϊκισμού τρώει τον πατέρα της.
Γιατί είναι οι Ιταλοί ψηφοφόροι τόσο απογοητευμένοι; Η προφανής απάντηση είναι πως η επίδοση της οικονομίας ήταν υπερβολικά ζοφερή, την στιγμή που το ιταλικό πολιτικό κατεστημένο φαίνεται απίστευτα ανίκανο.
Αυτό δεν οφείλεται μόνο, πιθανότατα ούτε κυρίως, στην συμμετοχή της Ιταλίας στο ευρώ. Αλλά η ευρωζώνη έκανε τα πράγματα χειρότερα. Το κυριότερο, προσφέρει έναν εξωτερικό αποδιοπομπαίο τράγο, κάτι που είναι πρόθυμοι να εκμεταλλευτούν οι καιροσκόποι πολιτικοί.
Το να κατηγορείς τους ξένους είναι πάντοτε μια ελκυστική στρατηγική. Σε μια χώρα σε κρίση με τους πολίτες θυμωμένους, είναι ακαταμάχητη.
Ένα χαρακτηριστικό της ευρωζώνης είναι η ανεπάρκεια της συνολικής μακροοικονομικής της πολιτικής. Τον Ιανουάριο του 2018, ο δείκτης τιμών καταναλωτή στην ευρωζώνη (εξαιρουμένων ευμετάβλητων κατηγοριών) ήταν 7,2% χαμηλότερα από ότι θα ήταν αν αυξανόταν με ετήσιο ρυθμό 1,9% από τον Ιανουάριο του 2007, ενός πληθωρισμού που αποτελεί μια εύλογη ερμηνεία του στόχου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζαςγια «πληθωρισμό κάτω, αλλά κοντά στο 2% μεσοπρόθεσμα».
Μια εναλλακτική αξιολόγηση της μακροοικονομικής πολιτικής μπορεί να γίνει με βάση την ανάπτυξη του ονομαστικού ΑΕΠ. Στο τρίτο τρίμηνο του 2017, το ονομαστικό ΑΕΠ της ευρωζώνης ήταν 11% χαμηλότερα από ότι θα ήταν αν αναπτυσσόταν με ετήσιο ρυθμό 3% από τις αρχές του 2007, ένας ρυθμός ανάπτυξης που θα ευθυγραμμιζόταν με μια πραγματική ανάπτυξη 1% και πληθωρισμό 2%. Υπό την καθοδήγηση του κ. Ντράγκι, η ΕΚΤ έδρασε στο τέλος αποτελεσματικά. Αλλά η συνολική μακροοικονομική πολιτική ήταν ξεκάθαρα ανεπαρκής. Δεν κατάφερε να τονώσει όσο θα έπρεπε την συνολική ζήτηση.
Στο αδύναμο αυτό μακροοικονομικό περιβάλλον, δημιουργήθηκαν τεράστιες αποκλίσεις μεταξύ των κρατών μελών. Το ονομαστικό ΑΕΠ της Γερμανίας αυξήθηκε κατά 34% από το πρώτο τρίμηνο του 2007 ως το τελευταίο τρίμηνο του 2017 (ένας μέσος ετήσιος ρυθμός 2,7%). Της Ιταλίας αυξήθηκε κατά μόλις 9% την ίδια περίοδο (ένας μέσος ετήσιος ρυθμός 0,8%).
Όπως ήταν αναμενόμενο, δεδομένης της ήπιας συνολικής ανάπτυξης του ονομαστικού ΑΕΠ, ακόμα και ο δομικός ετήσιος πληθωρισμός της Γερμανίας κινήθηκε λίγο πάνω από το 1%. Ένας τόσο χαμηλός πληθωρισμός στην κύρια πιστώτρια χώρα κατέστησε τις προσαρμογές στην ανταγωνιστικότητα εντός της ευρωζώνης πολύ πιο δύσκολες.
Αν η ιταλική κυβέρνηση μπορούσε να ακολουθήσει την παραδοσιακή πολιτική της υποτίμησης και του πληθωρισμού, θα είχε επιτύχει πολύ ισχυρότερη αύξηση στο ονομαστικό ΑΕΠ. Αυτό θα είχε αναμφίβολα οδηγήσει και σε υψηλότερα επίπεδα πραγματικής ανάπτυξης. Το πραγματικό ΑΕΠ της Ιταλίας στο τελευταίο τρίμηνο του 2017 ήταν αντίθετα 5% κάτω από το επίπεδο του πρώτου τριμήνου του 2007, ενώ το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ ήταν 9% κάτω από το επίπεδο του 2007 μια ολόκληρη δεκαετία αργότερα. Δεν είναι να απορεί κανείς που οι Ιταλοί είναι απογοητευμένοι.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Ιταλία έχει τεράστια διαρθρωτικά προβλήματα, που περιορίζουν σημαντικά την ανάπτυξη, αλλά η δυνητική ανάπτυξη δεν μπορεί να έχει υποχωρήσει τόσο από το 2007. Η Ιταλία υποφέρει επίσης και από μια χρόνια αδύναμη ζήτηση, ένα πρόβλημα που η ευρωζώνη, με τον τρόπο που διοικείται τώρα δεν μπορεί να το λύσει. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο ότι η συνολική ζήτηση είναι πολύ αδύναμη και εν μέρει στο ότι εξαιτίας των ευρωπαϊκών κανονισμών η ζήτηση δεν μπορεί να κατευθυνθεί εκεί που είναι πιο αδύναμη.
Μια παρατεταμένη ύφεση, με υψηλή ανεργία και χαμηλή απασχόληση έχει αναπόφευκτα πολιτικές επιπτώσεις. Αλλά η μεγαλύτερη αγανάκτηση μπορεί να είναι ότι οι άνθρωποι που ψηφίζουν οι Ιταλοί δεν έχουν κανένα περιθώριο ελιγμών. Το ερώτημα ήταν αντίθετα ποιον να εκλέξουν (ή μερικές φορές ούτε καν να τον εκλέξουν) για να εφαρμόσει τις πολιτικές που αποφασίζονται στις Βρυξέλλες και στο Βερολίνο.
Γιατί να μην ψηφίσουν για έναν κλόουν ή ένα κόμμα που δημιούργησε ένας κλόουν; Μπορεί να μην έχει μεγάλη διαφορά για το τι θα συμβεί στην Ιταλία, αλλά μπορεί να είναι πιο διασκεδαστικό.
Ορισμένοι Ιταλοί οικονομολόγοι υποστηρίζουν τώρα ότι η χώρα θα μπορούσε να αποκτήσει ένα βαθμό ελευθερίας στην άσκηση της μακροοικονομικής πολιτικής με την έκδοση του λεγόμενου «δημοσιονομικού χρήματος», ενός παράλληλου χρήματος που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την πληρωμή φόρων στο ιταλικό κράτος.
Αυτό είναι τεχνητά δυνατό. Θα δημιουργούσε αναμφίβολα υστερία στη Βόρεια Ευρώπη, από την στιγμή που θα εξάλειφε το μονοπώλιο της ΕΚΤ στην νομισματική πολιτική. Αλλά και μόνο το γεγονός ότι συζητείται μια τόσο ριζοσπαστική ιδέα καταδεικνύει το μέγεθος της απογοήτευσης σε μια τόσο μεγάλη και σημαντική χώρα.
Μέχρι η ευρωζώνη να καταφέρει να δημιουργήσει ευημερία για μεγάλα στρώματα του πληθυσμού, θα παραμένει ευάλωτη στις πολιτικές αναταράξεις. Οι αδυναμίες στο σύστημα, σε συνδυασμό με την ανικανότητα των δημοκρατικών πολιτικών διαδικασιών στο μόνο επίπεδο που έχουν πραγματικά σημασία (το εθνικό), παραμένουν μια συνταγή για ενίσχυση του λαϊκισμού και αστάθεια.
Η Ιταλία, όπως πολλοί επισημαίνουν, είναι πολύ μεγάλη για να αποτύχει και πολύ μεγάλη για να διασωθεί. Αλλά οι ψηφοφόροι της έχουν μετακινηθεί από τον φιλοευρωπαϊσμό στον ευρωσκεπτικισμό.
Είτε σας αρέσει είτε όχι, τα ρίσκα για περαιτέρω αναταραχές είναι μεγάλα.
Πηγή Πληροφοριών: Financial Times, Euro2day.gr