Μακρύς και ανηφορικός θα είναι
ο δρόμος που θα οδηγήσει στο
τέλος της υπερφορολόγησης στην Ελλάδα.
Όπως αναφέρει η εφημερίδα “Καθημερινή”, τα μέτρα που ενεργοποίησε
τόσο για τα φυσικά πρόσωπα όσο και για τις επιχειρήσεις φέρνουν πιο κοντά την Ελλάδα στο μέσο όρο της Ευρώπης και των χωρών –μελών του ΟΟΣΑ,
ωστόσο η απόσταση παραμένει μεγάλη. Όσον αφορά τις επιχειρήσεις για τις οποίες ελήφθησαν και τα γενναιότερα μέτρα, η Ελλάδα θα παραμείνει για το 2020 πέντε
ποσοστιαίες μονάδες από τον
ευρωπαϊκό μέσο όρο, αλλά
τουλάχιστον θα “πιάσει“ τον
μέσο όρο του ΟΟΣΑ.
Στα φυσικά πρόσωπα, η
νέα φορολογική κλίμακα, η μείωση
της εισφοράς αλληλεγγύης (εφόσον
προχωρήσει) και το ψαλίδισμα της
ασφαλιστικής εισφοράς, θα μειώσει τον
συντελεστή κρατήσεων κατά περίπου μισή ποσοστιαία μονάδα, αλλά η Ελλάδα θα παραμείνει
( για έναν εργαζόμενο με 2 παιδιά) μία από τις 7-8 ώρες με τη χειρότερη αντιμετώπιση της μισθωτής απασχόλησης στον ΟΟΣΑ (σσ. η χώρα μας βρίσκεται στην 4η
θέση).Επιπλέον η Ελλάδα θα εξακολουθήσει να εφαρμόζει εάν από τους 4-5 υψηλότερους ανώτατους συντελεστές στην
Ευρώπη , αποθαρρύνοντας τη δημιουργία καλά αμειβομένων νέων θέσεων
εργασίας όπως επίσης θα διατηρήσει και
έναν από τους υψηλότερους συντελεστές
στην Ευρώπη.
Φόρος επιχειρήσεων
Με τη μείωση του συντελεστή φορολόγησης
των επιχειρήσεων στο 24%, η Ελλάδα θα κινείται λίγο
υψηλότερα από τον μέσο όρο των χωρών μελών του ΟΟΣΑ
αλλά και τον παγκόσμιο μέσο όρο.
Ο πρώτος
διαμορφώνεται στο 23,35% και ο δεύτερος στο 23,79%. Ωστόσο η
χώρα εξακολουθεί να φορολογεί τις επιχειρήσεις με υψηλότερο
συντελεστή από τον μέσο
ευρωπαϊκό όρο , ο οποίος
διαμορφώνεται στο 19,35% ή και με τον μέσο όρο των χωρών –μελών
της ΕΕ που ανέρχεται στο 21,2% .
Για να “πιάσει” η
Ελλάδα το μέσο ευρωπαϊκό επίπεδο θα χρειαστεί να προχωρήσει η κυβέρνηση
και στη δεύτερη μείωση που έχει
εξαγγελθεί, με την οποία ο συντελεστής θα περιοριστεί από το 24% που είναι σήμερα, στο 20%. Με το 24% θα που θα ισχύσει για τα κέρδη του 2019 , η
Ελλάδα βελτιώνει αισθητά τη θέση της
αλλά εξακολουθεί να υστερεί στον φορολογικό ανταγωνισμό ειδικά συγκριτικά με τις γύρω χώρες. Στην Αλβανία εφαρμόζεται συντελεστής
15% , στη Βουλγαρία 10%,σ την
Κύπρο 12,5%, στη Βόρεια Μακεδονία 10% ,σ την Ρουμανία 16%
και στην Τουρκία 22%.
Κρατήσεις μισθών
Το 2018 ένας
οικογενειάρχης με 2 παιδιά έπρεπε
να αποδώσει στο Δημόσιο το 37,9%
του ετήσιου εισοδήματος του σε
φόρους και ασφαλιστικές εισφορές και
αυτό ήταν το
τέταρτο υψηλότερο ποσοστό
μεταξύ των χωρών –μελών του
ΟΟΣΑ καθώς μας ξεπερνούσε μόνο η Γαλλία
(με 39,4%) ,η Ιταλία (με 38,7%) και η Φινλανδία
(με 38,1%). Για το 2020 αναμένεται να
υποχωρήσουμε στη σχετική κατάταξη καθώς:
-Μειώνεται φόρος εισοδήματος για τον
οικογενειάρχη με τα δύο παιδιά.
-Αναμένεται να μειωθεί
ή και να μηδενιστεί η εισφορά
αλληλεγγύης για όποιον αμείβεται με αποδοχές της τάξεως των 20.000 ευρώ
ετησίως.
-Μειώνεται (από τον Ιούλιο) κατά μισή ποσοστιαία
μονάδα οι ασφαλιστικές εισφορές
για τον εργαζόμενο ( και περίπου άλλο τόσο
για τον εργοδότη).
Με τις τρεις αυτές αλλαγές
, ο συντελεστής κρατήσεων θα μειωθεί
κατά τουλάχιστον 1-1,1 ποσοστιαία
μονάδα. Ο ΟΟΣΑ κάνει τους υπολογισμούς του με βάση έναν μισθωτό
ο οποίος έχει δύο παιδιά και η
σύζυγος του οποίου δεν έχει εισόδημα. Οι μέσες αποδοχές για αυτήν
την κατηγορία πολιτών ανέρχονται περίπου στις
23.350 ευρώ σε ετήσια βάση. Οι
συνολικές κρατήσεις για το 2019 (εισφορά αλληλεγγύης, φόρος εισοδήματος
και ασφαλιστικές εισφορές εργοδότη και εργαζομένου αφαιρουμένου του επιδόματος τέκνων) ήταν 11.444 ευρώ δηλαδή περίπου
το 38% -39% του εργοδοτικού
κόστος.
Για το 2020
Για το 2020 με τη νέα φορολογική κλίμακα , την πρόβλεψη ότι η εισφορά αλληλεγγύης θα μηδενιστεί
για τον συγκεκριμένο φορολογούμενο
και ότι οι ασφαλιστικές κρατήσεις εργοδότη
και εργαζόμενου θα μειωθούν κατά
0,9%, οι κρατήσεις θα περιοριστούν στις 11.015 ευρώ με
τον συντελεστή κρατήσεων να
περιορίζεται στο 37%-38%.Έτσι δημιουργούνται οι προϋποθέσεις η Ελλάδα να πέσει από την 4η υψηλότερη θέση, ακόμη και στην 7η ή στην 8η θέση με βάση τα στοιχεία του 2020. Και πάλι όμως η Ελλάδα θα παραμείνει πολύ υψηλότερα (τουλάχιστον 10 ποσοστιαίες μονάδες ) από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ ο οποίος με βάση τα δεδομένα του 2018 βρίσκεται στο 26,6%, σύμφωνα με την εφημερίδα “Kαθημερινή”.