Νέες διευκρινίσεις περί αξιοποίησης παράλληλου χρόνου ασφάλισης καθώς και χρόνου παράλληλης απασχόλησης δίνει με εγκύκλιο του το υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων.
Αναλυτικά:
Α. Παράγραφοι 1-4
Στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 36Α άρθρου 36Α προσδιορίζονται εννοιολογικά οι χρόνοι παράλληλης ασφάλισης και παράλληλης απασχόλησης. Ειδικότερα:
Παράγραφος 1
Σύμφωνα με την παράγραφο 1 του κοινοποιούμενου άρθρου, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 4387/2016, όπως ισχύει, «εννοιολογικοί προσδιορισμοί», η παράλληλη ασφάλιση αναφέρεται στα χρονικά διαστήματα που έχουν διανυθεί έως τις 31.12.2016 σε δύο ή περισσότερους ασφαλιστικούς φορείς που εντάχθηκαν στον e-ΕΦΚΑ λόγω παροχής μισθωτής εργασίας ή λόγω άσκησης εκ παραλλήλου μισθωτής και αυτοτελούς ή ελεύθερου επαγγέλματος ή αγροτικής απασχόλησης, για τα οποία έχουν καταβληθεί οι αναλογούσες ασφαλιστικές εισφορές σε κάθε ένα ενταχθέντα φορέα. Τα χρονικά αυτά διαστήματα θεωρούνται διακριτοί, αυτοτελείς χρόνοι κύριας ασφάλισης.
Παράγραφος 2
Σύμφωνα με την παράγραφο 2, μετά τη λειτουργία του e-ΕΦΚΑ από 1.1.2017 και εφεξής δεν υφίσταται πλέον παράλληλη ασφάλιση, εφόσον υπάρχει μόνο ένας Φορέας Κύριας Ασφάλισης αλλά μόνο παράλληλη απασχόληση για τα χρονικά διαστήματα για τα οποία έχουν καταβληθεί περισσότερες της μιας ασφαλιστικές εισφορές στον e-ΕΦΚΑ. Τα διαστήματα αυτά θεωρούνται ως ένας ενιαίος χρόνος ασφάλισης για κύρια σύνταξη. Τα ανωτέρω προκύπτουν συνδυαστικά από τις κοινοποιούμενες διατάξεις και από αυτές του άρθρου 2 του ν. 4387/2016, όπως ισχύει, σύμφωνα με τις οποίες μετά την 1.1.2017 υφίσταται μόνο η έννοια της παράλληλης απασχόλησης, κατά τη διάρκεια της οποίας καταβάλλονται στον Ενιαίο Φορέα Ασφάλισης περισσότερες της μίας ασφαλιστικές εισφορές (πολλαπλή καταβολή εισφορών) για την εκ παραλλήλου άσκηση:
α) μισθωτής εργασίας σε περισσότερους του ενός εργοδότες ή
β) μισθωτής εργασίας και αυτοτελούς ή ελεύθερου επαγγέλματος ή αγροτικής απασχόλησης και
γ) αυτοτελούς και ελεύθερου επαγγέλματος ή αγροτικού επαγγέλματος.
Παράγραφος 3
Σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής το χρονικό διάστημα παράλληλης απασχόλησης που έχει διανυθεί στην ασφάλιση του e-ΕΦΚΑ μετά την 1.1.2017 προσμετράται, κατ’ επιλογή του ασφαλισμένου, στον ασφαλιστικό χρόνο ενός από τους ενταχθέντες στον e-ΕΦΚΑ φορείς στον οποίο έχουν καταβληθεί ασφαλιστικές εισφορές προκειμένου για τη θεμελίωση αυτοτελούς συνταξιοδοτικού δικαιώματος. Το δικαίωμα αυτό ασκείται κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης για απονομή κύριας σύνταξης.
Παράγραφος 4
Περίπτωση α
Ο τρόπος υπολογισμού της κύριας σύνταξης καθορίζεται από τις διατάξεις της περίπτωσης α) της παραγράφου 4. Συγκεκριμένα, ο χρόνος ασφάλισης μέχρι 31.12.2016 στον ενταχθέντα στον e-ΕΦΚΑ φορέα καθώς και χρόνος ασφάλισης που έχει διανυθεί από την 1.1.2017 και εντεύθεν, με τον οποίο θεμελιώνεται το συνταξιοδοτικό δικαίωμα, λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της εθνικής και ανταποδοτικής σύνταξης σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 8 και 28 του ν. 4387/2016 όπως ισχύουν με τις διατάξεις των άρθρων 24 και 28 του ν. 4670/2020. Για το χρόνο ασφάλισης έως 31.12.2016 στον άλλο φορέα που δεν έχει ληφθεί υπόψη για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, χορηγείται επιπλέον παροχή για κάθε έτος που έχει καταβληθεί επιπλέον εισφορά, η οποία υπολογίζεται με ετήσιο ποσοστό αναπλήρωσης 0,075% για καθεμία ποσοστιαία μονάδα (1%) επιπλέον εισφοράς. Ο συντάξιμος μισθός σε αυτή την περίπτωση προκύπτει λαμβάνοντας υπόψη τη βάση υπολογισμού της επιπλέον εισφοράς.
Περίπτωση β – Επικουρική σύνταξη και εφάπαξ παροχή
Σύμφωνα με τις διατάξεις της περίπτωσης β της παραγράφου 4, για τον υπολογισμό της επικουρικής σύνταξης καθώς και της εφάπαξ παροχής, στις περιπτώσεις παράλληλης ασφάλισης και παράλληλης απασχόλησης, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 96 και 35 αντίστοιχα του ν. 4387/2016, όπως ισχύουν. Ειδικότερα:
1. Επικουρική σύνταξη
Σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 96 του ν. 4387/2016, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 44 του ν. 4670/2020, η επικουρική σύνταξη για όσους συνταξιοδοτούνται από 1.1.2015 και μετά αποτελείται από το άθροισμα δύο τμημάτων:
α) το τμήμα σύνταξης (Α) που αντιστοιχεί στο χρόνο ασφάλισης έως 31.12.2014, το οποίο υπολογίζεται με βάση ποσοστό αναπλήρωσης 0,45% επί των συνταξίμων αποδοχών κάθε ασφαλισμένου που υπεβλήθησαν σε εισφορές υπέρ επικουρικής ασφάλισης, επί τα έτη ασφάλισης. Σε περίπτωση δε καταβολής συνολικής ασφαλιστικής εισφοράς πέραν του 6%, το τμήμα αυτό προσαυξάνεται σε ποσοστό 0,075% για κάθε επιπλέον μονάδα (1%) εισφοράς επί του συντάξιμου μισθού που καταβλήθηκε, με ανάλογη εφαρμογή της παρ. 1 του άρθρου 30 του ν. 4387/2016.
β) το τμήμα σύνταξης (Β) που αντιστοιχεί στο χρόνο ασφάλισης από 1.1.2015 και εφεξής, το οποίο υπολογίζεται σύμφωνα με το διανεμητικό σύστημα καθορισμένων εισφορών με νοητή κεφαλαιοποίηση (NDC), λαμβάνοντας υπόψη το ύψος των συσσωρευμένων εισφορών στην ατομική μερίδα του ασφαλισμένου και το προσδόκιμο ζωής κατά τη συνταξιοδότηση.