Διψήφιο ποσοστό αύξησης των επενδύσεων αναμένεται να έχει η Ελλάδα το 2018 και το 2019, αναφέρει το υπουργείο Οικονομίας, επικαλούμενο σχετικές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Όπως αναφέρεται στο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων Μαρτίου – Απριλίου 2018 του υπουργείου Οικονομίας, ο υψηλός ρυθμός αύξησης των επενδύσεων το 2017 (9,6% σε ετήσια βάση έναντι εκτίμησης 5% στον Προϋπολογισμό 2018) εκτιμάται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ότι θα συνεχιστεί φέτος και το επόμενο έτος με διψήφιους ρυθμούς μεταβολής.
Τον Αύγουστο του 2018 ολοκληρώνεται το τρέχον Πρόγραμμα
Οικονομικής Προσαρμογής και η Ελλάδα βγαίνει από τα Μνημόνια και τη στενή
επιτήρηση των πιστωτών έχοντας επιτύχει διόρθωση των μακροοικονομικών
ανισορροπιών (δημοσιονομικό και εξωτερικό ισοζύγιο), με ενισχυμένη την
εμπιστοσύνη των αγορών και με προοπτικές διατήρησης μεσοπρόθεσμα αξιοσημείωτων
ρυθμών ανάπτυξης (οι προβλέψεις κυμαίνονται γύρω στο 1,9-2,3%), αναφέρεται.
“Η ελληνική οικονομία έχει αρχίσει να συγκλίνει με την
ευρωπαϊκή, τόσο σε όρους δυναμικής ανάπτυξης (η διαφορά των ρυθμών αύξησης του
ΑΕΠ σταθερά μειώνεται), όσο και σε όρους κοινωνικής σταθερότητας, καθώς η
διαφορά Ελλάδας-Ευρωζώνης στο ποσοστό ανεργίας βρίσκεται σε συνεχή και
επιταχυνόμενη κάμψη στέλνοντας μηνύματα αισιοδοξίας για τη μεταμνημονιακή
εποχή”,σημειώνει το δελτίο.
«Θα πρέπει, ωστόσο, να επισημάνουμε», τονίζει το δελτίο «και
τις μεγάλες δυσκολίες και κινδύνους που κρύβει η περίοδος που ανοίγεται μπροστά
μας, δεδομένου ότι εξυφαίνονται και εξωγενείς αντίρροπες δυνάμεις ικανές να
μεταστρέψουν το θετικό κλίμα και μομέντουμ της παγκόσμιας οικονομίας και να
δημιουργήσουν νέα προβλήματα στην ελληνική πέραν της γεωπολιτικής κρίσης με τη
Τουρκία και το προσφυγικό ζήτημα”.
Οι κίνδυνοι αυτοί, σύμφωνα με το υπουργείο Οικονομίας, είναι οι εξής: “Η αύξηση των επιτοκίων και οι εμπορικοί δασμοί
που υψώνονται στις ΗΠΑ, η ακύρωση της πυρηνικής συμφωνίας με το Ιράν και η
συνακόλουθη αύξηση των τιμών πετρελαίου λόγω κυρώσεων, η επιβράδυνση της
οικονομικής μεγέθυνσης στην ΕΕ και η διαφαινόμενη υπερτίμηση των
χρηματιστηριακών αγορών (βλέπε ΕΚΤ, ΔΝΤ) αποτελούν ένα επικίνδυνο μείγμα
αστάθμητων παραγόντων που εντείνουν την αβεβαιότητα και την αποφυγή ρίσκου των
επενδυτών με συνέπεια πολλά κεφάλαια να φεύγουν από τις αναδυόμενες οικονομίες
προκαλώντας την άνοδο του δολαρίου και ενδεχομένως μία νέα κρίση χρέους. Είναι αυτοί ακριβώς οι υπαρκτοί κίνδυνοι που δεν επιτρέπουν
κανέναν εφησυχασμό στη μεταμνημονιακή εποχή».
Η εκτίμηση για τον υψηλό ρυθμό αύξησης των επενδύσεων και το 2018 βασίζεται:
– Στην επίδραση της επικείμενης εκκαθάρισης ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα, ύψους 3,5 δισ. ευρώ έως τον Αύγουστο του 2018, γεγονός που αναμένεται να δώσει ώθηση στις επενδύσεις (και στην ιδιωτική κατανάλωση) του δεύτε- ρου εξαμήνου. Σύμφωνα με σχετική εμπειρική μελέτη των ΔΝΤ/ΕΚΤ (22-1-2015),εκτιμάται ότι από 1% του ΑΕΠ μείωση των ληξιπρόθεσμων θα προκληθεί αύξηση 0,6%- 0,9% του ΑΕΠ.
– Στα 3,5 δισ. ευρώ δημοσιονομικού χώρου που σύμφωνα με το υπό κατάρτιση ΜΠΣ θα δημιουργηθεί μετά το 2018, που θα ενισχύσουν τις προοπτικές της οικονομίας είτε μέσω μείωσης των φορολογικών συντελεστών ή μέσω άλλων τρόπων ελάφρυνσης της πραγματικής οικονομίας,
– στην Αναπτυξιακή Στρατηγική που περιλαμβάνει σχεδιασμό για: υποδομές, βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, ενίσχυση των εξαγωγικών δυνατοτήτων της χώρας, προσέλκυση ξένων επενδύσεων, δημιουργία περισσότερων θέσεων εργασίας, ενίσχυση στρατηγικών τομέων της οικονομίας και ανάπτυξη νεοφυών και ΜμΕ επιχειρήσεων,
– στη σταδιακή αύξηση της καθαρής επενδυτικής θέσης των νοικοκυριών και επιχειρήσεων και στην αύξηση των καταθέσεων τους που ήδη από 119 δισ. ευρώ τον Απρίλιο 2017 ανήλθαν σε 126 δισ. το Μάρτιο 2018,
– στη σταδιακή αύξηση της χρηματοδότησης προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα, όπως φαίνεται από τα στοιχεία της τράπεζας της Ελλάδος (+225 εκατ. τον Μάρτιο),
– στη ταχύτερη του στόχου μείωση των «κόκκινων δανείων»3 και στην εκκαθάριση των μη βιώσιμων επιχειρήσεων, η οποία αναμένεται να διευκολύνει τις συνθήκες χρηματοδότησης των βιώσιμων,
– στη σταδιακή άρση των capital controls βάσει βημάτων χαλάρωσης, τα οποία έχουν περιγραφεί στον οδικό χάρτη που έχει συμφωνήσει η Τράπεζα Ελλάδος μέσα σε χρονικά όρια που εξαρτώνται από το βαθμό εκπλήρωσης συγκεκριμένων προϋποθέσεων,
– στο ότι τα προ-κρίσης επίπεδα επενδύσεων ήταν στο 20% του ΑΕΠ ενώ το 2014 έπεσαν στο 11,4% και σήμερα παραμένουν στο 12,5%, γεγονός που υποδεικνύει τα σημαντικά περιθώρια επαναφοράς του λόγου των επενδύσεων προς το ΑΕΠ στη μακροχρόνια τάση μέχρι τη σταδιακή μείωση του επενδυτικού κενού,
– στην πρόοδο των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων η οποία είναι ενθαρρυντική
– στα στοιχεία χρηματοδότησης από την ΕΤΕπ (ΕΙΒ) και την ΕΤΑΑ (EBRD), τα οποία για το 2018 εμφανίζονται ιδιαίτερα ενθαρρυντικά, με χρηματοδότηση 2 δισ. ευρώ ήδη στο πρώτο τετράμηνο του έτους έναντι αντίστοιχης περσινής χρηματοδότησης για το σύνολο του έτους,
– και στη βελτίωση του επενδυτικού κλίματος.
Σχετικά με τον δημόσιο τομέα, στο δελτίο σημειώνεται ότι το πρόβλημα δεν είναι το μέγεθος, καθώς αυτό δεν είναι υψηλό σε σχέση με τα δεδομένα των χωρών του ΟΟΣΑ, αλλά η αποτελεσματικότητά του. Ειδικότερα, αναφέρει:
«Το ζητούμενο για την ελληνική οικονομία δεν είναι το μέγεθος του δημόσιου τομέα αλλά η παραγωγικότητα και η ορθολογική κατανομή των πόρων του (ανθρώπινων και μη), η διαφάνεια και ο έλεγχος της χρήσης τους, η λειτουργική ρύθμιση και εποπτεία των αγορών, με δύο λόγια η αποτελεσματικότητα και αξιοπιστία του. Κι εδώ τα προβλήματα είναι σημαντικά και η μεταρρύθμιση κάτι παραπάνω από αναγκαία, με την παραγωγική αναδιάρθρωση να περιλαμβάνει αναγκαστικά τη δημόσια διοίκηση και το κράτος συνολικά. Εξέλιξη αναπότρεπτη όσο και χρονοβόρα, λαμβανομένου υπόψη ότι η επιζητούμενη αναδιάρθρωση αφορά ένα πελατειακό κράτος δεκαετιών» όπως σημειώνεται.