Βουλή: Τι αναφέρει το νέο προσχέδιο προϋπολογισμού για ανάπτυξη, πληθωρισμό και μέτρα στήριξης

Βουλή

Tο προσχέδιο για τον κρατικό προϋπολογισμό του 2025 κατέθεσε στη Βουλή το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών με το βλέμμα στραμμένο στις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή.

Στο προσχέδιο προβλέπεται ρυθμός ανάπτυξης στο 2,2% για το 2024 (από 2,5% που ήταν η αρχική εκτίμηση) και στο 2,3% το 2025 ( από 2,6% που ήταν η αρχική εκτίμηση). Παράλληλα επισημαίνεται πως το ΑΕΠ σε ονομαστικούς όρους το 2025 αναμένεται να αυξηθεί κατά περίπου 10 δισ. ευρώ και ο λόγος του χρέους της Γενικής Κυβέρνησης προς το ΑΕΠ να μειωθεί κατά 4,6 ποσοστιαίες μονάδες.

Επίσης το προσχέδιο προϋπολογισμού  περιλαμβάνει δημοσιονομικές παρεμβάσεις και μέτρα στήριξης ύψους 1,84 δισ. ευρώ για το 2024 και το 2025.

 Τα βασικά σημεία του προσχεδίου του νέου κρατικού προϋπολογισμού

«Το προσχέδιο του προϋπολογισμού 2025 κατατίθεται συγχρόνως με την υποβολή στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή του πρώτου Μεσοπρόθεσμου Δημοσιονομικού – Διαρθρωτικού Σχεδίου 2025 – 2028 (ΜΔΣ) που βασίζεται στο νέο ευρωπαϊκό πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης. Συνεπώς, τα μακροοικονομικά και δημοσιονομικά μεγέθη που αποτυπώνονται στο προσχέδιο βρίσκονται σε εναρμόνιση με τις εκτιμήσεις του ΜΔΣ.

Την τελευταία τριετία η παγκόσμια οικονομία αντιμετώπισε αλλεπάλληλες κρίσεις λόγω αλληλοσυνδεόμενων αναταραχών σε οικονομικό, κλιματικό και γεωπολιτικό επίπεδο. Παρά τα σημάδια ανάκαμψης, το διεθνές οικονομικό περιβάλλον χαρακτηρίζεται από αυξημένη αβεβαιότητα που συνδέεται με τις πρόσφατες γεωπολιτικές εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, τον παρατεταμένο πόλεμο στην Ουκρανία καθώς και με βραχυπρόθεσμους παράγοντες, όπως οι συσταλτικές νομισματικές πολιτικές και ο περιορισμός της δημοσιονομικής στήριξης διεθνώς μετά την πανδημία και την ενεργειακή κρίση, αλλά και με τις σημαντικές και επιταχυνόμενες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.

Σε αυτό το δυσμενές και αβέβαιο διεθνές περιβάλλον η ελληνική οικονομία αποδεικνύεται ανθεκτική. Ο ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται να ανέλθει σε 2,2% το 2024 και 2,3% το 2025 έναντι 0,8% και 1,4%, αντίστοιχα, που εκτιμάται για την Ευρωζώνη, με βάση τις εαρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Οι επενδύσεις αναμένεται να αυξηθούν κατά 6,7% το 2024 και 8,4% το 2025 και το ποσοστό ανεργίας να μειωθεί από 10,3% το 2024 σε 9,7% το 2025. Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) σε ονομαστικούς όρους το 2025 αναμένεται να αυξηθεί κατά περίπου 10 δισ. ευρώ και ο λόγος του χρέους της Γενικής Κυβέρνησης προς το ΑΕΠ να μειωθεί κατά 4,6 ποσοστιαίες μονάδες. Ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή (ΔΤΚ) εκτιμάται σε 2,7% το 2024 και αναμένεται να αποκλιμακωθεί περαιτέρω σε 2,1% το 2025.

Στο προσχέδιο του προϋπολογισμού 2025 περιλαμβάνεται το σύνολο των παρεμβάσεων που έχουν ανακοινωθεί, συμπεριλαμβανομένων όσων παρουσιάστηκαν στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης. Τα νέα μόνιμα δημοσιονομικά μέτρα που επηρεάζουν τον τακτικό προϋπολογισμό επιφέρουν επιπλέον δημοσιονομικό κόστος το 2025 σε σχέση με το 2024, ύψους 1,1 δισ. ευρώ, ενώ πλήθος άλλων παρεμβάσεων χρηματοδοτείται από πόρους του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) και του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ). Σε αυτό το πλαίσιο, οι επενδυτικές δαπάνες αναμένεται να αυξηθούν από 13,1 δισ. ευρώ το 2024 σε 14,3 δισ. ευρώ το 2025, πλέον των πόρων του δανειακού σκέλους του ΤΑΑ.

Οι νέες δημοσιονομικές παρεμβάσεις, που συμπληρώνονται από σειρά θεσμικών μέτρων, εστιάζουν στη στήριξη του διαθέσιμου εισοδήματος, στην ενίσχυση των επενδύσεων και της καινοτομίας, στην αντιμετώπιση του δημογραφικού και του στεγαστικού ζητήματος καθώς και στην αντιμετώπιση των προκλήσεων της κλιματικής αλλαγής. Οι παρεμβάσεις είναι εντός των δημοσιονομικών στόχων που τίθενται στο ΜΔΣ, καθώς προβλέπεται αύξηση των καθαρών πρωτογενών δαπανών κατά 3,6% το 2025 σε σχέση με το 2024, ενώ ο σχετικός στόχος ανέρχεται σε αύξηση δαπανών έως 3,7%. Σε αυτό το πλαίσιο το πρωτογενές αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης αναμένεται να διαμορφωθεί σε 2,4% το 2024 και 2,5% το 2025 και το συνολικό αποτέλεσμα σε -1,0% το 2024 και -0,6% το 2025.

Ο προϋπολογισμός του 2025 καλείται να συγκεράσει τον στόχο της δημοσιονομικής σταθερότητας με την ανάγκη για αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των πολιτών καθώς και την αντιμετώπιση των σύγχρονων προκλήσεων, όπως είναι το δημογραφικό και το στεγαστικό πρόβλημα, η κλιματική κρίση, αλλά και να καλύψει τις αναγκαίες δαπάνες για την ενίσχυση της Εθνικής Άμυνας. Στόχος είναι η διασφάλιση της ισχυρής ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, η περαιτέρω αναβάθμιση του αξιόχρεου της χώρας και η ευημερία των πολιτών, για την επίτευξη του οποίου απαιτείται η διοχέτευση των πεπερασμένων δημοσιονομικών πόρων με τη μέγιστη δυνατή οικονομική και κοινωνική αποτελεσματικότητα.

Μακροοικονομικές εξελίξεις

Η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας αποδεικνύεται ανθεκτική, με κινητήριο μοχλό τις επενδύσεις, την ιδιωτική κατανάλωση καθώς και τις εξαγωγές, επιτυγχάνοντας έναν από τους υψηλότερους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης μεταξύ των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Ειδικότερα, το 2ο τρίμηνο του 2024, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας (Eurostat) 1 , το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) της Ελλάδας παρουσίασε καλύτερη δυναμική σε σύγκριση με τα άλλα κράτη – μέλη της ΕΕ και ο ρυθμός αύξησης διαμορφώθηκε σε 2,3%. Η υψηλή αυτή απόδοση κατέταξε την Ελλάδα στην έβδομη θέση των χωρών της ΕΕ και στην πέμπτη θέση της Ευρωζώνης, όπως αποτυπώνεται στο Διάγραμμα 1.1 . και σε σημαντικά υψηλότερο επίπεδο τόσο από τον μέσο όρο της ΕΕ όσο και από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (0,8% και 0,6%, αντίστοιχα). Την ίδια χρονική περίοδο αρκετές χώρες της Ευρωζώνης βρίσκονται σε καθεστώς ύφεσης (Ολλανδία, Εσθονία, Φινλανδία, Αυστρία, Ιρλανδία), με την Ιρλανδία να συνεχίζει να διανύει τη μεγαλύτερη μείωση του ΑΕΠ της (-4,1%), ενώ χώρες όπως η Γερμανία, η Σουηδία και το Λουξεμβούργο αναπτύσσονται με αναιμικούς ρυθμούς.

Ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, για το σύνολο του έτους 2024, εκτιμάται ότι θα ανέλθει στο 2,2%, ποσοστό το οποίο συμφωνεί και με τη σχετική πρόβλεψη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις εαρινές οικονομικές προβλέψεις 2 . Σε αυτή την εξέλιξη αναμένεται να συμβάλουν οι επενδύσεις με αύξηση κατά 6,7%, η ιδιωτική κατανάλωση με αύξηση 1,7% αλλά και οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών με αύξηση 4,2%.

Η αγορά εργασίας εξακολουθεί να αναπτύσσεται και την περίοδο Ιανουαρίου – Αυγούστου 2024, με την απασχόληση να αυξάνεται κατά 1,7% έναντι της αντίστοιχης περιόδου του έτους 2023. Σύμφωνα με το ισοζύγιο μισθωτής απασχόλησης του συστήματος ΕΡΓΑΝΗ, το πρώτο εξάμηνο του έτους 2024 δημιουργήθηκαν 339.208 νέες θέσεις εργασίας έναντι 304.918 το 2023, αποτελώντας την υψηλότερη επίδοση πρώτου εξαμήνου έτους, από το 2001 μέχρι σήμερα. Το ποσοστό ανεργίας κατά το 2ο τρίμηνο διαμορφώθηκε σε 9,8%, υποχωρώντας τόσο σε σχέση με το ποσοστό 12,1% του 1ου τριμήνου όσο και με το ποσοστό 11,2% του αντίστοιχου τριμήνου του προηγούμενου έτους. Σημειώνεται ότι το ανωτέρω μονοψήφιο ποσοστό 9,8% συνιστά το χαμηλότερο
ποσοστό ανεργίας από το 4ο τρίμηνο του 2009. Σε αυτή την εξέλιξη συνέβαλαν τα μέτρα πολιτικής και οι μεταρρυθμίσεις που υιοθετήθηκαν, όπως η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και κατά συνέπεια του μη μισθολογικού κόστους, η δυνατότητα εργασίας των συνταξιούχων με ευνοϊκότερους πλέον όρους, αλλά και οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, με την αύξηση των παραγωγικών επενδύσεων, που είχαν ως αποτέλεσμα την αύξηση της ζήτησης εργασίας εκ μέρους των επιχειρήσεων. Σημειώνεται ότι από το 2019 και έπειτα το
επίπεδο των μισθών έχει αυξηθεί σημαντικά, καθώς ο κατώτατος μισθός έχει καταγράψει αύξηση της τάξης του 27,7%. Η αύξηση του κατώτατου μισθού (η οποία συμπαρασύρει και τον μέσο μισθό) συμβάλλει επίσης στην αντιμετώπιση ζητημάτων έλλειψης προσφοράς εργατικού δυναμικού σε ορισμένους τομείς, όπως το λιανικό εμπόριο, η γεωργία, οι κατασκευές και ο τουρισμός, ενώ
παράλληλα ενισχύει τη συμμετοχή στην αγορά εργασίας.

Είναι ενδεικτικό ότι σύμφωνα με τις εαρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι αμοιβές εξαρτημένης εργασίας αναμένεται να αυξηθούν το 2024 κατά 5,2% και οι αμοιβές ανά εργαζόμενο κατά 4,3% (έναντι 3,8% και 2,8%, αντιστοίχως, που ήταν οι προβλέψεις στον προϋπολογισμό 2024). Τα ανωτέρω ποσοστά, όπως αναμένεται να διαμορφωθούν, είναι σημαντικά υψηλότερα του πληθωρισμού (2,7%) και αντικατοπτρίζουν την ενίσχυση του πραγματικού εισοδήματος των εργαζόμενων. Η μεταβολή του Εν.ΔΤΚ (Eurostat) στην Ελλάδα, την περίοδο Ιανουαρίου – Αυγούστου 2024, υποχώρησε σε 3,0% από 4,7% την αντίστοιχη περίοδο του 2023. Ο μέσος όρος μεταβολής του Εν.ΔΤΚ στην Ευρωζώνη υποχώρησε σημαντικά και διαμορφώθηκε την περίοδο Ιανουαρίου – Αυγούστου 2024 στο 2,5% από 6,6% ένα έτος πριν.

Όσον αφορά στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, βάσει των στοιχείων της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) σε τρέχουσες τιμές, το 2023 βελτιώθηκε σημαντικά και το έλλειμμά του διαμορφώθηκε σε 6,3% του ΑΕΠ έναντι 10,3% του ΑΕΠ το 2022. Λαμβανομένης υπόψη της παρούσας συγκυρίας, η οποία εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από αστάθεια και πρωτοφανείς πολυεπίπεδες κρίσεις σε διεθνές και περιφερειακό επίπεδο, οι επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας επιβεβαιώνουν την πρόοδό της, η οποία αναγνωρίζεται από όλους τους μεγάλους διεθνείς οργανισμούς και χαρακτηρίζεται από ορθολογικό σχεδιασμό, εξωστρέφεια και συνέχιση των μεταρρυθμίσεων οι οποίες ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.

Σε αυτή την κατεύθυνση, η αναβάθμιση του αξιόχρεου της χώρας στην επενδυτική βαθμίδα από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης έχει ως αποτέλεσμα την ενίσχυση του κύρους και της αξιοπιστίας της μετά τις διαδοχικές αναβαθμίσεις της ελληνικής οικονομίας την τελευταία πενταετία. Το επίτευγμα αυτό, σε συνδυασμό με τις θετικές προοπτικές που ήδη αποδίδουν οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης στην Ελλάδα, καταδεικνύει την ανθεκτικότητα της οικονομίας σε συνθήκες αυξημένης αβεβαιότητας και την εδραίωση Μακροοικονομικές προβλέψεις το 2025.

Η παγκόσμια οικονομία αποδείχθηκε ανθεκτική, παρά τις προκλήσεις και τις περιοριστικές νομισματικές συνθήκες των δύο τελευταίων ετών, και φαίνεται να βρίσκεται σε τροχιά σταθεροποίησης. Ωστόσο, οι γεωπολιτικές εντάσεις, η κλιματική κρίση και τα υψηλά επιτόκια αποτελούν παράγοντες που επηρεάζουν τις προοπτικές ανάπτυξης σε παγκόσμιο επίπεδο. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις εαρινές οικονομικές προβλέψεις (Μάιος 2024) εκτιμά ρυθμό ανάπτυξης, για μεν την ΕΕ από 0,4% το 2023 σε 1,0% το 2024 και σε 1,6% το 2025, για δε την Ευρωζώνη από, επίσης, 0,4% το 2023 σε 0,8% το 2024 και σε 1,4% το 2025 ( Πίνακας 1.1 .). Σύμφωνα με τις ίδιες προβλέψεις, ο πληθωρισμός στην ΕΕ αναμένεται να υποχωρήσει σημαντικά σε 2,7% το 2024 και σε 2,2% το 2025 έναντι 6,4% το 2023. Στην Ευρωζώνη ο πληθωρισμός προβλέπεται να μειωθεί σε 2,5% το 2024 και σε 2,1% το 2025 έναντι 5,4% το 2023.

Με την εξασθένηση των κυκλικών παραγόντων που επιβάρυναν την παγκόσμια οικονομία την προηγούμενη περίοδο, το 2025 προβλέπεται στην Ελλάδα ρυθμός ανάπτυξης 2,3% (ο οποίος συμπίπτει με τις εαρινές οικονομικές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής), διατηρούμενος άνω του 2,0% για τρίτο συναπτό έτος, μετά την πλήρη ανάκτηση των απωλειών ΑΕΠ της πανδημίας το 2022 και με συνεχιζόμενη υπεραπόδοση έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου (1,4% για την Ευρωζώνη και 1,6% για την ΕΕ το 2025, σύμφωνα με τις εαρινές οικονομικές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής). Η υπεραπόδοση της ελληνικής οικονομίας αποτυπώνει την ταχεία πορεία σύγκλισης με την οικονομία της Ευρωζώνης, ως αποτέλεσμα της ακολουθούμενης οικονομικής πολιτικής των τελευταίων ετών, με κύριους μοχλούς και για το 2025 τις επενδύσεις, την ιδιωτική κατανάλωση και την εξαγωγική δραστηριότητα.

Ο εναρμονισμένος δείκτης πληθωρισμού το 2025 εκτιμάται ότι θα πλησιάσει σημαντικά τον μεσοπρόθεσμο στόχο της ΕΚΤ (+2,1%), καθώς οι υποκείμενες πιέσεις τιμών στα τρόφιμα και στην ενέργεια θα μετριάζονται περαιτέρω και ο πυρήνας πληθωρισμού θα εξομαλύνεται σε σχέση με το προηγούμενο διάστημα, κοντά στο επίπεδο που προβλέπεται για τον γενικό δείκτη (+2,2%).

Σε όρους Έρευνας Εργατικού Δυναμικού, η ανεργία προβλέπεται να μειωθεί το 2025, για πρώτη φορά από το 2009, σε μονοψήφιο ποσοστό 9,7% του εργατικού δυναμικού και ακόμα χαμηλότερα σε εθνικολογιστικούς όρους, σε 8,5% του εργατικού δυναμικού, επωφελούμενη από την εύρωστη εγχώρια οικονομική δραστηριότητα και από συνέργειες του ΠΔΕ και του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0» για την απασχόληση.

Αναφορικά με τον εξωτερικό τομέα, οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αναμένεται να αυξηθούν το 2025 κατά 4,0%, ταχύτερα από τις εισαγωγές που αναμένεται να αυξηθούν κατά 3,6%. Ο ρυθμός αύξησης των εξαγωγών αγαθών εκτιμάται σε 3,0%, συνδεόμενος με τη θετική μεταβολή της εξωτερικής ζήτησης και με την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών εξαγωγών. Η αύξηση των εισαγωγών αγαθών εκτιμάται σε 3,8%, σχετιζόμενη με τη σημαντική αύξηση των επενδύσεων και με τη διατήρηση του ρυθμού αύξησης της κατανάλωσης. Οι καθαρές εξαγωγές υπηρεσιών αναμένεται να έχουν θετική επίδραση στην ανάπτυξη (0,7% του ΑΕΠ), συνδεόμενες με τη ναυτιλία και τον τουρισμό. Το έλλειμμα του ονομαστικού ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών σε εθνικολογιστικούς όρους προβλέπεται να βελτιωθεί κάτω του 5% του ΑΕΠ το 2025.

 

 

 

Προϋπολογισμός Γενικής Κυβέρνησης

Το πρωτογενές αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης του έτους 2024, με βάση τη μεθοδολογία ESA, είχε προβλεφθεί στην εισηγητική έκθεση του προϋπολογισμού 2024 ότι θα διαμορφωθεί σε
πλεόνασμα ύψους 4.991 εκατ. ευρώ ή 2,1% του ΑΕΠ, ποσοστό αντίστοιχο με αυτό που είχε προβλεφθεί στο Πρόγραμμα Σταθερότητας του Απριλίου 2024. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της
εκτέλεσης του προϋπολογισμού, το πρωτογενές αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί σε πλεόνασμα ύψους 5.679 εκατ. ευρώ ή 2,4% του ΑΕΠ. Επισημαίνεται ότι το 2024 είναι το πρώτο έτος που έχει εφαρμογή το νέο ευρωπαϊκό πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης και τα μακροοικονομικά και δημοσιονομικά μεγέθη που αποτυπώνονται στο προσχέδιο, βρίσκονται σε εναρμόνιση με τις εκτιμήσεις του Μεσοπρόθεσμου Δημοσιονομικού – Διαρθρωτικού Σχεδίου 2025 – 2028 (ΜΔΣ).

Σε σχέση με τις προβλέψεις του προϋπολογισμού 2024 παρατηρείται αύξηση τόσο των καθαρών εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού (κατά 2,4 δισ. ευρώ) όσο και των δαπανών (κατά 1,6 δισ. ευρώ). Το συνολικό ισοζύγιο Γενικής Κυβέρνησης εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί σε συνολικό έλλειμμα 1,0% του ΑΕΠ, οριακά βελτιωμένο έναντι του ποσοστού 1,1%, που ήταν η πρόβλεψη στην εισηγητική έκθεση του προϋπολογισμού 2024.

Τα έσοδα από φόρους αναμένεται να ανέλθουν στο ύψος των 66.247 εκατ. ευρώ, αυξημένα κατά 3.288 εκατ. ευρώ ή 5,2% έναντι του στόχου του προϋπολογισμού 2024. Η αύξηση αυτή οφείλεται
κυρίως:

(α) στη μείωση της φοροδιαφυγής σε συνδυασμό με την αύξηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών (σημειώνεται ότι τα έσοδα από τον φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων εκτιμώνται υψηλότερα κατά 1,1 δισ. ευρώ και του ΦΠΑ κατά 0,87 δισ. ευρώ σε σχέση με τον προϋπολογισμό) και

(β) στην αύξηση των αμοιβών, γεγονός που επηρεάζει κυρίως τα έσοδα από τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων (αύξηση κατά 0,84 δισ. ευρώ σε σχέση με τον προϋπολογισμό).

Σημειώνεται ότι οι επιμέρους μακροοικονομικές μεταβλητές που επηρεάζουν τα έσοδα έχουν σχετικά μικρές διαφοροποιήσεις έναντι του προϋπολογισμού. Ειδικότερα, ο πληθωρισμός εκτιμάται για το 2024 σε 2,7% και ο ρυθμός αύξησης της πραγματικής ιδιωτικής κατανάλωσης σε 1,7% (έναντι 2,6% και 1,3%, αντίστοιχα, που ήταν οι εκτιμήσεις του προϋπολογισμού). Σημαντική είναι, ωστόσο, η αύξηση των αμοιβών εξαρτημένης εργασίας το 2024 που εκτιμάται σε 5,2% έναντι 3,8%, που ήταν η πρόβλεψη στον προϋπολογισμό 2024.

Οι συνολικές δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού για το έτος 2024 εκτιμάται ότι θα διαμορφωθούν σε 76.218 εκατ. ευρώ, αυξημένες κατά 1.586 εκατ. ευρώ σε σχέση με τον στόχο του προϋπολογισμού. Η αύξηση αυτή, όπως προκύπτει από την ανάλυση των δαπανών κατά μείζονα κατηγορία, οφείλεται κατά κύριο λόγο στην αύξηση των δαπανών του ΠΔΕ κατά 900 εκατ. ευρώ, των μεταβιβαστικών πληρωμών κατά 796 εκατ. ευρώ και των αγορών αγαθών και υπηρεσιών κατά 466 εκατ. ευρώ. Επιπλέον, παρατηρείται αύξηση των τόκων κατά 984 εκατ. ευρώ. Σύμφωνα με τις προβλέψεις για το έτος 2025, το πρωτογενές αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης σε δημοσιονομική βάση προβλέπεται να διαμορφωθεί σε πλεόνασμα ύψους 5.967 εκατ. ευρώ ή 2,5% του ΑΕΠ, αυξημένο σε σχέση με το Πρόγραμμα Σταθερότητας του Απριλίου 2024, στο οποίο είχε προβλεφθεί πλεόνασμα ύψους 5.027 εκατ. ευρώ ή 2,1% του ΑΕΠ.

Οι καθαρές εθνικά χρηματοδοτούμενες πρωτογενείς δαπάνες της Γενικής Κυβέρνησης, σύμφωνα με τον ορισμό του νέου ευρωπαϊκού πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης και του ΜΔΣ, αναμένεται να αυξηθούν κατά 3,6% το 2025 έναντι του 2024 (εκτιμώμενες καθαρές πρωτογενείς δαπάνες 100 δισ. ευρώ περίπου). Σημειώνεται ότι ο στόχος που τίθεται στο ΜΔΣ για το 2025 επιτρέπει την αύξηση των
καθαρών πρωτογενών δαπανών έως 3,7%.

Τα έσοδα από φόρους αναμένεται να ανέλθουν στο ύψος των 68.721 εκατ. ευρώ, αυξημένα κατά 2.474 εκατ. ευρώ ή 3,7% έναντι του 2024, κυρίως λόγω της προβλεπόμενης μεγέθυνσης της
οικονομίας, όπως αντικατοπτρίζεται στις μακροοικονομικές προβλέψεις. Οι συνολικές δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού για το έτος 2025 προβλέπεται ότι θα διαμορφωθούν σε 80.562 εκατ. ευρώ, αυξημένες κατά 4.344 εκατ. ευρώ σε σχέση με την αντίστοιχη εκτίμηση έτους 2024, κυρίως λόγω της επιτάχυνσης των έργων που χρηματοδοτούνται από το ΤΑΑ, των αυξημένων φυσικών παραλαβών των οπλικών συστημάτων του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, την κάλυψη της δαπάνης λόγω απώλειας εσόδων του ΕΟΠΥΥ από τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, την αύξηση των αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων και των αυξημένων μεταβιβάσεων για την ενίσχυση της λειτουργίας των νοσοκομείων του ΕΣΥ. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι για το 2025, προβλέπεται αυξημένη επιχορήγηση προς τα νοσοκομεία και την ΠΦΥ κατά 226 εκατ. ευρώ σε σχέση με το 2024.

Δημοσιονομικές παρεμβάσεις 2024 και 2025

Οι δημοσιονομικές παρεμβάσεις για τα έτη 2024 και 2025 αποσκοπούν στην ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος σε συνδυασμό με τη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων καθώς και στην αντιμετώπιση σημαντικών κοινωνικών προβλημάτων, όπως το δημογραφικό και το στεγαστικό. Ιδιαίτερη μέριμνα δίνεται στην αντιμετώπιση των επιπτώσεων από φυσικές καταστροφές, ενώ παράλληλα με τις δημοσιονομικές παρεμβάσεις λαμβάνονται μέτρα θεσμικού χαρακτήρα και προωθούνται σημαντικές μεταρρυθμίσεις.

Το κόστος των παρεμβάσεων για το έτος 2024 ανέρχεται σε 1.840 εκατ. ευρώ για το σύνολο της Γενικής Κυβέρνησης. Το σημαντικότερο μέρος ύψους 1.714 εκατ. ευρώ, προέρχεται από το σκέλος των δαπανών, ενώ το υπόλοιπο ποσό ύψους 126 εκατ. ευρώ προέρχεται από παρεμβάσεις στο σκέλος των εσόδων. Αντίστοιχα, για το έτος 2025 το συνολικό δημοσιονομικό κόστος των παρεμβάσεων προβλέπεται να αυξηθεί σε σχέση με το 2024 κατά 1.104 εκατ. ευρώ και να ανέλθει σε 2.944 εκατ. ευρώ. Ποσό ύψους 628 εκατ. ευρώ αφορά σε παρεμβάσεις στο σκέλος των εσόδων, εκ των οποίων ποσό ύψους 1.112 εκατ. ευρώ αφορά σε παρεμβάσεις μείωσης των εσόδων και ποσό ύψους 484 εκατ. ευρώ σε παρεμβάσεις αύξησης των εσόδων, ενώ σημαντικό ποσό ύψους 2.316 εκατ. ευρώ προέρχεται από παρεμβάσεις στο σκέλος των δαπανών.

 

Επισημαίνεται ότι το σύνολο των παρεμβάσεων εναρμονίζεται με τις ανακοινώσεις στο πλαίσιο της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης και με τις προβλέψεις του ΜΔΣ. Δημοσιονομικές παρεμβάσεις για την ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος. Η ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος των εργαζόμενων και των συνταξιούχων, η οποία αποτέλεσε έναν από τους βασικούς στόχους της κυβερνητικής πολιτικής του 2024, εξακολουθεί να αποτελεί βασικό στόχο και για το 2025, με αποτέλεσμα τόσο την ενίσχυση των παρεμβάσεων του 2024 όσο και τη θέσπιση νέων παρεμβάσεων. Ειδικότερα, οι κυριότερες μόνιμες δημοσιονομικές παρεμβάσεις που εφαρμόστηκαν το 2024 καθώς και
οι νέες, οι οποίες θα εφαρμοστούν από το 2025, είναι οι ακόλουθες:

 

Πέραν των προαναφερθεισών δημοσιονομικών παρεμβάσεων, σημαντική θέση επέχουν και θεσμικές παρεμβάσεις, όπως η περαιτέρω αύξηση του κατώτατου μισθού από τον Απρίλιο 2025, πλέον της αύξησής του κατά 6,4% (από 780 σε 830 ευρώ) τον Απρίλιο 2024. Επισημαίνεται ότι η συνολική αύξηση του κατώτατου μισθού από το 2021 έως το 2024 ανήλθε σε 27,7% (από 650 ευρώ σε 830 ευρώ). Επιπλέον, από τον Ιανουάριο 2024 «ξεπάγωσαν» οι τριετίες, απελευθερώνοντας τη μισθολογική εξέλιξη των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα, ενώ η κατάργηση της μείωσης του 30% επί των συντάξεων των απασχολούμενων συνταξιούχων συμβάλλει στη σημαντική ενίσχυσή τους.

Παράλληλα, είναι σε εξέλιξη η αναμόρφωση των κοινωνικών επιδομάτων, τόσο μέσω αυξήσεων του ύψους τους όσο και μέσω στόχευσης των σχετικών κριτηρίων επιλεξιμότητας, λαμβανομένης με αυτόν τον τρόπο μέριμνας για αυτούς που πραγματικά το έχουν ανάγκη. Επίσης, η κυβέρνηση προχωρά σε σειρά σημαντικών παρεμβάσεων για την ενίσχυση των επενδύσεων, της ανάπτυξης και της καινοτομίας με γνώμονα τη δημιουργία καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας. Πέρα από τους σημαντικούς πόρους που διατίθενται μέσω του αυξημένου ΠΔΕ και του ΤΑΑ, εισάγονται σημαντικά κίνητρα για καινοτομία, συγχωνεύσεις και εξαγορές, μέσω παρεμβάσεων, εκτιμώμενου συνολικού δημοσιονομικού κόστους 41 εκατ. ευρώ ετησίως, ως ακολούθως:

Επιπλέον, καταργείται η απαρχαιωμένη μορφή του χαρτοσήμου (από το 1931) και θεσπίζεται ψηφιακό τέλος συναλλαγών για συγκεκριμένο αριθμό συναλλαγών με σκοπό την απλοποίησή τους, τη μείωση της γραφειοκρατίας αλλά και τον αναπτυξιακό προσανατολισμό του μέτρου για εκατοντάδες συναλλαγές. Οι κυριότερες συναλλαγές για τις οποίες καταργείται το τέλος, αφορούν σε συμβατικούς τόκους επιχειρηματικών δανείων, ασφαλιστικές συναλλαγές, χρησιδάνεια, ενέγγυες πιστώσεις τραπεζών υπέρ εισαγωγέων, σύσταση και αύξηση κεφαλαίου μη κερδοσκοπικών νομικών προσώπων, διάφορες άδειες για άσκηση επαγγέλματος ή έναρξη δραστηριότητας, χρήση εγκαταστάσεων για βιομηχανικό σκοπό, άδειες λειτουργίας τουριστικού γραφείου και πλήθος άλλων συναλλαγών. Το δημοσιονομικό κόστος εκτιμάται σε 32 εκατ. ευρώ ετησίως.

Περαιτέρω, και προκειμένου να στραφεί το επενδυτικό ενδιαφέρον από επενδύσεις σε ακίνητα σε παραγωγικές επενδύσεις, θα χορηγείται από 01.01.2025 άδεια παραμονής υπό τη μορφή Golden Visa για επένδυση ποσού 250.000 ευρώ σε startup επιχείρηση, μέλος του Εθνικού Μητρώου Νεοφυών Επιχειρήσεων. Με σκοπό την ανάπτυξη της ψηφιοποίησης της ελληνικής οικονομίας και της ευρυζωνικότητας υψηλών ταχυτήτων μέσω οπτικών ινών, καταργείται το τέλος σταθερής τηλεφωνίας που ανέρχεται σε 5% για συνδέσεις με οπτική ίνα, ταχυτήτων 100 mbps και άνω. Το δημοσιονομικό κόστος εκτιμάται σε 24 εκατ. ευρώ ετησίως. Επιπλέον, με σκοπό την ενίσχυση των λιμένων, των υποδομών των αντίστοιχων Δήμων που δέχονται
υψηλό αριθμό τουριστών και του τουριστικού προϊόντος της χώρας εν γένει, επιβάλλεται τέλος κρουαζιέρας ανά επιβάτη κρουαζιερόπλοιου. Το ετήσιο όφελος εκτιμάται σε 52 εκατ. ευρώ. Τα έσοδα θα κατανέμονται κατά 1/3 στους Δήμους όπου αποβιβάζονται οι επιβάτες, κατά 1/3 θα εγγράφονται εις ύψος στον προϋπολογισμό του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής με σκοπό την εκτέλεση των απαραίτητων λιμενικών έργων και κατά 1/3 θα εγγράφονται εις ύψος στον προϋπολογισμό του Υπουργείου Τουρισμού για τη στήριξη του τουριστικού προϊόντος της χώρας. Επιπροσθέτως, σύμφωνα με τον ν.5131/2024 (Α’ 128) περί αναδιάρθρωσης της Ελληνικής Εταιρείας Συμμετοχών και Περιουσίας ΑΕ (ΕΕΣΥΠ ΑΕ), το 50% των εσόδων που εισπράττεται από συμβάσεις αξιοποίησης λιμένων και λιμενικών υποδομών θα μπορεί να διατεθεί για την υλοποίηση έργων αναβάθμισης των λιμένων της χώρας, με επακόλουθο την περαιτέρω αναβάθμιση του τουριστικού προϊόντος αλλά και της καθημερινότητας των πολιτών.

Τέλος, η δημιουργία του νέου Εθνικού Επενδυτικού Ταμείου (Growthfund) ως νέου επενδυτικού εργαλείου, με αρχικά κεφάλαια ύψους 300 εκατ. ευρώ περίπου, αποσκοπεί στην ενίσχυση των επενδύσεων υψηλής προστιθέμενης αξίας για την ελληνική οικονομία.

Παρεμβάσεις αντιμετώπισης του δημογραφικού προβλήματος

Το δημογραφικό αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει όχι μόνο η χώρα μας, αλλά ολόκληρη η Ευρώπη και οι υπόλοιπες αναπτυγμένες χώρες, για την αντιμετώπιση του οποίου απαιτούνται και υιοθετούνται τόσο δημοσιονομικά όσο και θεσμικά μέτρα. Συγκεκριμένα, πέρα από τις μόνιμες παρεμβάσεις των οποίων η υλοποίηση ξεκίνησε εντός της προηγούμενης τετραετίας (ενδεικτικά, καταβολή επιδόματος ύψους 2.000 ευρώ για κάθε παιδί που γεννιέται, αύξηση του αφορολόγητου για οικογένειες με παιδιά, επέκταση του επιδόματος μητρότητας ιδιωτικού τομέα από τους έξι στους εννέα μήνες, μείωση ΦΠΑ στα είδη βρεφικής ηλικίας κ.λπ.), υλοποιούνται από το 2024 και προβλέπονται για το 2025 σημαντικές δημοσιονομικές και θεσμικές παρεμβάσεις στο πλαίσιο του ευρύτερου Εθνικού Σχεδίου Δράσης για το Δημογραφικό. Ενδεικτικά, αναφέρονται τα παρακάτω μέτρα:

Παρεμβάσεις αντιμετώπισης του στεγαστικού προβλήματος

Για την αντιμετώπιση του προβλήματος της προσιτής στέγασης και της αύξησης του αποθέματος διαθέσιμων κατοικιών, κατά τη διάρκεια του 2024 υλοποιούνται σημαντικές παρεμβάσεις, όπως:

– δημιουργία νέου προγράμματος «ΣΠΙΤΙ μου ΙΙ», με συνολικό προϋπολογισμό 2 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 1 δισ. ευρώ χρηματοδοτείται από το δανειακό σκέλος του ΤΑΑ και 1 δισ. ευρώ από
τις εμπορικές τράπεζες. Το επιτόκιο θα είναι μειωμένο κατά 50% από το τρέχον εμπορικό, καθώς το ποσό που χρηματοδοτείται από το ΤΑΑ θα είναι άτοκο. Τα ηλικιακά και εισοδηματικά
κριτήρια διευρύνονται σε σχέση με το πρώτο πρόγραμμα «ΣΠΙΤΙ μου». Το πρόγραμμα θα καλύπτει φυσικά πρόσωπα και ζευγάρια ηλικίας 25 έως 50 ετών, με εισόδημα το οποίο κυμαίνεται από 10.000 ευρώ έως 20.000 ευρώ για τον άγαμο, ενώ για το ζευγάρι αυξάνεται σε 28.000 ευρώ με προσαύξηση 4.000 ευρώ για κάθε τέκνο. Παράλληλα, σχεδιάζεται επιπρόσθετο
πρόγραμμα ύψους 400 εκατ. ευρώ μέσω του δανειακού σκέλους του ΤΑΑ για την ενεργειακή αναβάθμιση παλιών κατοικιών με μηδενικό επιτόκιο,

-απαλλαγή για τρία έτη από τον φόρο εισοδήματος των εισοδημάτων από ενοίκια ακινήτων εμβαδού έως 120 τ.μ., τα οποία θα εκμισθωθούν με μακροχρόνια μίσθωση, ενώ ήταν κενά ή σε βραχυχρόνια μίσθωση για τουλάχιστον τρία έτη. Το εκτιμώμενο κόστος για το 2025 ανέρχεται σε 3 εκατ. ευρώ και για τα έτη 2026 – 2028 σε 13 εκατ. ευρώ, κατ’ έτος,

– απαγόρευση νέας βραχυχρόνιας μίσθωσης, κατά τη διάρκεια του 2025, για διαμερίσματα που βρίσκονται στο πρώτο, δεύτερο και τρίτο δημοτικό διαμέρισμα του κέντρου της Αθήνας, λόγω του ιδιαίτερα υψηλού ποσοστού των διαμερισμάτων που διατίθενται για βραχυχρόνια μίσθωση,

– αύξηση του τέλους ανθεκτικότητας στην κλιματική κρίση για βραχυχρόνιες μισθώσεις, κατά τους μεν χειμερινούς μήνες από 0,5 ευρώ σε 2 ευρώ ανά διανυκτέρευση, κατά τους δε καλοκαιρινούςμήνες από 1,5 ευρώ σε 8 ευρώ ανά διανυκτέρευση, διπλασιασμός της μέγιστης επιδότησης του προγράμματος «Ανακαινίζω – Νοικιάζω» από το
ποσό των 4.000 ευρώ στο ποσό των 8.000 ευρώ, η οποία θα καλύπτει το 60% έναντι του 40% των δαπανών. Το πρόγραμμα έχει προϋπολογισμό 50 εκατ. ευρώ και συγκεκριμένα, 25 εκατ. ευρώ για το 2024 και 25 εκατ. ευρώ για το 2025,

-επέκταση, για ένα ακόμα έτος (μέχρι το τέλος του 2025) της αναστολής του ΦΠΑ στις νέες οικοδομές, με σκοπό την αύξηση των προς διάθεση κατοικιών, με ετήσιο κόστος 18 εκατ. ευρώ,

– αξιοποίηση ακινήτων του Δημοσίου μέσω διαγωνιστικών διαδικασιών, στο πλαίσιο του προγράμματος «Κοινωνική Αντιπαροχή», με δαπάνες του αναδόχου, ο οποίος έχει τη δυνατότητα εκμετάλλευσης του ακινήτου και παράλληλα την υποχρέωση εκμίσθωσής του και

– αύξηση του επιδόματος στέγασης, στο πλαίσιο της εν γένει αναμόρφωσης των επιδομάτων, από το ποσό των 70 ευρώ στο ποσό των 125 ευρώ και στο ποσό των 75 ευρώ, αναλόγως της
εισοδηματικής κλίμακας, το οποίο προσαυξάνεται κατά 30% για κάθε τέκνο, ενώ παράλληλα εισάγονται και στοχευμένα περιουσιακά κριτήρια.

Παρεμβάσεις για τις φυσικές καταστροφές

Εκτός από τις προαναφερθείσες παρεμβάσεις με σκοπό την ενίσχυση του εισοδήματος και την αντιμετώπιση του δημογραφικού και του στεγαστικού προβλήματος, εφαρμόζεται πλήθος
παρεμβάσεων για την αντιμετώπιση των οικονομικών επιπτώσεων από τις φυσικές καταστροφές, οι οποίες έχουν ενταθεί τα τελευταία χρόνια λόγω της κλιματικής αλλαγής. Οι κυριότερες παρεμβάσεις είναι οι εξής:

 

Δημόσιο Χρέος

Το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί σε 356.500 εκατ. ευρώ ή 153,7% ως ποσοστό του ΑΕΠ στο τέλος του 2024 έναντι 356.695 εκατ. ευρώ ή 161,9% ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2023, παρουσιάζοντας μείωση κατά 8,2 ποσοστιαίες μονάδες έναντι του 2023. Το 2025 το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης προβλέπεται ότι θα διαμορφωθεί σε 361.400 εκατ. ευρώ ή 149,1% ως ποσοστό του ΑΕΠ, παρουσιάζοντας μείωση κατά 4,6 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ έναντι του 2024 ( Πίνακας
3.1 .). Σημειώνεται ότι οι ανωτέρω προβλέψεις βασίζονται στις υποθέσεις με βάση τις οποίες καταρτίστηκε το ΜΔΣ, σε συνέχεια της ανάλυσης βιωσιμότητας του χρέους με τη μεθοδολογία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής »

 

Exit mobile version