«Η Ελλάδα αρχίζει επιτέλους να κλείνει τις βαθιές πληγές που άφησε πίσω της η πολυετής κρίση και η μεγάλη ύφεση της προηγούμενης δεκαετίας», τόνισε κατά την ομιλία του επί του κρατικού προϋπολογισμού 2025, ο υπουργός Επικρατείας ‘Ακης Σκέρτσος, σημειώνοντας ότι «χρειάστηκε πολύς κόπος, πολύς πόνος, πολλές διαψεύσεις και ματαιώσεις, μαθήματα που κόστισαν πολύ ακριβά, για να σταθούμε ξανά σε πιο στέρεες βάσεις».
Όπως είπε, το 2025 θα καταφέρουμε να δούμε το εθνικό μας εισόδημα στα 247 δισ. ευρώ, λίγο υψηλότερα δηλαδή από εκεί που αφήσαμε το ΑΕΠ, στα 242 δισ. ευρώ το 2008.
Αφού περιέγραψε την πρόοδο της ελληνικής οικονομίας, μέσα από στοιχεία του συζητούμενου προϋπολογισμού, σημείωσε ότι «πρόθεση μου δεν είναι να περιγράψω μία χώρα παράδεισο. Ξέρουμε πολύ καλά ότι η Ελλάδα δεν θα γίνει Ελβετία μέσα σε λίγα χρόνια. Είναι πολλά τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι πολίτες… […] αλλά «κάνουμε ό,τι είναι δυνατό για να βοηθήσουμε τις οικογένειες να αντιμετωπίσουν το υψηλό κόστος διαβίωσης» ενώ «επιταχύνουμε τις κοινωνικές μας πολιτικές, ακριβώς επειδή μας το επιτρέπει η καλή πορεία της οικονομίας».
Ο κ. Σκέρτσος είπε επίσης ότι «έχουμε κατακτήσει την σταθερότητα, αλλά δεν έχουμε κατακτήσει ακόμα την ευημερία. Όμως και η σταθερότητα, για μία χώρα η οποία το μόνο που έκανε τα προηγούμενα χρόνια ήταν να παράγει κρίσεις από το πολιτικό της σύστημα, δεν είναι μία καθόλου ευκαταφρόνητη κατάκτηση».
Αναφερόμενος στις πολύ πρόσφατες δημοσιεύσεις διεθνών οργανισμών και ΜΜΕ, είπε ότι πιστοποιούν την καλή πορεία και σταθερή απόδοση της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία χρόνια. Προεξοφλούν μάλιστα, με βάση τον προϋπολογισμό που συζητάμε στη Βουλή, τη συνέχιση αυτής της καλής πορείας και τα επόμενα χρόνια» παρατήρησε ο κ. Σκέρτσος. Ως παραδείγματα έφερε την εκ νέου αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας από τον οίκο αξιολόγησης Σκόουπ, την κατάταξη της Ελλάδας από τον Εκόνομιστ, για τρίτη φορά, στην πρώτη τριάδα των παγκόσμιων οικονομιών και την αναγνώριση από τον ΟΟΣΑ των σημαντικών μεταρρυθμίσεων που έχουν οδηγήσει σε περαιτέρω βελτίωση της λειτουργίας του ανταγωνισμού, αλλά και της μεγαλύτερης μείωσης φορολογικών βαρών.