Μια ακόμη “δημοσιονομική βόμβα” μεγατόνων πυροδοτεί απόφαση του ΣΤ’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας που εκδόθηκε τον Μάιο και με την οποία κρίθηκαν αντισυνταγματικές οι διατάξεις του ν. 4472/2017, για την αναμόρφωση των ειδικών μισθολογίων των ενστόλων, τις οποίες ψήφισε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.
Πρόκειται για την υπ’ αριθμόν 852/2019 απόφαση, με την οποία έγινε αποδεκτή προσφυγή των συνδικαλιστικών σωματείων των αστυνομικών κατά των διατάξεων του ν. 4472/2017. Λόγω, όμως, του μείζονος ενδιαφέροντος της κρινόμενης υπόθεσης αποφασίσθηκε η παραπομπή της σε συζήτηση στην Ολομέλεια του ΣτΕ, η οποία θα λάβει και την οριστική απόφαση.
Με την απόφαση 852/2019 αναγνωρίζεται ουσιαστικά ως συνταγματικά αποδεκτό το ύψος των συνολικών αποδοχών των στρατιωτικών, των αστυνομικών, των λιμενικών και των πυροσβεστών, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί μέχρι τον Ιούλιο του 2012 με βάση τις διατάξεις του παλαιού νόμου 3205/2003. Δηλαδή με βάση την απόφαση αυτή, το Δημόσιο πρέπει να καταβάλει στους ενστόλους, αναδρομικά από το 2017, ποσά που αντιστοιχούν στη διαφορά μεταξύ:
α) του ύψους των συνολικών αποδοχών όπως διαμορφώνονται μέχρι 31-12-2016 μετά την πλήρη αποκατάστασή τους βάσει των αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας για την αντισυνταγματικότητα των περικοπών που επέφερε από τον Αύγουστο του 2012 ο ν. 4093/2012,
β) του ύψους των συνολικών αποδοχών τους, όπως διαμορφώθηκαν από το 2017 με βάση το ν. 4472/2017 για την αναμόρφωση των ειδικών μισθολογίων.
Τι προέβλεπε
Υπενθυμίζεται ότι με το ν. 4472/2017:
* Οι συνολικές αποδοχές των στρατιωτικών, των αστυνομικών, των λιμενικών και των πυροσβεστών, καθώς και άλλων δημοσίων λειτουργών (δικαστικών, ιατρών του ΕΣΥ, πανεπιστημιακών, ερευνητών κ.λπ.) μειώθηκαν λόγω περικοπών και καταργήσεων διαφόρων επιδομάτων, όχι μόνο σε σχέση με τα επίπεδα αποδοχών όπως αυτά είχαν διαμορφωθεί πριν από τις αντισυνταγματικές περικοπές του ν. 4093/2012 αλλά και σε σχέση με τα επίπεδα αποδοχών όπως είχαν διαμορφωθεί και μετά τις περικοπές αυτές.
* Χορηγήθηκαν «προσωπικές διαφορές» για να καλυφθούν οι μειώσεις που προέκυψαν σε σχέση με τα επίπεδα αποδοχών όπως αυτά είχαν διαμορφωθεί μετά τις αντισυνταγματικές μειώσεις του ν. 4093/2012, δηλαδή ουσιαστικά δεν αναγνωρίστηκε η αντισυνταγματικότητα των περικοπών του νόμου εκείνου.
Ωστόσο, το 2014 και το 2016 είχαν εκδοθεί από το ΣτΕ αποφάσεις που έκριναν αντισυνταγματικές τις περικοπές των αποδοχών των ενστόλων, οι οποίες επιβλήθηκαν με το μνημονιακό νόμο 4093/2012. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, όμως, νομοθέτησε το 2017 την επιστροφή των ποσών των περικοπών μόνο για την περίοδο από την 1η-8-2012 έως τις 31-12-2016, ενώ για την περίοδο από την 1η-1-2017 δεν αναγνώρισε καμία υποχρέωση καταβολής αναδρομικών.
Η απόφαση του ΣΤ’ Τμήματος του ΣτΕ, εφόσον επικυρωθεί και από την Ολομέλεια του ανωτάτου δικαστηρίου, θα υποχρεώσει το Δημόσιο να καταβάλει σημαντικού ύψους αναδρομικά, τα οποία αντιστοιχούν στα ποσά των περικοπών που επιβλήθηκαν στις αποδοχές των ενστόλων και την περίοδο μετά την 1η-1-2017, είτε αυξάνοντας τις προσωπικές διαφορές που προβλέπουν οι διατάξεις του ν. 4472/2017, ώστε αυτές να καλύπτουν τα ποσά μειώσεων σε σχέση με τις αποδοχές που είχαν διαμορφωθεί βάσει του ν. 3205/2003, είτε αλλάζοντας εκ νέου όλη τη δομή των ειδικών μισθολογίων των ενστόλων.
Το σκεπτικό
Τα βασικότερα σημεία του σκεπτικού της απόφασης, το πλήρες κείμενο της οποίας αποκαλύφθηκε πρόσφατα από την Ένωση για την Υπεράσπιση της Εργασίας και του Κοινωνικού Κράτους (ΕΝΥΠΕΚΚ), έχουν ως εξής:
1. Μετά τη διάγνωση, με τις 2194-2195/2014 ακυρωτικές αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, της αντισυνταγματικότητας των διατάξεων του ν. 4093/2012, οι διατάξεις αυτές (του ν. 4093/2012) κατέστησαν ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες, με αποτέλεσμα να αναβιώσουν και, μάλιστα, αναδρομικώς οι προϊσχύουσες διατάξεις του ν. 3205/2003. Στη συνέχεια, με τις διατάξεις του ν. 4307/2014 καταργήθηκαν και ρητώς οι αντισυνταγματικές διατάξεις του ν. 4093/2012 και καθιερώθηκε νέο μισθολόγιο για τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας αναδρομικά από 1.7.2012.
Οι νεότερες αυτές διατάξεις, όμως, του ν. 4307/2014 (άρθρο 86, παρ. 2 και 3) κρίθηκαν, επίσης, με τις 1125-1128/2016 αποφάσεις της Ολομέλειας του Δικαστηρίου ως αντισυνταγματικές, με αποτέλεσμα να αναβιώσουν και πάλι αναδρομικώς οι προϊσχύουσες διατάξεις του ν. 3205/2003. Αυτό είχε ως συνέπεια να υποχρεούται η διοίκηση να θεωρήσει ως ισχύουσες τις διατάξεις του ν. 3205/2003, όπως ίσχυαν, και να μεριμνήσει να καταβάλει στους στρατιωτικούς τις αυξημένες αποδοχές που δικαιούνταν κατ’ εφαρμογήν τους. Εν όψει των ανωτέρω, η έννοια της διάταξης του άρθρου 155 παρ. 1 του ν. 4472/2017, ερμηνευόμενη υπό το φως των ανωτέρω ακυρωτικών αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας και της απορρέουσας από το Σύνταγμα υποχρέωσης συμμόρφωσης της διοίκησης προς τις αποφάσεις αυτές, είναι ότι οι αποδοχές που δικαιούνταν οι λειτουργοί ή υπάλληλοι στις 31.12.2016 είναι οι αποδοχές που είχαν διαμορφωθεί με τις διατάξεις των άρθρων 50 και 51 του ν. 3205/2003, όπως αυτές ίσχυαν πριν την κατάργησή τους με τις αντισυνταγματικές διατάξεις του ν. 4307/2014.
Επομένως, η προσβαλλόμενη πράξη, κατά το μέρος που θεσπίζει, το πρώτον, ως βάση για τον υπολογισμό της προσωπικής διαφοράς, τις τακτικές αποδοχές των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, τις οποίες αυτοί ελάμβαναν στις 31.12.2016, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί με τις κριθείσες ως αντισυνταγματικές διατάξεις του ν. 4307/2014 (άρθρο 86, παρ. 2 και 3) … είναι αντίθετη προς τη διάταξη του άρθρου 155 του ν. 4472/2017, όπως αυτή ερμηνεύθηκε ανωτέρω…. και για το λόγο αυτό η προσβαλλόμενη κανονιστική πράξη, κατά το μέρος αυτό, πρέπει να ακυρωθεί.
2 .Όπως έχει ήδη κριθεί με τις 2192-2196/2014 και τις 1125-1128/2016 αποφάσεις της Ολομέλειας του Δικαστηρίου, η αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των στρατιωτικών, η οποία βρίσκει έρεισμα σε πλείονες συνταγματικές διατάξεις (άρθρα 45, 23, παρ. 2 και 29 παρ. 3), αποτελεί πρόσθετη θεσμική εγγύηση που εξασφαλίζει την αποτελεσματική εκπλήρωση της αποστολής των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, αλλά και δικαίωμα των στελεχών τους, το οποίο τους απονέμεται, αφενός μεν, ως αντιστάθμισμα του καθεστώτος απαγορεύσεων και περιορισμών, στο οποίο υπόκεινται κατά τη διάρκεια της υπηρεσιακής τους απασχόλησης, και των ειδικών συνθηκών εργασίας, οι οποίες συνεπάγονται αυξημένους κινδύνους για τη ζωή και τη σωματική τους ακεραιότητα, αφετέρου δε, ως αναγνώριση της σημασίας της αποστολής τους για την εθνική ασφάλεια και τη δημόσια τάξη…
H μεταβολή… του μισθολογικού καθεστώτος των στρατιωτικών με τέτοιας φύσεως ή εκτάσεως μείωση των αποδοχών τους, που να επιφέρει ανατροπή του έως τότε ισχύοντος μισθολογικού καθεστώτος, δεν μπορεί να γίνει χωρίς να έχει προηγουμένως εκτιμηθεί το δημοσιονομικό όφελος σε σχέση με τις επιπτώσεις που η μείωση αυτή μπορεί να έχει στη λειτουργία των ενόπλων αυτών σωμάτων, καθώς και αν η μείωση είναι αναγκαία ή θα μπορούσε να αναπληρωθεί με άλλα μέτρα ισοδύναμου αποτελέσματος, με μικρότερο κόστος για το προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας…
Eιδικά ως προς την κατηγορία των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, η ειδική μισθολογική αντιμετώπιση των οποίων προβλέπεται διαχρονικά και πηγάζει από τους ιδιαίτερα έντονους συνταγματικούς περιορισμούς που επιβάλλονται στην άσκηση των δικαιωμάτων τους, τις ιδιαίτερες συνθήκες άσκησης των καθηκόντων τους και τη σύνδεση με τη διαφύλαξη της εθνικής κυριαρχίας και άμυνας, της εσωτερικής ασφάλειας και καταπολέμησης του εγκλήματος και γενικά την άσκηση αρμοδιοτήτων που εντάσσονται στον πυρήνα της κρατικής εξουσίας, ο νομοθέτης, παρότι εξακολουθεί να διαθέτει την ευχέρεια να καταρτίζει νέο μισθολόγιο και να διαμορφώνει το επίπεδο των αποδοχών τους και είναι, κατ’ αρχήν, ελεύθερος να προβαίνει ακόμα και σε μείωση αυτών, εφόσον λόγοι δημοσίου συμφέροντος επιβάλλουν τούτο, χωρίς η ουσιαστική του εκτίμηση να υπόκειται σε ακυρωτικό ή άλλο δικαστικό έλεγχο ως προς την ορθότητά της, υπέχει πάντως αυξημένες υποχρεώσεις τεκμηρίωσης της συγκεκριμένης επιλογής του ιδίως εν όψει του γεγονότος ότι η μείωση αυτή αντανακλά στη λειτουργία ευαίσθητων τομέων της κρατικής δράσης, το δε νέο μισθολόγιο πρέπει να πληροί τα κριτήρια που τέθηκαν με τις αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (2293-6/2014 και 1125-8/2016).
3. Oι αποδοχές των στελεχών των Σωμάτων Ασφαλείας, όπως διαμορφώνονται με το νέο μισθολόγιο που θεσπίζεται με τις διατάξεις του ν. 4472/2017, λαμβανομένης υπόψη και της προβλεπόμενης προσωπικής διαφοράς, κυμαίνονται, τελικά, σε επίπεδα κατώτερα εκείνων που είχαν διαμορφωθεί με τις διατάξεις του ν. 4093/2012, οι οποίες είχαν κριθεί αντισυνταγματικές, ταυτίζονται δε με τις αποδοχές τους όπως είχαν διαμορφωθεί με τις κριθείσες, επίσης, ως αντισυνταγματικές διατάξεις του ν. 4307/2014 και μάλιστα υπό τον όρο της πλήρους καταβολής τους έως την 1.1.2020 και με απορρόφηση κάθε μελλοντικής αύξησης από την προσωπική διαφορά. Με τα δεδομένα αυτά, κατά τη θέσπιση του νέου μισθολογίου (ν. 4472/2017), το δημοσιονομικό κριτήριο δεν αποτέλεσε μεν το αποκλειστικό κριτήριο για τη διαμόρφωση του ύψους των αποδοχών των στελεχών των Σωμάτων Ασφαλείας, παρέμεινε, όμως, το βασικό κριτήριο, εφόσον με το μισθολόγιο αυτό επήλθε μείωση των αποδοχών των στελεχών των Σωμάτων Ασφαλείας σε επίπεδο κατώτερο εκείνων που αυτά δικαιούνταν την 31.12.2016 (βάσει των άρθρων 50 και 51 του ν. 3205/2003, όπως ίσχυαν πριν την κατάργησή τους με τις αντισυνταγματικές διατάξεις του ν. 4307/2014), με κύριο σκοπό την επίτευξη συγκεκριμένων δημοσιονομικών στόχων.
Και ναι μεν ο νομοθέτης, κατά τα προεκτεθέντα, μπορεί να προβεί σε αναμόρφωση του μισθολογίου των στελεχών των Σωμάτων Ασφαλείας και σε μειώσεις των αποδοχών τους, με τη θέσπιση του νέου μισθολογίου, όμως δεν πρέπει να παραβιάζεται η αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των στελεχών των Σωμάτων Ασφαλείας, για την εφαρμογή της οποίας πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα κριτήρια που έχουν διαμορφωθεί με τις 2192-2196/2014 και 1125-1128/2016 αποφάσεις της Ολομέλειας του Δικαστηρίου. Πλην όμως, με τις διατάξεις του Κεφαλαίου Στ΄ του ν. 4472/2017, το ύψος των αποδοχών των στελεχών των Σωμάτων Ασφαλείας διαμορφώθηκε χωρίς να ληφθούν υπόψη τα κριτήρια που καθιερώθηκαν με τις προαναφερόμενες δικαστικές αποφάσεις…. Περαιτέρω, δεν εκτιμήθηκε τεκμηριωμένα, εάν, με τις νέες αυτές μειώσεις, οι αποδοχές των Σωμάτων Ασφαλείας παραμένουν επαρκείς για την αντιμετώπιση του κόστους αξιοπρεπούς διαβίωσης και ανάλογες της αποστολής τους.
Και ναι μεν το επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης δεν προσδιορίζεται βάσει των προηγούμενων αποδοχών της συγκεκριμένης κατηγορίας προσώπων, αλλά βάσει των εκάστοτε ισχυουσών οικονομικών συνθηκών και σε συνάρτηση με το επίπεδο διαβίωσης των υπολοίπων δημοσίων υπαλλήλων και λειτουργών και του εν γένει ενεργού πληθυσμού της χώρας…, στην προκείμενη περίπτωση, όμως, ουδεμία εκτίμηση, με οποιαδήποτε κριτήρια, περιλαμβάνεται στην αιτιολογική έκθεση του νόμου ή στις λοιπές προπαρασκευαστικές εργασίες ψήφισής του ως προς το επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης.
Επιπλέον δε, ο νομοθέτης προέβη σε ανατροπή του ισχύοντος μισθολογικού καθεστώτος χωρίς την αναγκαία, σύμφωνα με προαναφερθείσες δικαστικές αποφάσεις, επαρκή τεκμηρίωση σχετικά με την προσφορότητα και αναγκαιότητα της μεταβολής αυτής και χωρίς προηγούμενη εκτίμηση ούτε του δημοσιονομικού οφέλους σε σχέση με τις επιπτώσεις της εν λόγω μεταβολής στη λειτουργία των ενόπλων αυτών σωμάτων ούτε της δυνατότητας να επιτευχθεί το δημοσιονομικό αυτό όφελος με άλλα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος, με μικρότερο κόστος για το προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας. Με τα δεδομένα αυτά, οι επίμαχες ρυθμίσεις του ν. 4472/2017, κατά το μέρος που με αυτές θεσπίζεται το νέο μισθολόγιο των στελεχών των Σωμάτων Ασφαλείας αντίκεινται στην αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των στελεχών των Σωμάτων Ασφαλείας (άρθρα 45, 23 παρ. 2 και 29 παρ. 3 του Συντάγματος) και στην αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος).
Με πληροφορίες από την εφημερίδα “Ελεύθερος Τύπος”