Βερναρδάκης: “Μειώσεις μισθών στο δημόσιο δεν θα γίνουν με αυτή την κυβέρνηση”

«Όσο θα είναι η κυβέρνηση αυτή, και όσο θα είμαι εγώ, στο μέτρο της
αρμοδιότητας μου, μειώσεις μισθών δεν πρόκειται να γίνουν», δηλώνει ο
αναπληρωτής υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης Χριστόφορος Βερναρδάκης, για το
ενδεχόμενο ενεργοποίησης του μηχανισμού δημοσιονομικής προσαρμογής, σε
συνέντευξη που παραχώρησε στο Αθηναϊκό Πρακτορείο. «Δεν μπορεί οι μισθοί να
πάνε παρακάτω. Οι μισθοί πρέπει να πάνε παραπάνω», τονίζει ο κ. Βερναρδάκης
επισημαίνοντας ότι κάθε ευρώ που χάνεται από το μισθό δημοσίων υπαλλήλων
στερείται από την οικονομία από την κατανάλωση. Ο αναπληρωτής υπουργός εξηγεί
ότι, και αν ακόμη χρειαστεί ενεργοποίηση στο μέλλον του μηχανισμού
δημοσιονομικής διόρθωσης, τότε θα υπάρξουν εξοικονομήσεις από άλλους πόρους.


Ο κ. Βερναρδάκης κατηγορεί τον ΣΕΒ -ένα τμήμα του- ότι σε ρόλο
«Δούρειου Ίππου» του ΔΝΤ, παραμονές ολοκλήρωσης της αξιολόγησης του ελληνικού
προγράμματος και ενώ είχε μπει στο τραπέζι με τους εταίρους ο περίφημος
«κόφτης», προχώρησε σε μια πρωτοφανή αλλοίωση του ελληνικού μισθολογικού
κόστους, εμφανίζοντάς το μεγαλύτερο κατά 5,2 δισ. ευρώ από όσο πραγματικά
είναι. «Δεν είναι τυχαίο αυτό, και όσοι έχουμε συμμετάσχει στις
διαπραγματεύσεις γνωρίζουμε ότι, ως εκ θαύματος, ζητήματα τα οποία πολλές φορές
έθεταν οι θεσμοί, ξαφνικά τα βλέπαμε ως ανακοινώσεις, την επόμενη μέρα, του
ΣΕΒ», αναφέρει ο αναπληρωτής υπουργός και κατηγορεί τον πρόεδρο της ΝΔ Κυριάκο
Μητσοτάκη ότι με «πρωτοφανή επιπολαιότητα», υιοθέτησε τα στοιχεία αυτά για να
σημειώσει ότι «υπάρχει μια διασύνδεση μεταξύ ακραίων κύκλων του ΣΕΒ, ακραίων
κύκλων των δανειστών και της ΝΔ».


Ως προς την προοπτική εξάντλησης της τετραετίας, ο κ. Βερναρδάκης
υπογραμμίζει ότι η κυβέρνηση έχει ανάγκη και θέλει πολιτικό χρόνο για να
εφαρμόσει τις παράλληλες πολιτικές της προς όφελος της κοινωνίας που έχει
πληγεί από την κρίση. Αναγνωρίζει μάλιστα ότι το κλείσιμο της αξιολόγησης δίνει
τον πολιτικό χρόνο που έχει ανάγκη η κυβέρνηση και η κοινωνία και τονίζει πως
αν η κυβέρνηση περάσει από τις «συμπληγάδες», τότε «πράγματι μπορεί να
διατηρήσει και μια τετραετία και ίσως και μια επόμενη τετραετία».


Ακολουθεί η συνέντευξη του αναπληρωτή υπουργού Διοικητικής
Μεταρρύθμισης στο ΑΠΕ-ΜΠΕ:


– Κύριε υπουργέ, καλησπέρα σας
και ευχαριστούμε που ανταποκριθήκατε στην πρόσκληση του Αθηναϊκού-Μακεδονικού
Πρακτορείου Ειδήσεων. Έχουμε μπερδευτεί λίγο για το κλίμα που επικράτησε στις
διαπραγματεύσεις το προηγούμενο διάστημα, η μεν κυβέρνηση αποκλείει ότι θα
έχουμε απολύσεις, λέει αντίθετα ότι θα έχουμε προσλήψεις υπαλλήλων στον δημόσιο
τομέα και ότι θα έχουμε και αυξήσεις μισθών, κάποιες πληροφορίες -οι οποίες
προέρχονται από πηγές στις Βρυξέλλες- λένε ότι οι εταίροι μάς πιέζουν και για
απολύσεις και λένε ότι δεν πρόκειται να υπάρξει αύξηση μισθού στον δημόσιο
τομέα. Τελικά τι ισχύει;


– Καταρχήν συγκρίνουμε τις δηλώσεις της κυβέρνησης με πληροφορίες.
Προφανώς επικρατούν οι επίσημες και υπεύθυνες δηλώσεις της κυβέρνησης. Τώρα,
αυτό το θέμα των πληροφοριών είναι λιγάκι, ξέρετε, περίεργο, υπό την έννοια ότι
αδικεί όλες τις πλευρές . Καταρχήν, αδικεί τους περίφημους δανειστές. Δεν έχει
τεθεί ποτέ επισήμως, και έχουμε ανταλλάξει εκατοντάδες email και εκδοχές των
κειμένων συμφωνίας κ.λπ., που να αναφέρονται προσλήψεις ή μειώσεις μισθών στο
Δημόσιο. Δηλαδή, θα ήταν πολύ εύκολο για μένα να σας πω ότι «έχει τεθεί ως
προϋπόθεση και εμείς είπαμε όχι και η κυβέρνηση είναι δυνατή και δεν τίθεται
καν τέτοιο ζήτημα».


Επομένως, αυτό που περιγράφει η συμφωνία και το οποίο έχει υπάρξει ως
προς τη δημόσια διοίκηση -πολύ καιρό τώρα, γιατί δεν ήταν αυτό ένα από τα
ανοιχτά ζητήματα της διαπραγμάτευσης- ήταν ότι πρώτον θα έχουμε προσλήψεις στο
Δημόσιο, ακολουθώντας έναν κανόνα αποχωρήσεων προς προσλήψεις, και φέτος θα
είχαμε το ένα προς πέντε, όπως όριζε η παλιά συμφωνία, αλλά από του χρόνου, από
το 2017, έχουμε ένα προς τέσσερα, την επόμενη χρονιά ένα προς τρία, ένα προς
δυο, και ούτω καθεξής. Και από το ποσοστό των προσλήψεων, από τον αριθμό των
προσλήψεων, θα εξαιρεθούν μια σειρά από δυνατότητες, όπως είναι π.χ. οι
γιατροί, λόγω της έκτακτης κατάστασης που υπάρχει στην υγεία και λόγω του ότι
υπάρχουν και δικαστικές αποφάσεις που καταδικάζουν τη χώρα σε υπολειτουργία του
τομέα της υγείας, οι δικαστικές αποφάσεις, διεθνείς είτε ελληνικές, οι οποίες
το 2015 ήταν περίπου 1.500- για να καταλάβετε τι έχει παραλάβει η κυβέρνηση.
Δικαστικές αποφάσεις, δηλαδή, οι οποίες δικαιώνουν εργαζόμενους οι οποίοι με
τον α΄ ή β΄ τρόπο εξαναγκάστηκαν σε αποχώρηση από τον δημόσιο τομέα. Υπάρχουν
μαξιλάρια ασφαλείας περίπου 34 εκατομμύρια ευρώ την επόμενη διετία για
προσλήψεις στο χώρο της υγείας και της παιδείας και υπάρχει και η δυνατότητα
εντός του 2016, αλλά και του 2017, να απορροφήσουμε τις προσλήψεις οι οποίες
δεν υλοποιήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια, τα μνημονιακά, παρά το γεγονός ότι
υπήρχε και το ποσοστό ένα προς πέντε δηλαδή- το ελληνικό κράτος παρότι είχε τη
δυνατότητα να κάνει κάποιες προσλήψεις έστω και λίγες δεν τις έκανε. Αυτά όλα
τα κερδίσαμε στην διαπραγμάτευση, θα αποτυπωθούν και στη συμφωνία και είναι
κάτι το επίσημο.


Επίσης μειώσεις μισθών δεν υπάρχουν, ήδη το μισθολόγιο που ψηφίσαμε τον
Δεκέμβριο προέβλεπε ότι το μισθολογικό κόστος θα είναι ουδέτερο, δηλαδή δεν θα
υπάρχουν ούτε αυξήσεις ούτε μειώσεις. Προέκυψαν όμως αυξήσεις από τι; Από την
αποκατάσταση της εξέλιξης των μισθολογικών κλιμακίων που είχαν παγώσει για πέντε
χρόνια. Αυτό έκανε το μισθολόγιο και αυτές τις εξοικονομήσεις σταδιακά τις
επαναποδίδει στον μισθό των δημοσίων υπαλλήλων. Αυτό μας έδωσε μια αύξηση της
τάξης του 1,5% στους μισθούς, αλλά που προερχόταν όχι από επιβάρυνση του
προϋπολογισμού, αλλά από τις εξοικονομήσεις λόγω του παγώματος που υπήρχαν το
προηγούμενο διάστημα. Αλλά τι γίνεται τώρα; Εδώ μπαίνει το ζήτημα το
ιδεολογικό. Επειδή υπάρχει μια αντιφατική αντιπολίτευση, άλλη η αντιπολίτευση η
οποία θέλει να επιμείνει σε μια καταστροφολογική κατάσταση ότι μειώνονται οι
μισθοί ότι καταρρέουν οι μισθοί, κάτι τέτοιο προφανώς δεν υπάρχει, το
δικαιώνουν οι άλλοι οι οποίοι λένε ως προς αυτό ότι έχουν αυξήσεις, αλλά κακώς
υπάρχουν αυξήσεις στον δημόσιο τομέα. γιατί -λέει- υπάρχουν αυξήσεις στον
δημόσιο τομέα; Δυστυχώς δεν είναι αυξήσεις που προέρχονται από μισθολογική
πολιτική. Δυστυχώς το λέω διότι θα έπρεπε να υπάρξουν αυξήσεις στον δημόσιο
τομέα, όταν ο μέσος μισθός στον δημόσιο τομέα την τελευταία πενταετία, από το
2010 μέχρι το 2015, μειώθηκε κατά 31% και η μείωση ήταν πολύ παραπάνω από τη
μείωση του ΑΕΠ που ήταν 24%, καταλαβαίνετε τι έχει συντελεστεί, τι καταστροφή
κοινωνική έχει συντελεστεί στον δημόσιο τομέα και πώς έχει μεταφερθεί αυτή η
καταστροφή και στον ιδιωτικό τομέα και στα μικρά μαγαζιά και στις τοπικές
κοινωνίες και ούτω καθεξής. Λοιπόν, δυστυχώς δεν κάναμε αυξήσεις, προέκυψαν
όμως μικρές αυξήσεις από το ξεπάγωμα της εξέλιξης των μισθολογικών κλιμακίων
που ήταν απαραίτητο, δίκαιο και αναγκαίο να γίνει διότι δεν μπορούσε να
λειτουργήσει πια τίποτα μέσα στην ομαλή ροή του δημόσιου τομέα.


– Αναφερθήκατε σε κάποιους οι
οποίοι δεν εμφανίζουν αληθινή την εικόνα της δημόσιας διοίκησης, ακόμα και τη
μισθολογική κατάσταση των δημοσίων υπαλλήλων. Πρόσφατα κάνατε μια δημόσια
σκληρή παρέμβαση σε βάρος του ΣΕΒ. Θεωρείτε ότι ο ΣΕΒ παίζει τον ρόλο «δούρειου
ίππου» του ΔΝΤ ή ακόμη και της αξιωματικής αντιπολίτευσης


– Για να είμαι σαφής ένα κομμάτι του ΣΕΒ. Ναι είναι προφανές. Δηλαδή
όταν χωρίς να έχει προκύψει από καμιά επίσημη αλληλογραφία και χωρίς να το έχει
θέσει κανένας από τους θεσμούς ούτε καν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Ενώ
τέτοιο ζήτημα δεν έχει τεθεί, υπάρχει μια φημολογία όλο το προηγούμενο διάστημα
πριν το τέλος τους διαπραγμάτευσης, έτσι τους το είδαμε τους τελευταίες ημέρες,
ότι θα έχουμε 30.000 απολύσεις στο Δημόσιο και οριζόντιες περικοπές μισθών.
Υπήρχε η απορία από πού προέρχεται αυτή η πολιτική τη στιγμή που κανένας από τους
θεσμούς δεν έβαζε τέτοιο ζήτημα. Τελικά, έρχεται το δελτίο του ΣΕΒ, το οποίο
απηχεί, θέλω να είμαι ειλικρινής, ένα κομμάτι του ΣΕΒ, το πιο σκληρό, το πιο
ακραίο νεοφιλελεύθερο, το οποίο κάνει μια πρωτοφανή αλλοίωση δεδομένων. Βγαίνει
τους 5 Μαΐου, είναι αυτό εδώ το εβδομαδιαίο δελτίο για την ελληνική οικονομία
το οποίο, ούτε λίγο ούτε πολύ, παρουσιάζει αυξημένο κατά 5 δις. περίπου το
μισθολογικό κόστος στον δημόσιο τομέα, κάνοντας πρωτοφανείς αλχημείες, και 3,2%
περίπου του ΑΕΠ ως ποσοστό του ΑΕΠ. Παρεμπιπτόντως, ήτανε αυτό το ποσοστό το
οποίο ήθελε να μπει κάποια μερίδα των δανειστών στον κόφτη. Δεν είναι τυχαίο
αυτό, και όσοι έχουμε συμμετάσχει τους διαπραγματεύσεις, γνωρίζουμε ότι, ως εκ
θαύματος, ζητήματα τα οποία τους φορές έθεταν οι θεσμοί, ξαφνικά τα βλέπαμε ως
ανακοινώσεις την επόμενη μέρα του ΣΕΒ. Γι’ αυτό το υπαινίχθηκα αυτό, και είμαι
πάρα πολύ σαφής σε αυτό. Κάνει μια πρωτοφανή λαθροχειρία διότι εμφανίζει
αλλοιωμένα στοιχεία σύγκρισης του ελληνικού μισθολογικού κόστους του δημόσιου
τομέα- του απάντησε ολοκληρωμένα χθες το υπουργείο σε συνεργασία με το Γενικό
Λογιστήριο του Κράτους. Αποκαλύψαμε τι είδους απάτη κάνει. Δηλαδή, προσθέτει τους
τεκμαρτές συντάξεις στο μέλλον, τους τεκμαρτές, ως μισθολογικό κόστος σήμερα
και το εμφανίζει κατά 5,2 δις. παραπάνω από όσο είναι, και εμφανίζει το
μισθολογικό κόστος ως ποσοστό επί του ΑΕΠ μεγαλύτερο από ό,τι είναι, ενώ στην
πραγματικότητα είναι μικρότερο ακόμα και από το ποσοστό τους Ευρώπης των 28, η
οποία Ευρώπη των 28 έχει μέσα και χώρες που έχουν εξαιρετικά χαμηλούς μισθούς, τους
η Εσθονία και διάφορες τους χώρες –μην τους αναφέρω τώρα. Σε σχέση με την
ευρωζώνη, το ποσοστό αυτό είναι πάρα πολύ χαμηλότερο. Δηλαδή, έναν εξοντωμένο
δημόσιο τομέα με απολύσεις 350.000 ή εξαναγκασμό σε αποχωρήσεις, με μειώσεις
μισθών στο 30%, με απόλυτη υπολειτουργία όλων των κοινωνικών υπηρεσιών,
εμφανίζεται ξαφνικά την ώρα που πάνε να κλείσουνε οι διαπραγματεύσεις, και την
ώρα που συζητιέται ο περίφημος «κόφτης», ακριβώς στα ποσοστά τα οποία πρέπει να
θεσμοθετηθούν στον «κόφτη αυτόν», ως ανάλυση του ΣΕΒ. Και το πιο περίεργο είναι
ότι αυτό βγαίνει τους 5/5 και την μεθεπόμενη μέρα, στην ψήφιση του νομοσχεδίου
για το φορολογικό και το ασφαλιστικό, ο κ. Μητσοτάκης με πρωτοφανή
επιπολαιότητα, χωρίς καν να διαβάσει τα στοιχεία αυτά, τα υιοθετεί. Γι’ αυτό
λέω, λοιπόν, ότι υπάρχει μια διασύνδεση μεταξύ ακραίων κύκλων του ΣΕΒ, ακραίων
κύκλων των δανειστών και τους ΝΔ.


– Μια και αναφερθήκατε στον
«κόφτη», η κυβέρνηση επιμένει ότι ο μηχανισμός δημοσιονομικής διόρθωσης δεν
πρόκειται να ενεργοποιηθεί γιατί η Ελλάδα θα πετυχαίνει τους στόχους τους
οποίους θέτει κάθε φορά. Αν, ωστόσο, κάτι πάει στραβά θα πρέπει να γίνουν
παρεμβάσεις στον τομέα των εσόδων και των δαπανών. Πώς αποκλείετε ότι οι
παρεμβάσεις τους δαπάνες δεν θα αφορούν τους μισθούς;


– Κοιτάξτε, αυτό είναι θέμα
πολιτικής. Και θέλω να σας πως ότι όσο θα είναι η κυβέρνηση αυτή, και όσο θα
είμαι εγώ, και όσο στο μέτρο της δικής μου αρμοδιότητας έχω εμπλοκή, αυτό το
πράγμα δεν πρόκειται να συμβεί. Και δεν πρόκειται να συμβεί διότι είναι
προφανές αυτή τη στιγμή ότι έχεις μεγάλα κόστη και δαπάνες τα οποία θα
μπορούσαν να ορθολογικοποιηθούν, να το πω έτσι, και το υπουργείο είναι έτοιμο
να τα θεσμοθετήσει την αμέσως επόμενη περίοδο.


Δεν μπορεί να πάνε οι μισθοί παρακάτω. Οι μισθοί πρέπει να πάνε
παραπάνω και πρέπει και ο δημόσιος τομέας να δώσει μεγάλη ανάσα. Οι μελέτες που
έχουμε, οι σοβαρές, λένε ότι κάθε θέση στον δημόσιο τομέα ισοδυναμεί με
τέσσερις θέσεις στον ιδιωτικό. Κάθε ευρώ που χάνεται από τον μισθό των δημοσίων
υπαλλήλων στερείται από την τοπική οικονομία, από τα τοπικά μαγαζιά, από την
κατανάλωση.


Είναι μια απίστευτη στρέβλωση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου, που λέει
ότι όσο μειώνω τους μισθούς τόσο δίνω δυνατότητες ιδιωτικών επενδύσεων. Μα το
ζήσαμε αυτό στην Ελλάδα την περίοδο 2010-2015. Απίστευτη μείωση μισθών,
κατάρρευση όλων των δικαιωμάτων της εργασίας και μηδενικές επενδύσεις, βεβαίως.
Λοιπόν, εδώ το μοντέλο πρέπει να πάει διαφορετικά. Προφανώς υπάρχουν
δυνατότητες να εξοικονομηθούν πόροι. Εγώ πιστεύω ότι πρέπει να γίνουν,
ανεξαρτήτως αν θα υπάρξουν ελλείμματα ή όχι τα επόμενα χρόνια, αυτό πρέπει να
γίνει οπωσδήποτε γιατί είναι θέμα κοινωνικής δικαιοσύνης. Αλλά δεν μπορεί αυτή
η μείωση να προέλθει από μειώσεις μισθών και από μειώσεις του προσωπικού.
Αντιθέτως, πρέπει να προέλθει από την ανταγωνιστικότητα που πρέπει να λάβει
επάνω του ο δημόσιος τομέας. Και στους μισθούς και στις ειδικότητες και βεβαίως
και στις υπηρεσίες που παρέχει.


– Κλείνοντας θέλω να σας ρωτήσω
το εξής. Η κυβέρνηση λέει ότι σταδιακά αφήνουμε πίσω μας τα δύσκολα, θα έχουμε
κλείσιμο της πρώτης αξιολόγησης στις 24 του μηνός, θα έχουμε την απόφαση για τη
ρύθμιση του χρέους, θα έχουμε μια σειρά από νομοθετήματα. Ωστόσο, η Ελλάδα
εξακολουθεί να βιώνει μια πολύπλευρη κρίση. Κρίση οικονομική, ανθρωπιστική,
κρίση προσφυγική. Πόσο εφικτή βλέπετε εσείς την εξάντληση της τετραετίας με
αυτά τα δεδομένα;


– Δεν μπορώ να μιλήσω για ένα τέτοιο ζήτημα. Το σίγουρο είναι ότι αυτή
τη στιγμή δεν τίθεται θέμα εκλογών. Και το σίγουρο επίσης είναι ότι η κυβέρνηση
ισορροπεί μέσα, πράγματι, σε συμπληγάδες, είτε αντικειμενικών είτε σκόπιμων
ασφυξιών. Υπό την έννοια αυτή, το κλείσιμο της αξιολόγησης δίνει κάτι στην
κυβέρνηση που είναι πάρα πολύ σημαντικό. Δίνει αυτό τον πολιτικό χρόνο που τον
έχει ανάγκη και η κυβέρνηση και η κοινωνία. Δηλαδή, την ανάσα εκείνη για να
μπορέσει πράγματι να σχεδιάσει πολιτικές οι οποίες θα είναι προς όφελος της
κοινωνίας σε όλα αυτά τα μέτωπα τα οποία πολύ σωστά επισημαίνετε. Οικονομική
κρίση, κοινωνική κρίση, ανθρωπιστική κρίση, προσφυγική κρίση. Η κυβέρνηση έχει
ανάγκη αυτό τον πολιτικό χρόνο για να μπορέσει να σχεδιάσει και να εφαρμόσει
αυτό που έχει ονομαστεί κατ’ ευφημισμόν «παράλληλες» πολιτικές. Πολιτικές υπέρ
της κοινωνίας, σε ένα ασφυκτικό δημοσιονομικό πλαίσιο. Και έχει ανάγκη τον
χρόνο και διότι πράγματι η Ευρώπη σιγά-σιγά -όχι όπως τον είχε στο μυαλό της
πιθανώς η κυβέρνηση τόσο γρήγορα, με περισσότερο αργούς ρυθμούς- αλλάζει.
Αλλάζουν πια οι ιδέες οι οποίες συντηρούν αυτή την οικονομική πολιτική. Και
αλλάζουν και οι συσχετισμοί στην Ισπανία, πιθανώς στην Αγγλία, στην Πορτογαλία,
στην Ιταλία. Επομένως η κυβέρνηση έχει ανάγκη τον πολιτικό χρόνο. Δεν ξέρω αν
αυτό σημαίνει βάθος τετραετίας, γιατί τετραετίες πια είδαμε και τα προηγούμενα
χρόνια να μην εξαντλούνται με κυβερνήσεις με τεράστια ποσοστά 45-46% και σε
άλλες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες. Αλλά οπωσδήποτε, η κυβέρνηση θέλει
χρόνο, χρειάζεται χρόνο για να εφαρμόσει αυτές τις πολιτικές. Και αν αυτό το
καταφέρει, τότε πράγματι μπορεί να διατηρήσει και μια τετραετία και ίσως και
μια επόμενη τετραετία.

Exit mobile version