Οι μικρομεσαίες εταιρείες της Ευρώπης είναι αισιόδοξες για την αύξηση των εξαγωγών τους κατά το επόμενο έτος, σύμφωνα με μελέτη που πραγματοποίησε η UPS σε 10.717 ιδιοκτήτες και διευθυντές Μικρών και Μεσαίων Επιχειρήσεων (ΜΜΕ) σε επτά ευρωπαϊκές χώρες (Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Κάτω Χώρες, Πολωνία και Ηνωμένο Βασίλειο), με δραστηριότητα στους τομείς της αυτοκινητοβιομηχανίας, της υγειονομικής περίθαλψης, της υψηλής τεχνολογίας, της βιομηχανίας και του λιανικού εμπορίου.
Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι η εμπιστοσύνη στην αύξηση των ευρωπαϊκών εξαγωγών βελτιώνεται, με το 90% των ΜΜΕ να αναμένει την εξαγωγική τους δραστηριότητα να κινείται σε σταθερά ή αυξανόμενα επίπεδα. Τα αποτελέσματα επίσης δείχνουν ότι η εξαγωγική δραστηριότητα συνδέεται στενά με την υψηλότερη συνολική αύξηση των εσόδων των ΜΜΕ, και στο γεγονός ότι οι Ευρωπαϊκές ΜΜΕ με εξαγωγική δραστηριότητα, στρέφονται με υψηλούς ρυθμούς στην υιοθέτηση του ηλεκτρονικού εμπορίου.
«Οι ευρωπαϊκές Μικρές και Μεσαίες Επιχειρήσεις αυξάνουν τις εξαγωγές τους και επεκτείνονται σε νέες αγορές, δεδομένου ότι συνεχίζουν να αναπτύσσουν την επιχείρησή τους», δήλωσε σχετικά η Cindy Miller πρόεδρος της UPS Europe. «Είναι αξιοσημείωτο, το ότι είναι οι πελάτες τους συχνά είναι εκείνοι οι οποίοι τους ωθούν στο να ξεκινήσουν τις εξαγωγές. Τα υπαρκτά εμπόδια στην εξαγωγική δραστηριότητα είναι εκείνα που συγκρατούν πολλές Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις, έως ότου οι πελάτες τους επικοινωνήσουν μαζί τους για μια παραγγελία εξαγωγής. Οι ευρωπαϊκές Μικρές και Μεσαίες Επιχειρήσεις επωφελούνται από τις ευκαιρίες εξαγωγών, ειδικά σε περιόδους ραγδαίας άνθησης του ηλεκτρονικού εμπορίου», προσέθεσε.
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Μελέτη Στοιχείων Εξαγωγών για Μικρές και Μεσαίες Επιχειρήσεις 2015 (European SME Exporting Insights Study 2015), η Γερμανία παραμένει ο κυρίαρχος του κλάδου των ευρωπαϊκών ΜΜΕ, με πάνω από 120.000 ΜΜΕ με εξαγωγική δραστηριότητα, παρόλο που η Γαλλία, η Ιταλία και το Ηνωμένο Βασίλειο διαθέτουν επίσης υψηλά ποσοστά ΜΜΕ με ανάλογη δραστηριότητα.
Με βάση την κάθε χώρα, υπάρχουν σαφείς προτιμήσεις για εξαγωγές σε ορισμένες αγορές, αν και οι προτιμήσεις αυτές, σταδιακά επεκτείνονται. Συνολικά, η μεγαλύτερη μη ευρωπαϊκή εξαγωγική αγορά μετά τις ΗΠΑ είναι η Ασία, με την Αφρική και τη Μέση Ανατολή να ακολουθούν. Η Κίνα παραμένει ένας ελάσσον προορισμός εξαγωγών, με μόνο το 11 % των επιχειρήσεων να εξάγουν εκεί.
«Οι εξαγωγικές δραστηριότητες των ΜΜΕ στην Ευρώπη ωριμάζουν γρήγορα», ανέφερε η Cindy Miller. «Οι ΜΜΕ στην Ευρώπη αυτό το διάστημα ανησυχούν κυρίως για πιο πρακτικά ζητήματα, όπως η ασφάλεια των παραδόσεων, τα οποία οι συνεργάτες στον τομέα των logistics μπορούν να βοηθήσουν στην επίλυση τους, προκειμένου να επεκταθούν στις διεθνείς αγορές».
Επιπλέον, παρατηρήθηκε ότι οι περισσότερες ευρωπαϊκές ΜΜΕ εισέρχονται «παθητικά» στον κλάδο των εξαγωγών, καθώς εταιρείες στο Βέλγιο, τη Γαλλία, τη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο ανέφεραν ότι η ζήτηση των πελατών τους ήταν η βασική κινητήρια δύναμη για να ξεκινήσουν τις εξαγωγές , ενώ σε όλες τις αγορές, πλην αυτής της Ιταλίας, η ζήτηση των πελατών ήταν μεταξύ των τριών κυριότερων κινήτρων για εξαγωγές.
Η Ευρωπαϊκή Μελέτη Στοιχείων Εξαγωγών για Μικρές και Μεσαίες Επιχειρήσεις 2015 καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η εξαγωγική δραστηριότητα αναδεικνύεται σε σημαντική προτεραιότητα τόσο για τις Ευρωπαϊκές ΜΜΕ, όσο και για τη συνολική ανάπτυξη της Ευρώπης. Τα ευρήματα της μελέτης, υπογραμμίζουν ότι το 49 % των ΜΜΕ με εξαγωγική δραστηριότητα, σημείωσαν αύξηση του κύκλου των εργασιών τους κατά τα τελευταία τρία χρόνια. Η μελέτη καταδεικνύει ότι ο Ευρωπαϊκός κλάδος των ΜΜΕ με εξαγωγική δραστηριότητα ωριμάζει, ενώ οι εξαγωγείς υιοθετούν νέες τεχνολογίες, στοχεύουν στην ανάπτυξη, και αναζητούν καινοτόμες μεθόδους για την επιχειρηματική τους δραστηριότητα. Τέλος, προσθέτει ότι οι τάσεις αυτές, είναι πιθανό να συνεχιστούν και να ενισχυθούν κατά το επόμενο έτος.
Στην έρευνα ερωτήθηκαν 10.717 ιδιοκτήτες ή διευθυντές ΜΜΕ, συμπεριλαμβανομένων διευθύνων συμβούλων, εμπορικών διευθυντών, και διευθυντών ανάπτυξης πωλήσεων. Οι έρευνα πραγματοποιήθηκε από τις 15 Ιουνίου έως και τις 7 Αυγούστου 2015. Οι συνεντεύξεις έλαβαν χώρα στο Βέλγιο (1.298), την Γαλλία (2.133), τη Γερμανία (1.745), την Ιταλία (1.949), την Ολλανδία (1.087), τη Πολωνία (1.040) και το Ηνωμένο Βασίλειο (1.101). Το δείγμα εταιρειών της μελέτης δημιουργήθηκε από την Dun & Bradstreet, και περιλαμβάνει επιχειρήσεις από τους κλάδους της βιομηχανικής παραγωγής και αυτοκινητοβιομηχανίας, του λιανικού εμπορίου, της υψηλής τεχνολογίας και της υγείας. Για τους σκοπούς της παρούσας μελέτης αποκλείστηκαν επιμέρους κατηγορίες δραστηριότητας σε τομείς όπως αυτούς της παραγωγής τροφίμων, της κλωστοϋφαντουργίας, της παραγωγής γάλακτος, των χημικών προϊόντων, της εστίασης, όπως επίσης και βασικοί τομείς συμπεριλαμβανομένων της γεωργίας, των ορυχείων, και των κατασκευών. Η μελέτη επίσης επέλεξε 200 εταιρείες σε καθεμία από τις επτά αγορές για μια έρευνα εις βάθος.