Η Τράπεζα της Ελλάδος θα
εξετάσει άμεσα τις αιτήσεις των εταιρειών διαχείρισης δανείων, που θα αγοράζουν
«κόκκινα» δάνεια των τραπεζών, αναφέρει η έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για
την επισκόπηση του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος. Αναφορικά με την
πορεία της ελληνικής οικονομίας, εκτιμάται ότι αναπτύχθηκε οριακά, με ρυθμό
0,1%, το 2016, ενώ για φέτος προβλέπεται ρυθμός ανάπτυξης 2,5% και για το 2018
ρυθμός 3%. Η ΤτΕ εκτιμά ότι το δημοσιονομικό αποτέλεσμα του 2016 θα υπερκαλύψει
τον στόχο του προγράμματος, επιβεβαιώνοντας τη θέση της κυβέρνησης. Για το
2017, ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα θεωρείται επιτεύξιμος, αλλά υπόκειται
σε επισφάλειες που μπορούν να αναχαιτισθούν μέσω μίας σειράς δράσεων. Η ΤτΕ τονίζει, επίσης, ότι το επόμενο διάστημα είναι κρίσιμο για την
επιτυχή ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης.
«Στόχος είναι η έγκαιρη
χορήγηση άδειας σε αυτές (τις εταιρείες διαχείρισης δανείων) που πληρούν τα κριτήρια καταλληλότητας με βάση το
υφιστάμενο ρυθμιστικό πλαίσιο, ώστε να αρχίσει άμεσα η αναδιάρθρωση των
χαρτοφυλακίων των τραπεζών», σημειώνει η έκθεση, προσθέτοντας: «Ταυτόχρονα, θα πρέπει να εντατικοποιηθεί από
την Πολιτεία η προσπάθεια για την προώθηση και άλλων εργαλείων ενεργητικής
διαχείρισης απαιτήσεων, όπως η τιτλοποίηση, και στο πλαίσιο αυτό, όπου κριθεί
απαραίτητο, θα υπάρξουν επιπλέον νομοθετικές ή ρυθμιστικές παρεμβάσεις».
Η έκθεση σημειώνει ότι η
διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των ελληνικών τραπεζών αποτελεί τη
βασική προτεραιότητά τους. Το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των
τραπεζών αυξήθηκε ελαφρά στο πρώτο εξάμηνο του 2016 και έφθασε το 45,1% από
44,2% στο τέλος του 2015, γεγονός που αποδίδεται κυρίως στη μείωση των
εξυπηρετούμενων δανείων. «Συγκεκριμένα, ενώ το σύνολο των τραπεζικών πιστώσεων
συρρικνώθηκε με ρυθμό μόλις 1,6% το α΄ εξάμηνο του 2016, το σύνολο των
εξυπηρετούμενων δανείων υποχώρησε σε μεγαλύτερο βαθμό κατά 3,2% σε σχέση με το
τέλος του 2015», αναφέρει η ΤτΕ.
Ο πιστωτικός κίνδυνος που
σχετίζεται με τα νοικοκυριά παρέμεινε σε σχετικά υψηλά επίπεδα κατά το εννεάμηνο
του 2016, δεδομένης της μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών τόσο
από μισθωτές υπηρεσίες όσο και από παροχή υπηρεσιών, ενώ παρατηρήθηκε μείωση
και στην καθαρή αξία της περιουσίας των νοικοκυριών σε σχέση με τα αντίστοιχα
τρίμηνα του 2015, ως αποτέλεσμα τόσο της πτώσης των τιμών των μετοχών όσο και
της μείωσης στις τιμές των ακινήτων.
Όσον αφορά στα εταιρικά
δάνεια, η έκθεση καταγράφει τους κλάδους με τα υψηλότερα ποσοστά «κόκκινων» δανείων.
«Πολύ υψηλά ποσοστά μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων παρατηρούνται στους κλάδους
της εστίασης (76,3%), των αγροτικών δραστηριοτήτων (62,7%), των
τηλεπικοινωνιών, πληροφορικής και ενημέρωσης (58,4%), της μεταποίησης (53,2%)
και των κατασκευών (52,8%), ενώ τα χαμηλότερα ποσοστά παρατηρούνται ενδεικτικά
στους κλάδους της ενέργειας (3,7%), της δημόσιας διοίκησης (7%), των χρηματοπιστωτικών
επιχειρήσεων (27%) και της ναυτιλίας (30,9%)».
Ανάπτυξη 0,1% το 2016 και 2,5% το 2017
Η έκθεση της ΤτΕ σημειώνει
ότι το 2016 αυξήθηκαν οι επενδύσεις κατά 2,3%, λόγω της ανόδου των
επιχειρηματικών επενδύσεων που αντιστάθμισαν την πτώση των επενδύσεων σε
κατοικίες και των δημόσιων επενδύσεων. Για το 2017 και το 2018 προβλέπεται
αύξηση των επενδύσεων κατά 10,2% και 12,2%, αντίστοιχα. Η έκθεση κάνει λόγο και
για το νέο μοντέλο εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας: «Η τάση προς ένα
εξωστρεφές πρότυπο καταγράφεται και από τη μεγέθυνση του μεριδίου των εξαγωγών
στο ΑΕΠ σε ονομαστικούς όρους, το οποίο από 19% το 2009 αυξήθηκε σε 31,9% το
2015. Σημειώνεται επιπλέον ότι η αύξηση των εξαγωγών αγαθών υπερκέρασε την
αύξηση της εξωτερικής ζήτησης τα έτη 2014 – 2015, δείχνοντας αύξηση των
μεριδίων αγοράς των ελληνικών αγαθών στην παγκόσμια οικονομία».
Η έκθεση αποδίδει την
υπεραπόδοση των δημόσιων εσόδων το 2016, μεταξύ άλλων, στην αυξημένη χρήση
πιστωτικών καρτών λόγω των capital
controls.
«Ενδεικτικά,
καθ’ όλη τη διάρκεια του 2016, οι εισπράξεις από ΦΠΑ σημείωσαν έντονα αυξητική
πορεία παρά τη συνεχιζόμενη συρρίκνωση της φορολογικής βάσης κατά τα δύο πρώτα
τρίμηνα και πριν από την αύξηση του βασικού συντελεστή στο 24% τον Ιούνιο,
γεγονός που μπορεί να αποδοθεί και θετική επίδραση από την αυξημένη χρήση
πιστωτικών και χρεωστικών καρτών. Αντίστοιχα υψηλούς θετικούς ρυθμούς μεταβολής
κατέγραψαν τα έσοδα παρελθόντων οικονομικών ετών, εξέλιξη που οφείλεται, πέραν
των νέων ρυθμίσεων για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο, και στην εντατικοποίηση
των ελέγχων».