ΤτΕ: Στο 71,6% η ακούσια μερική απασχόληση στην Ελλάδα το 2015

Η μερική απασχόληση ως
ποσοστό της συνολικής απασχόλησης διπλασιάστηκε την τελευταία δεκαπενταετία υπογραμμίζεται στην ενότητα ” Η ακούσια μερική απασχόληση στην Ελλάδα 2001-2016″που περιλαμβάνεται στην ενδιάμεση έκθεση της ΤτΕ.

Όπως μάλιστα υπογραμμίζεται το ποσοστό της ακούσιας μερικής απασχόλησης στο σύνολο της μερικής απασχόλησης αυξήθηκε από περί που 46% το 2000 σε 71,6% το 2015 και είναι το υψηλότερο στην ΕΕ.

Ο ενισχυμένος ρόλος της μερικής απασχόλησης στην Ελλάδα επιβεβαιώνεται και από τα πρόσφατα στοιχεία του πληροφοριακού συστήματος ΕΡΓΑΝΗ του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, σύμφωνα με τα οποία η
πλειονότητα (54,2%) των νέων προσλήψεων της περιόδου Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2016 αφορούσε
ευέλικτες μορφές εργασίας (μερική και εκ περιτροπής απασχόληση).

Ωστόσο, η Ελλάδα εξακολουθεί να καταγράφει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά μερικής απασχόλησης στην Ευρωπαϊκή
Ένωση.
Το μεγαλύτερο μέρος της μερικής απασχόλησης στην Ελλάδα τα τελευταία έτη χαρακτηρίζεται ως ακούσια (involuntary), καθώς σύμφωνα με την ΕΕΔ η πλειοψηφία των εργαζομένων απασχολείται μερικώς λόγω αδυναμίας εύρεσης πλήρους απασχόλησης.
Ειδικότερα, το ποσοστό
της ακούσιας μερικής απασχόλησης στο σύνολο της μερικής απασχόλησης αυξήθηκε από περί-
που 46% το 2000 σε 71,6% το 2015 και είναι το υψηλότερο στην ΕΕ .

Στην
ευρωζώνη (των 19 χωρών) μόνο το 30% της μερικής απασχόλησης χαρακτηρίζεται ως ακούσια για το 2015 (2000: 19%). Μεταξύ των επιμέρους χωρών, υψηλό ποσοστό ακούσιας μερικής απασχόλησης για το 2015 παρατηρείται επίσης στην Ιταλία (64,3%) και στην Ισπανία
(62,6%).
Αξίζει να επισημανθεί ότι η πρόσφατη άνοδος της ακούσιας μερικής απασχόλησης έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον πολλών ερευνητών και διεθνών οργανισμών.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή
στην έκθεσή της για τις φθινοπωρινές προβλέψεις του 2016 επισημαίνει τη σημαντική άνοδο της
ακούσιας μερικής απασχόλησης στην ευρωζώνη από το 2007 και έπειτα, την οποία αποδίδει πρωτίστως σε διαρθρωτικούς λόγους, όπως η κλαδική μετατόπιση της απασχόλησης προς τις υπηρεσίες, όπου υπάρχει μεγαλύτερη ευχέρεια για μερική απασχόληση, και δευτερευόντως στην μερική απασχόληση ως ποσοστό της.



Προκειμένου να διερευνηθούν οι προσδιοριστικοί παράγοντες της ακούσιας μερικής απασχόλησης
στην Ελλάδα, αξιοποιούνται στοιχεία της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού (ΕΕΔ) της ΕΛΣΤΑΤ
για την περίοδο α’ τρίμηνο 2001-β’ τρίμηνο 2016. Δηλαδή χρησιμοποιούνται συγκεντρωτικά στοιχεία από τα ερωτηματολόγια της ΕΕΔ, τα οποία αφορούν την τρέχουσα και την προ έτους κατά-
σταση απασχόλησης των συμμετεχόντων στην έρευνα.

Η τρέχουσα κατάσταση απασχόλησης δια-
κρίνεται στις ακόλουθες κατηγορίες: πλήρης απασχόληση (F), εκούσια μερική απασχόληση (V),
ακούσια μερική απασχόληση (I), ανεργία (U) και μη οικονομικά ενεργός πληθυσμός ή πληθυ-
σμός σε αργία (N). Η προ έτους κατάσταση απασχόλησης διακρίνεται στις ακόλουθες κατηγο-
ρίες: απασχολούμενοι (E), άνεργοι (U), μη οικονομικά ενεργός πληθυσμός (Ν), ενώ δεν υπάρ-
χει διαθέσιμη πληροφόρηση για την πλήρη και μερική (εκούσια ή ακούσια) απασχόληση.



Ο σημαντικότερος προσδιοριστικός παράγοντας της συνεχιζόμενης ανόδου του ποσοστού
ακούσιας μερικής απασχόλησης είναι πιθανότατα η οικονομική κρίση. Οι εργοδότες μετατρέπουν συμβόλαια πλήρους απασχόλησης σε συμβόλαια μερικής και εκ περιτροπής απασχόλησης προκειμένου να περιορίσουν το κόστος εργασίας και να ανταποκριθούν στη μείωση της ζήτησης αγαθών και υπηρεσιών και στους περιορισμούς χρηματοδότησης.

Η πρακτική
αυτή συμβάλλει στο να διαφυλαχθούν οι θέσεις εργασίας και να περιοριστεί η αύξηση της
ανεργίας, στο μέτρο που οι εργαζόμενοι μέσω της μερικής απασχόλησης προστατεύονται από
τον κίνδυνο της ανεργίας και διατηρούν τη δυνατότητα να επανέλθουν σε καθεστώς πλήρους
απασχόλησης όταν βελτιωθούν η κατάσταση της επιχείρησης και οι γενικότερες οικονομικές
συνθήκες.

Δεν θα πρέπει να παραβλέπεται ωστόσο ότι η εν λόγω πρακτική οδηγεί στην πτώση των αποδοχών των εργαζομένων και ενδεχομένως στην εισοδηματική αστάθεια των νοικοκυριών, επηρεάζοντας βεβαίως επί τα χείρω την καταναλωτική τους συμπεριφορά και το βαθμό ανταπόκρισής
τους στις υφιστάμενες δανειακές τους υποχρεώσεις. Επίσης, η αύξηση της ακούσιας μερικής απασχόλησης μπορεί να συνδέεται με παραβατική συμπεριφορά και εισφοροδιαφυγή εκ μέρους των
εργοδοτών – δηλαδή νόμιμη απασχόληση των εργαζομένων για ορισμένες μόνο ώρες και άτυπη
εφαρμογή απασχόλησης πλήρους ωραρίου.

Δυστυχώς, δεν είναι δυνατόν να μετρηθεί η έκταση
αυτού του φαινομένου, το οποίο δεν αποκλείεται να είναι σημαντικό. Στο βαθμό που η άνοδος
της ακούσιας μερικής απασχόλησης αποδίδεται στην οικονομική κρίση και συνεπώς είναι κυκλικό
φαινόμενο, τότε θα αντιστραφεί (και οι αρνητικές της επιπτώσεις θα υποχωρήσουν) με τη βελ τίωση των οικονομικών συνθηκών.

Σε κάθε περίπτωση, η άνοδος της ακούσιας μερικής απασχόλησης θα μπορούσε να θεωρηθεί
ότι αντανακλά πόρους εργασίας που βρίσκονται σε αργία (idle labour resources), καθώς, όπως
και στην περίπτωση της ανεργίας, υπάρχει περιορισμός στην επιθυμητή προσφορά εργασίας.

Σε αυτή την περίπτωση, το ποσοστό ακούσιας μερικής απασχόλησης από κοινού με το ποσο-
στό ανεργίας θα πρέπει να ληφθούν υπόψη προκειμένου να εκτιμηθεί η κυκλική θέση της οικο-
νομίας και της αγοράς εργασίας (labour market slack), καθώς και η ταχύτητα επιστροφής στο
δυνητικό προϊόν, δηλαδή σε μη πληθωριστική ισορροπία πλήρους απασχόλησης (noninflationary
full employment). Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2016) αναφέρει ότι η κυκλική θέση της
αγοράς εργασίας (labour market slack) στην ευρωζώνη είναι σημαντικά υψηλότερη από ό,τι
υποδηλώνει το ποσοστό ανεργίας.



Σ
Exit mobile version