Την εκτίμηση ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας θα ανέλθει στο 4,2% το 2021 εκφράζει η Τράπεζα της Ελλάδος.
Σύμφωνα με την έκθεση Νομισματικής Πολιτικής της ΤτΕ, η ανάκαμψη αναμένεται να είναι ιδιαίτερα δυναμική το δεύτερο εξάμηνο του 2021, ως αποτέλεσμα της εγχώριας ζήτησης που είχε περιοριστεί, της έναρξης των έργων του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και της αναμενόμενης αύξησης των τουριστικών εισπράξεων σε σχέση με το 2020. Το 2022 και το 2023 ο ρυθμός μεταβολής της οικονομικής δραστηριότητας προβλέπεται ότι θα διαμορφωθεί σε 5,3% (από 4,8% που ήταν η προηγούμενη πρόβλεψη) και 3,9% αντίστοιχα.
Η ΤτΕ διαπιστώνει ότι τα επεκτατικά δημοσιονομικά μέτρα της περιόδου 2020-2021 έχουν επιβαρύνει το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ και τις ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες του Δημοσίου. Ωστόσο, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους παραμένει διασφαλισμένη. Ενώ συνεχίζεται η πτωτική πορεία του δημόσιου χρέους, οι χρηματοδοτικές ανάγκες για την επόμενη δεκαετία διατηρούνται πλέον οριακά στο επίπεδο αναφοράς 15% του ΑΕΠ, με την προϋπόθεση όμως ότι διατηρούνται τα ταμειακά διαθέσιμα σε υψηλό επίπεδο. Ως εκ τούτου, εξαλείφεται οποιοδήποτε περιθώριο χαλάρωσης των μακροπρόθεσμων στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα, ενώ αυξάνονται οι κίνδυνοι σε περίπτωση αρνητικών διαταραχών.
Για το λόγο αυτό η ΤτΕ κρίνει επιβεβλημένο να διατηρηθεί σε υψηλά επίπεδα το ταμειακό απόθεμα του Δημοσίου, καθώς συμβάλλει στη διατήρηση της εμπιστοσύνης των επενδυτών και, κατά συνέπεια, στον περιορισμό του κόστους αναχρηματοδότησης του δημόσιου χρέους, δεδομένου ότι οι τίτλοι του Ελληνικού Δημοσίου υπολείπονται ακόμη της επενδυτικής βαθμίδας αξιολόγησης.
Σε κάθε περίπτωση η ΤτΕ εκτιμά ότι παρά τους κινδύνους που ελλοχεύουν και τις αβεβαιότητες που υπάρχουν, είναι εφικτή μια καλύτερη του αναμενομένου πορεία της οικονομίας την περίοδο 2021-2023. Στους κινδύνους σύμφωνα με την ΤτΕ περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων η επιστροφή της ελληνικής οικονομίας σε μια κατάσταση δίδυμων ελλειμμάτων, σε συνδυασμό με τη διόγκωση του ιδιωτικού και δημόσιου χρέους, αλλά και η λήξη του έκτακτου προγράμματος αγοράς τίτλων της ΕΚΤ θα μπορούσε να ασκήσει ανοδικές πιέσεις στο κόστος δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου αν έως τότε η πιστοληπτική αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας υπολείπεται της επενδυτικής βαθμίδας.
Για τα κόκκινα δάνεια των τραπεζών
Για τα κόκκινα δάνεια των τραπεζών επισημαίνεται ότι παρατηρήθηκε οριακή αύξηση τους στο πρώτο τρίμηνο του 2021, ενώ αναμένεται περαιτέρω αύξηση τους λόγω της πανδημίας. Σε κάθε περίπτωση υπογραμμίζεται η ανάγκη αντιμετώπισης του προβλήματος καθώς τούτο αποτελεί προϋπόθεση για την στήριξη της αναπτυξιακής προσπάθειας της χώρας και την επίτευξη των στόχων του Ταμείου Ανάκαμψης. Συγκεκριμένα, το υπόλοιπο των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων (ΜΕΔ ) στο τέλος Μαρτίου του 2021 ανήλθε σε 47,3 δισ. ευρώ. Ο όγκος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων παρέμεινε υψηλός (30,3%) στο τέλος Μαρτίου του 2021, σχεδόν 12πλάσιος του αντίστοιχου λόγου για τις τράπεζες που εποπτεύονται από τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό στη ζώνη του ευρώ. Εκτιμάται πάντως ότι ο δείκτης ΜΕΔ θα μπορούσε να μειωθεί σε μονοψήφιο ποσοστό σε επίπεδο τραπεζικού συστήματος μέχρι το τέλος του 2022, αν και ορισμένες τράπεζες, ιδίως μη συστημικές, δεν φαίνεται να ακολουθούν τη γενικότερη δυναμική μείωσης των ΜΕΔ.
Τέλος η ΤτΕ υποστηρίζει την ανάγκη σταδιακής κατάργησης των έκτακτων μέτρων που ελήφθησαν για την αντιμετώπιση της κρίσης της πανδημίας καθώς όπως επισημαίνεται στην Έκθεση η βιωσιμότητα πολλών επιχειρήσεων και θέσεων εργασίας ενδέχεται να απειληθεί μετά το τέλος της πανδημίας, τόσο με την άρση των διευκολύνσεων που παρέχονται έως τώρα από το πιστωτικό σύστημα όσο και με την απόσυρση των κρατικών προγραμμάτων στήριξης επιχειρήσεων και εργαζομένων.