Τέσσερις δυσμενείς παράγοντες μπορεί να διατηρήσουν τον πιστωτικό κίνδυνο στα τρέχοντα υψηλά επίπεδα, παρά τη βελτίωση της κεφαλαιακής επάρκειας από τις τελευταίες αυξήσεις κεφαλαίου που ολοκληρώθηκαν το Δεκέμβριο του 2015, επισημαίνει η Τράπεζα της Ελλάδος στην Επισκόπηση του Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού Συστήματος που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα.
Ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας εκπέμπει σήμα κινδύνου για τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα και ζητά να υπάρξει εκκαθάριση των χαρτοφυλακίων των πιστωτικών ιδρυμάτων. Επισημαίνει μια σειρά από λόγους που ο πιστωτικός κίνδυνος δεν έχει περάσει και αναλύει τις προοπτικές που υπάρχουν για τις τράπεζες.
«Στο βαθμό που το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων δεν αντιμετωπιστεί με αποφασιστικό τρόπο, μέσω του θεσμικού πλαισίου της αφερεγγυότητας καθώς και περαιτέρω μέτρων εξυγίανσης, η δυνατότητα των τραπεζών να συντηρούν ή και να επεκτείνουν μελλοντικά τις πιστώσεις προς την πραγματική οικονομία θα επηρεαστεί σοβαρά, επιδεινώνοντας τις προϋποθέσεις για βιώσιμη ανάπτυξη σε μακροπρόθεσμη βάση», αναφέρει η ΤτΕ, στην έκθεση που δημοσιεύεται δύο φορές το χρόνο από τη Διεύθυνση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.
Μάλιστα, η ΤτΕ εκτιμά ότι το πιστοδοτικό κενό για την ελληνική οικονομία ξεπερνά τα 34,5 δισ. ευρώ.
Οι δυσμενείς παράγοντες για τη διατήρηση του πιστωτικού κινδύνου σε υψηλό επίπεδο είναι, σύμφωνα με την ΤτΕ, οι εξής:
(α) οι μακροοικονομικές συνθήκες είναι λιγότερο ευνοϊκές από τις αναμενόμενες, οπότε στην περίπτωση αυτή οι τράπεζες θα χρειαστεί να προσαρμόσουν περαιτέρω τα επιχειρηματικά τους μοντέλα για να αντιμετωπίσουν τις συνεχιζόμενες υποτονικές οικονομικές συνθήκες καθώς και το περιβάλλον των ιστορικά χαμηλών επιτοκίων.
(β) η μεταρρύθμιση του θεσμικού πλαισίου της αφερεγγυότητας δεν αποφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα σε ό,τι αφορά την αποτελεσματικότερη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, οπότε θα επηρεαστεί η ικανότητα των τραπεζών να επεκτείνουν τις πιστώσεις τους προς την πραγματική οικονομία.
(γ) η πιστοληπτική ικανότητα των δανειοληπτών επιδεινώνεται ακόμη περισσότερο από το αναμενόμενο, οπότε τα μέτρα εξυγίανσης δεν θα μπορέσουν να αντισταθμίσουν την περαιτέρω αύξηση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Ως αποτέλεσμα, το χαρτοφυλάκιο χορηγήσεων των τραπεζών θα επηρεαστεί δυσμενώς, ενώ θα περιοριστεί και η ικανότητα των τραπεζών να καλύπτουν επαρκώς τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα από τις προβλέψεις.
(δ) μια ενδεχόμενη παράταση της ύφεσης στην ελληνική οικονομία επηρεάζει πτωτικά και τις αγορές ακινήτων, όπου σε περίπτωση απώλειας του σταθερού εισοδήματος των νοικοκυριών, δεν θα είναι πλέον σε θέση να εξυπηρετήσουν το χρέος τους στα ενυπόθηκα δάνεια που έχουν λάβει ακόμη με την πώληση του ακινήτου τους, ενώ από την άλλη πλευρά, θα επηρεαστεί σημαντικά και η δυνατότητα των τραπεζών να ανακτήσουν τα οφειλόμενα ποσά μέσω ρευστοποίησης των ενυπόθηκων εξασφαλίσεών τους.
Πιστωτικός κίνδυνος από ανοίγματα σε νοικοκυριά
Τα δάνεια προς τα νοικοκυριά αποτελούσαν στο τέλος του 2015 το 46,3% της συνολικής χρηματοδότησης των τραπεζών προς τον εγχώριο ιδιωτικό τομέα21 και τα 2/3 αυτού αφο-ρούσαν στεγαστικά δάνεια. Όπως προκύπτει από την Έρευνα Τραπεζικών Χορηγήσεων που διενεργεί η Τράπεζα της Ελλάδος σε τρι-μηνιαία βάση, οι τράπεζες υιοθέτησαν αυστηρότερα κριτήρια για τη χορήγηση δανείων το 2015 – συγκεκριμένα το β΄ και γ΄ τρίμηνο του 2015 – ενώ τα κριτήρια παρέμειναν αμετάβλητα το α΄ τρίμηνο του 2016.
Η δυσχέρεια των νοικοκυριών να ανταποκριθούν στις δανειακές τους υποχρεώσεις αυξή-θηκε περαιτέρω λόγω της σημαντικής μείωσης της αγοραστικής τους δύναμης καθώς το εργατικό δυναμικό κατευθύνθηκε περισσότερο σε δραστηριότητες μερικής απασχόλησης και ορισμένου χρόνου, σε σύγκριση με τις δραστηριότητες ολικής απασχόλησης και αορίστου χρόνου που υπήρχαν σε μεγάλο βαθμό πριν από τη χρηματοπιστωτική κρίση. Ως εκ τούτου, το σταθερό τμήμα της εισοδηματικής τους βάσης μειώθηκε, με παράλληλη αύξηση της μεταβλητού τμήματος. Ακόμη, η διατήρηση της ανεργίας σε υψηλά επίπεδα – παρά τη σχετική μείωση του ποσοστού ανεργίας – και η αύξηση των φορολογικών υποχρεώσεων και των ασφαλιστικών εισφορών των φυσικών προσώπων αναμένεται να συντελέσουν σε περαιτέρω μείωση του διαθέσιμου εισοδήματός τους, ενώ η αβεβαιότητα για τη διατήρησή του στο μέλλον έχει ήδη οδηγήσει στην καθυστέρηση αποπληρωμών δανειακών υπο-χρεώσεων, ιδίως σε σχέση με προσωπικά δά-νεια, αλλά ακόμη και με στεγαστικά δάνεια.
Πιστωτικός κίνδυνος από ανοίγματα σε επιχειρήσεις
Τα δάνεια προς τις επιχειρήσεις αποτελούσαν το 53,7% της συνολικής χρηματοδότησης των τραπεζών προς τον εγχώριο ιδιωτικό τομέα στην Ελλάδα στο τέλος του 2015. Ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων επιχειρηματικών ανοιγμάτων ως προς τα συνολικά ανοίγματα παρουσίασε αύξηση το 2015, ενώ το ύψος του παραμένει χαμηλότερο από τον αντίστοιχο λόγο για το καταναλωτικό χαρτοφυλάκιο, αλλά υψηλότερος από ότι για το στεγαστικό χαρτοφυλάκιο. Πρέπει να επισημανθεί ότι ο σχετικά υψηλότερος από τον αναμενόμενο λόγο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στο επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο, επηρεάζεται κυρίως από το υψηλό ποσοστό στην κατηγορία των μικρομεσαίων και των πολύ μικρών επιχειρήσεων, ενώ σε ό,τι αφορά την κατηγοριοποίηση ανά κλάδο, πολύ υψηλά ποσοστά σε σχέση με το μέσο όρο παρατηρούνται κυρίως σε κλάδους με μικρότερη συνεισφορά στην πραγματική οικονομία.
Συγκεκριμένα, η αγορά εμπορικών ακινήτων, ο κλάδος της δημόσιας διοίκησης και το εμπόριο συμβάλλουν στο 39% της συνολικής οικονομικής δραστηριότητας, ενώ οι τομείς του τουρισμού, της γεωργίας και των κατασκευών συμβάλλουν μόνο στο 7%, 4% και 3% της οικονομικής δραστηριότητας, αντίστοιχα. Παρόλα αυτά, προκειμένου για τους δείκτες μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων ανά κλάδο, φαίνεται ότι οι υψηλότεροι δείκτες σχετίζονται με τους τομείς που έχουν μικρότερη συμβολή στην οικονομική δραστηριότητα, όπως της γεωργίας και του τουρισμού (58,8% και 53,8% αντίστοιχα). Σε ό,τι αφορά τους κύριους κλάδους, αυτοί επίσης εμφανί-ζουν υψηλούς δείκτες μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (εμπόριο 48,5%, κατασκευές 52,5%, εμπορικά ακίνητα 54,6% και μετα-ποίηση 51,7%). Επομένως, στο βαθμό που παρατηρείται υψηλή συγκέντρωση μη εξυπη-ρετούμενων ανοιγμάτων σε συγκεκριμένους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας, το πρόβλημα καθίσταται περισσότερο διαχειρί-σιμο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι άλλοι τομείς που συμβάλλουν στο 40% της συνολικής οικονομικής δραστηριότητας, έχουν συνολικό δείκτη μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων μικρότερο από το μέσο όρο (43,8% το 2015) για το επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο.
Πάντως η δυνατότητα των τραπεζών να παρέχουν πιστοδοτήσεις μπορεί να αναλυθεί και στο γενικότερο πλαίσιο της προσφοράς και της ζήτησης τραπεζικών πιστώσεων. Σε ότι αφορά την προσφορά πιστώσεων προς τις επιχειρήσεις και κατ’ επέκταση στην πραγματική οικονομία, απαραίτητη προϋπόθεση παραμένει η αποκατάσταση των συνθηκών ρευστότητας. Η παρούσα συγκυρία όμως χαρακτηρίζεται από σημαντική μείωση της καταθετικής βάσης των τραπεζών καθώς και σημαντική εξάρτηση από το μηχανισμό έκτακτης ρευστότητας του Ευρωσυστήματος. Σε ότι αφορά τη ζήτηση τραπεζικών πιστώσεων από τις επιχειρήσεις, αυτή επηρεάζεται από τη συνεχιζόμενη ύφεση της οικονομίας, την αβεβαιότητα για τις προοπτικές της οικονομικής δραστηριότητας καθώς και από την υψη-λή μόχλευση των εταιρειών. Βεβαίως η ολοκλήρωση της αξιολόγησης του προγράμματος της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να επιδράσει θετικά στη σταδιακή ανάκαμψη της οικονομίας από το β΄ εξάμηνο του 2016. Ενδείξεις για την εξέλιξη της συναλλακτικής συμπεριφοράς παρέχουν και τα στοιχεία της ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Α.Ε. Σύμφωνα με τα στοιχεία για το α΄ τρίμηνο του 2016, ο αριθμός και η αξία των ακάλυπτων επιταγών αυξήθηκαν κατά 8,3% και 3% σε ετήσια βάση αντίστοι-χα. Πρέπει όμως να επισημανθεί ότι την περί-οδο 2011-2015 παρατηρήθηκε σημαντική μείωση της κυκλοφορίας επιταγών, ως απο-τέλεσμα (α) της μείωσης της οικονομικής δραστηριότητας και (β) της μείωσης της δυ-νατότητας έκδοσης. Επιπροσθέτως, το α΄ τρί-μηνο του 2016 ο αριθμός των απλήρωτων συναλλαγματικών μειώθηκε κατά 11,4%, ενώ η αξία τους αυξήθηκε κατά 2,1%. Όμως επί-σης κατά την περίοδο 2011-2015 παρατηρή-θηκε σημαντική υποχώρηση στην κυκλοφο-ρία τους, λόγω της μείωσης της επιχειρηματι-κής δραστηριότητας. Επιπλέον, παρατηρήθη-κε μείωση τόσο στον αριθμό όσο και στην αξία πτωχεύσεων την περίοδο 2011-2015, δεδομένου ότι ένας μεγάλος αριθμός μικρο-μεσαίων ιδιαίτερα επιχειρήσεων έχουν κλεί-σει κατά την περίοδο αυτή, ενώ το α΄ τρίμηνο του 2016 οι μειώσεις διαμορφώθηκαν στο 44,6% και 63,6% αντίστοιχα.