Αν και η πρόσφατη ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών κάλυψε τις τρέχουσες εποπτικές απαιτήσεις, αλλά και τις απαιτήσεις των παραγόντων της αγοράς, δημιουργώντας ένα σημαντικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας, δεν είναι αρκετή για να επανεκκινήσει την δανειοδότηση της οικονομίας, συμπεραίνει στο 43ο Οικονομικό Δελτίο της η Τράπεζα της Ελλάδος.
Στην έρευνα του Φαίδωνα Καλφάογλου με τίτλο «Κεφαλαιακή ενίσχυση των τραπεζών: αναγκαία αλλά μη ικανή συνθήκη για τη δανειοδότηση της οικονομίας» τονίζεται:
Η μελέτη εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο η κεφαλαιακή ενίσχυση των τραπεζών επηρεάζει τη συμπεριφορά τους σχετικά με τη δανειοδότηση της οικονομίας. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών ως μέρος κρατικών προγραμμάτων διάσωσης και παρατίθενται τα κριτήρια με βάση τα οποία μπορεί να αξιολογηθεί η επιτυχία ενός τέτοιου προγράμματος σχετικά με τη δημιουργία κινήτρων για την επανεκκίνηση του δανεισμού προς την οικονομία.
Ο στόχος των προγραμμάτων ανακεφαλαιοποίησης είναι αφενός η ενίσχυση της κεφαλαιακής βάσης των τραπεζών και αφετέρου η προστασία της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και η συνέχιση των λειτουργιών της χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης και ιδιαίτερα της δανειοδότησης της οικονομίας. Τείνει ωστόσο να γίνει ευρέως αποδεκτό ότι η σταθεροποίηση της κεφαλαιακής βάσης είναι προϋπόθεση για να μπορέσουν τα τραπεζικά ιδρύματα να ξαναρχίσουν το δανεισμό. Υπό αυτό το πρίσμα, η ανακεφαλαιοποίηση είναι αναγκαία, αλλά μη ικανή συνθήκη για τη δανειοδότηση της οικονομίας. Η ικανή συνθήκη προέρχεται από τις λεπτομέρειες υλοποίησης ενός προγράμματος ανακεφαλαιοποίησης, όπως την ταχύτητα παρέμβασης των αρμόδιων αρχών, το ικανό ύψος της ανακεφαλαιοποίησης, την αντιμετώπιση των γενεσιουργών αιτίων των προβλημάτων των τραπεζών, την επιτυχή αναδιάρθρωσή τους κ.λπ.
Στη μελέτη εξετάζονται δύο διεθνή παραδείγματα προγραμμάτων ανακεφαλαιοποίησης, της Ιαπωνίας και των Ηνωμένων Πολιτειών, για να εξαχθούν τα διδάγματα που προέκυψαν ώστε να αντιπαρατεθούν με την ελληνική εμπειρία και ιδιαιτέρως με το τελευταίο πρόγραμμα ανακεφαλαιοποίησης του Νοεμβρίου 2015.
Το βασικό συμπέρασμα της μελέτης είναι ότι η πρόσφατη ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών κάλυψε τις τρέχουσες εποπτικές απαιτήσεις, αλλά και τις απαιτήσεις των παραγόντων της αγοράς, δημιουργώντας ένα σημαντικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας. Συνεπώς, κρίνεται ότι εκπληρώθηκε η αναγκαία συνθήκη για την επανεκκίνηση της χρηματοδότησης της οικονομίας.
Ωστόσο, για να ικανοποιηθεί και η ικανή συνθήκη, απαραίτητη είναι επίσης η αντιμετώπιση ορισμένων βασικών πηγών αβεβαιότητας που αποτελούν δυνητικά ανασχετικό παράγοντα για τη σταθεροποίηση της κεφαλαιακής βάσης των τραπεζών. Τέτοιες είναι το ενδεχόμενο μεταβολών στις απαιτήσεις του θεσμικού πλαισίου, ο κίνδυνος αναποτελεσματικής διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων και η ανάγκη περαιτέρω αναδιάρθρωσης των τραπεζών. Θετικά προβλέπεται να συμβάλει επίσης η σταδιακή αποκατάσταση των πηγών χρηματοδότησης των τραπεζών. Όσο ταχύτερα υλοποιηθούν οι παραπάνω στόχοι, τόσο γρηγορότερα αναμένεται να ξεκινήσει η χρηματοδότηση της οικονομίας.
Στο 43ο τεύχος δημοσιεύονται κι άλλες μελέτες. Συγκεκριμένα:
Νίκος Βέττας, Ιωάννης Γιωτόπουλος, Ευαγγελία Βαλαβανιώτη και Svetoslav Danchev: “Οι προσδιοριστικοί παράγοντες της εξωστρέφειας των νέων επιχειρήσεων”
Η δημιουργία νέων επιχειρήσεων με εξαγωγικό προσανατολισμό αποτελεί ένα κρίσιμο στόχο πολιτικής, καθώς εκτιμάται ότι θα συμβάλει στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και γενικότερα στην οικονομική ανάπτυξη. Η παρούσα εμπειρική ανάλυση διερευνά τους παράγοντες που επηρεάζουν την απόφαση των νέων επιχειρήσεων στην Ελλάδα να διεισδύσουν σε διεθνείς αγορές. Απώτερος στόχος είναι η διατύπωση προτάσεων πολιτικής για την ενίσχυση της επιχειρηματικής εξωστρέφειας και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.
Όπως προκύπτει από το υπόδειγμα, ο βαθμός εξωστρέφειας μιας επιχείρησης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον τομέα δραστηριότητάς της. Αυξημένη εξωστρέφεια έχουν κυρίως οι επιχειρήσεις του πρωτογενούς τομέα και της μεταποίησης, οι οποίες δεν παρέχουν μεν υπηρεσίες έντασης γνώσης προς επιχειρήσεις, αλλά διαθέτουν τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών. Το μέγεθος της επιχείρησης αποτελεί και αυτό καθοριστικό παράγοντα εξαγωγικού προσανατολισμού, με τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις να εμφανίζονται περισσότερο εξωστρεφείς. Επιπλέον, οι επιχειρήσεις που έχουν ήδη εδραιωθεί στον κλάδο τους τείνουν να έχουν μεγαλύτερη επιτυχία στη διείσδυση σε αγορές εκτός των συνόρων. Απαραίτητη προϋπόθεση για την αύξηση της εξαγωγικής δραστηριότητας των επιχειρήσεων αποτελεί και η ρευστότητα, αλλά και οι περιορισμένες υποχρεώσεις προς τρίτους.
Επομένως, αναδεικνύεται η σημασία της ενεργοποίησης και ανάπτυξης αποτελεσματικών συμβουλευτικών δομών για τις νέες επιχειρήσεις, με σκοπό την ενίσχυση της εξωστρέφειάς τους. Μια πολιτική προς αυτή την κατεύθυνση οφείλει να περιλαμβάνει την αποτελεσματική παροχή υποστηρικτικών υπηρεσιών, όπως α) διευκόλυνση της μεταφοράς πληροφοριών και γνώσης αναφορικά με τις εκτός των συνόρων αγορές και τη ζήτηση για τεχνολογία, β) βοήθεια στην ανάπτυξη ενός στρατηγικού σχεδίου δράσης σχετικά με διεθνείς δραστηριότητες, γ) εργαλεία δικτύωσης με πιθανούς στρατηγικούς επιχειρηματικούς εταίρους που δραστηριοποιούνται ήδη σε ξένες αγορές, δ) κατάρτιση ενός πρακτικού οδηγού για το επιχειρείν σε χώρες εντός και εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ε) εξάλειψη πιθανών νομικών εμποδίων και στ) ενημέρωση για πιθανούς τρόπους χρηματοδότησης της εξαγωγικής δραστηριότητας.
Στυλιανή Μπέλλη και Κωνσταντίνα Μπακινέζου: “Η μετάβαση στη νέα μεθοδολογία κατάρτισης του Ισοζυγίου Πληρωμών – BPM6”
Το 2015 η Τράπεζα της Ελλάδος δημοσίευσε τα στατιστικά στοιχεία του Ισοζυγίου Πληρωμών και της Διεθνούς Επενδυτικής Θέσης υιοθετώντας τη νέα μεθοδολογία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, η οποία περιγράφεται στην 6η έκδοση του “Εγχειριδίου για το Ισοζύγιο Πληρωμών και τη Διεθνή Επενδυτική Θέση” και θέτει τα νέα διεθνή στατιστικά πρότυπα κατάρτισής τους. Η μελέτη παρουσιάζει τις αλλαγές που εισήγαγε η υιοθέτηση της εν λόγω μεθοδολογίας, περιγράφει τη διαδικασία ενσωμάτωσης των στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ στο ισοζύγιο αγαθών και συγκρίνει τις αναθεωρημένες σειρές με εκείνες που προέκυπταν από την προηγούμενη μεθοδολογία.
Η νέα μεθοδολογία παρέχει ολοκληρωμένη μέθοδο καταγραφής και παρακολούθησης των μεταβολών στις διεθνείς συναλλαγές, η οποία συμβάλλει σημαντικά στη διάγνωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών. Η βασική δομή του ισοζυγίου πληρωμών παραμένει η ίδια. Ωστόσο, εισάγονται πλέον νέες υποκατηγορίες, νέες ταξινομήσεις και πιο λεπτομερείς αναλύσεις.
Στην περίπτωση της Ελλάδος, η μετάβαση στη νέα μεθοδολογία κατάρτισης του ισοζυγίου πληρωμών συνοδεύθηκε και από μια επιπλέον σημαντική αλλαγή: την εναρμόνιση των στατιστικών στοιχείων ισοζυγίου πληρωμών με τους εθνικούς λογαριασμούς, μέσω της ενσωμάτωσης των στατιστικών εξωτερικού εμπορίου της ΕΛΣΤΑΤ στο ισοζύγιο αγαθών της Τράπεζας της Ελλάδος. Αυτή η προσαρμογή αποτέλεσε τον κύριο λόγο αναθεώρησης των μεγεθών του ισοζυγίου αγαθών και κατά συνέπεια του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Η εφαρμογή της νέας μεθοδολογίας είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Ωστόσο, η ανάλυση των σειρών που καταρτίστηκαν με βάση τη νέα μεθοδολογία για την περίοδο 2002-2014 δείχνει τη σημαντική θετική προσαρμογή της οικονομίας από το 2009 και μετά, η οποία οδήγησε στον ισοσκελισμό του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών.
Σοφία Λαζαρέτου: “Φυγή ανθρώπινου κεφαλαίου: η σύγχρονη τάση μετανάστευσης των Ελλήνων στα χρόνια της κρίσης”
Τα τελευταία χρόνια, το φαινόμενο της εκροής ανθρώπινου κεφαλαίου, γνωστό με τον όρο “διαρροή” ή “έξοδος εγκεφάλων” (brain drain), έχει λάβει μεγάλες διαστάσεις στην Ελλάδα. Από το 2008 μέχρι το 2013, σχεδόν 223 χιλιάδες νέοι, μόνιμοι κάτοικοι Ελλάδος, ηλικίας 25-39 ετών εξήλθαν μόνιμα από τη χώρα με κατεύθυνση τις περισσότερο ανεπτυγμένες χώρες, αναζητώντας εργασία με καλύτερη αμοιβή και καλύτερες προοπτικές κοινωνικής και οικονομικής προόδου. Τα αποτελέσματα όλων των ερευνών συνηγορούν ότι το σύγχρονο κύμα μετανάστευσης από την Ελλάδα αφορά νέους, άγαμους και με υψηλή μόρφωση. Μεταξύ των σημαντικότερων λόγων μετακίνησης καταγράφονται όχι μόνο η ανεργία και η δυσμενής οικονομική συγκυρία, αλλά και η έλλειψη μέριμνας από την πολιτεία για την παροχή ευκαιριών αριστείας και εξέλιξης. Η ισχυρή εκδήλωση του φαινομένου και η δυναμική του καθιστούν επιτακτικά αναγκαίο, πρώτον, να αποτυπωθούν και να καταγραφούν τα χαρακτηριστικά του, δεύτερον, να διερευνηθούν οι λόγοι για τους οποίους εκδηλώνεται στην παρούσα συγκυρία και, τρίτον, να εντοπιστούν οι αρνητικές επιπτώσεις για την εγχώρια οικονομία.
Πιέστε εδώ για να διαβάσετε το οικονομικό δελτίο της ΤτΕ.