H στέρηση της δυνατότητας
διεξαγωγής πλειστηριασμών υποσκάπτει τις θεμελιώδεις αρχές της τραπεζικής πίστης
και της οικονομίας και αντίκειται στο Σύνταγμα, τονίζει η Ελληνική Ένωση
Τραπεζών (ΕΕΤ) σε ανακοίνωσή της.
Η ανακοίνωση εκδόθηκε μετά την απόφασηεννέα συμβολαιογραφικών συλλόγων της χώρας να απέχουν από τους πλειστηριασμούς
έως το τέλος του 2017. Η ΕΕΤ τονίζει ότι οι τράπεζες έχουν λάβει τα αναγκαία
μέτρα, ώστε οι πλειστηριασμοί να στοχεύουν τους στρατηγικούς κακοπληρωτές, ενώ
τονίζουν τις δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει έναντι των ευρωπαϊκών εποπτικών
αρχών για τη μείωση του όγκου των «κόκκινων» δανείων τους.
Η ανακοίνωση της
ΕΕΤ
Μετά την απόφαση του Συμβολαιογραφικού
Συλλόγου Εφετείων Αθηνών – Πειραιώς – Αιγαίου & Δωδεκανήσου για αποχή των
μελών τους από πλειστηριασμούς έως την 31η Δεκεμβρίου 2017, τα μέλη των εννέα
συμβολαιογραφικών συλλόγων της χώρας απέχουν πλέον από τη διαδικασία, είτε αυτή
διεξάγεται με φυσικό, είτε με ηλεκτρονικό τρόπο. Επομένως, είναι αδύνατη η
διεξαγωγή οποιουδήποτε πλειστηριασμού όσο διαρκεί το καθεστώς αποχής, καθώς με
βάση την ισχύουσα νομοθεσία αποκλειστικά αρμόδιοι για τη διεξαγωγή
πλειστηριασμών είναι οι συμβολαιογράφοι.
Το τραπεζικό σύστημα στο σύνολό του έχει
λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε η διαδικασία των πλειστηριασμών να στοχεύει
τους στρατηγικούς κακοπληρωτές και έχουν προβεί σχετικά σε όλες τις νόμιμες
ενέργειες. Οι τέσσερις συστημικές τράπεζες έχουν αναλάβει έναντι των ευρωπαϊκών
εποπτικών αρχών συγκεκριμένες δεσμεύσεις για την μείωση του αποθέματος μη
εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων σε συγκεκριμένο και αυστηρό χρονοδιάγραμμα. Η
αντιμετώπιση του προβλήματος του μη εξυπηρετούμενου δανεισμού είναι κομβικής
σημασίας για την εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών και για τη δυνατότητά
τους να χρηματοδοτούν απρόσκοπτα την ελληνική οικονομία και τις επιχειρήσεις,
στηρίζοντας την ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Η ομαλή και
απρόσκοπτη είσπραξη των απαιτήσεων είναι και πράξη ευθύνης απέναντι στους
συνεπείς δανειολήπτες.
Υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, η ομαλή
λειτουργία των χορηγήσεων δανείων στηρίζεται και στη δυνατότητα νοικοκυριών και
επιχειρήσεων να παρέχουν εμπράγματες εξασφαλίσεις. Η εκ των πραγμάτων στέρηση
της δυνατότητας για λήψη μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης υποσκάπτει τις
θεμελιώδεις αρχές της τραπεζικής πίστης και της οικονομίας και βέβαια
αντίκειται στο Σύνταγμα.