Το πλαίσιο για την ίδρυση και λειτουργία εταιρειών διαχείρισης ή απόκτησης απαιτήσεων πιστωτικών ιδρυμάτων από «κόκκινα» δάνεια αποσαφηνίζει Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος που δημοσιοποιήθηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης.
Σύμφωνα με την Πράξη, το ελάχιστο αρχικό μετοχικό κεφάλαιο για τις εν λόγω εταιρείες ορίζεται στις 100.000 ευρώ, ενώ, εφόσον προτίθενται πέραν της διαχείρισης απαιτήσεων από μη εξυπηρετούμενα δάνεια, να προβαίνουν σε αναχρηματοδότηση απαιτήσεων, θα πρέπει να έχουν ελάχιστο κεφάλαιο 5,85 εκατ. ευρώ.
Αναγκαία προϋπόθεση για να προσφερθούν προς πώληση απαιτήσεις είναι, να έχει προσκληθεί με εξώδικη πρόσκληση ο δανειολήπτης και ο εγγυητής εντός 12 μηνών προ της προσφοράς να ρυθμίσει ή διακανονίσει τις οφειλές του. Εξαιρούνται απαιτήσεις επίδικες ή επιδικασθείσες και απαιτήσεις κατά οφειλετών μη συνεργάσιμων.
Η Πράξη αναφέρει τα εξής:
Κεφάλαιο Α: Διαδικασία για την παροχή άδειας λειτουργίας στην Ελλάδα
Για την εκ μέρους της Τράπεζας της Ελλάδος παροχή άδειας άσκησης της δραστηριότητας (α) της διαχείρισης απαιτήσεων από μη εξυπηρετούμενα δάνεια ή (β) της διαχείρισης απαιτήσεων σε συνδυασμό με την απόκτηση απαιτήσεων από μη εξυπηρετούμενα δάνεια, κατά τα προβλεπόμενα στο Ν. 4354/2015, απαιτείται η τήρηση της πιο κάτω διαδικασίας, κατά περίπτωση:
Ενότητα Α.1. Παροχή άδειας σε Εταιρεία με έδρα στην Ελλάδα
1. Για Διαχείριση Απαιτήσεων
Για την παροχή άδειας σε υπό ίδρυση ή ήδη λειτουργούσα εταιρεία, προκειμένου να ασκήσει τη δραστηριότητα της διαχείρισης, κατά τα προβλεπόμενα στο Ν. 4354/2015, χωρίς να περιλαμβάνεται στο Καταστατικό της η δυνατότητα να αποκτά την κυριότητα των απαιτήσεων, υποβάλλονται τα εξής:
α) Αίτηση συμπληρωμένη, σύμφωνα με το υπόδειγμα του Παραρτήματος Ι της παρούσας, η οποία συνοδεύεται από τα εκεί προβλεπόμενα δικαιολογητικά.
β) Τα ερωτηματολόγια που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα II της παρούσας, συμπληρωμένα και συνοδευόμενα από τα αντιστοίχως προβλεπόμενα έγγραφα και δικαιολογητικά. Την υποχρέωση συμπλήρωσης και υποβολής των ερωτηματολογίων του Παραρτήματος II της παρούσας φέρουν τα ακόλουθα πρόσωπα:
(αα) Ερωτηματολόγιο Τύπου Α υποβάλλουν:
i) Τα φυσικά πρόσωπα που θα κατέχουν, άμεσα ή έμμεσα, δηλαδή μέσω ελέγχου, κατά την έννοια του σημείου 34) της παρ. 1 του άρθρου 3 του Ν. 4261/2014 (ΦΕΚ Α΄ 107), ενδιάμεσων νομικών προσώπων, ποσοστό συμμετοχής ή δικαιωμάτων ψήφου ίσο ή ανώτερο του 10% στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας ή του εκάστοτε ελάχιστου οριζόμενου από το νόμο ορίου, αν αυτό είναι διαφορετικό.
ii) Τα φυσικά πρόσωπα που αποτελούν τους δέκα μεγαλύτερους μετόχους της εταιρείας, κατά την ανωτέρω έννοια, σε περίπτωση που ο αριθμός των προσώπων της υπό στοιχείο (i) περίπτωσης υπολείπεται των δέκα (10).
iii) Τα φυσικά πρόσωπα που, αν και δεν περιλαμβάνονται στις ως άνω υπό στοιχεία (i) και (ii) περιπτώσεις, ασκούν, μέσω γραπτών ή άλλων συμφωνιών ή μέσω κοινής δράσης, κατά την έννοια της παρ. 5 του άρθρου 23 του N. 4261/2014, τον έλεγχο της εταιρείας.
iv) Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας, με προσδιορισμό των εκτελεστικών μελών που θα είναι πλήρους απασχόλησης και υπεύθυνα για τον καθορισμό του προσανατολισμού της δραστηριότητάς της.
v) Οι επικεφαλής των κρίσιμων λειτουργιών της εταιρείας, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην ΠΔ/ΤΕ 2577/2006 (ΦΕΚ Α΄ 59), όπως ισχύει, σε συνδυασμό με την κατωτέρω Ενότητα Β3, παρ. 2 της παρούσας.
νi) Το αρμόδιο, σύμφωνα με το άρθρο 44 του Ν. 3691/2008, όπως ισχύει, διευθυντικό στέλεχος της εταιρείας.
(ββ) Ερωτηματολόγιο Τύπου Β υποβάλλεται από νομικά πρόσωπα που πληρούν τους όρους της υποπαραγράφου (αα), στοιχεία (i), (ii) ή (iii). Η υποχρέωση υποβολής του εν λόγω ερωτηματολογίου ισχύει παράλληλα και δεν επηρεάζεται από την κατά τα ανωτέρω υποχρέωση που υπέχουν τα φυσικά πρόσωπα που ελέγχουν, άμεσα ή έμμεσα, μέσω ελέγχου ενδιάμεσων νομικών προσώπων, τα ως άνω νομικά πρόσωπα, με την επιφύλαξη της εξαίρεσης που προβλέπεται στην ενότητα Β2 παρ 3 της παρούσας.
(γγ) Ερωτηματολόγιο Τύπου Γ υποβάλλεται από φυσικά πρόσωπα, τα οποία εμπίπτουν στις περιπτώσεις (iv) έως (vi) της ανωτέρω παρ. (αα).
γ) Ισχύον Καταστατικό με όλες τις τροποποιήσεις αυτού.
δ) Πρόγραμμα επιχειρηματικής δραστηριότητας, το οποίο θα περιλαμβάνει πλήρη και λεπτομερή περιγραφή όλων των εργασιών που συνδέονται με τις δραστηριότητες του άρθρου 1 του Ν. 4354/2015, καθώς και των τυχόν άλλων παράλληλων δραστηριοτήτων της εταιρείας. Το εν λόγω πρόγραμμα επιχειρηματικής δραστηριότητας θα παρουσιάζει τη στρατηγική της εταιρείας ανά κατηγορία απαιτήσεων ή τομέα της οικονομίας και γεωγραφική περιοχή, όπου η εταιρεία πρόκειται να στοχεύσει , περιλαμβάνοντας είτε εκτίμηση, χρονικού ορίζοντα δύο (2) τουλάχιστον ετών, για την εξέλιξη των βασικών οικονομικών μεγεθών της Εταιρείας, είτε ίδιας τουλάχιστον χρονικής διάρκειας Σύμβαση Διαχείρισης με συγκεκριμένο πιστωτικό ίδρυμα, κατά τα προβλεπόμενα στην Ενότητα Β.3, παρ. 3, περίπτωση β).
ε) Λεπτομερής περιγραφή της δομής του ομίλου, στον οποίο η εταιρεία τυχόν ανήκει.
στ) Περιγραφή της οργανωτικής δομής και της διοικητικής διάρθρωσης της εταιρείας, συνοδευόμενη από τα σχετικά οργανογράμματα και αναφορά της σύνθεσης και θέσης στο οργανόγραμμα των Επιτροπών που πρόκειται να συσταθούν, κατά τη διακριτική ευχέρεια της Εταιρείας ή υποχρεωτικά, κατ’ εφαρμογή της παρ. 2.1. της κατωτέρω Ενότητας Β.3, καθώς και ο αριθμός και τα προσόντα του προσωπικού που θα στελεχώσει τις αντίστοιχες λειτουργίες του.
ζ) Εγχειρίδιο με τις καταγεγραμμένες πολιτικές και εσωτερικές διαδικασίες για τη διαρκή συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις των κεφ. Β και Γ της παρούσας, το οποίο συμπεριλαμβάνει περιγραφή:
i) της πολιτικής αποφυγής σύγκρουσης συμφερόντων,
ii) του λογιστικού συστήματος και των ελεγκτικών λογιστικών διαδικασιών,
iii) των πληροφοριακών συστημάτων καθώς και του συστήματος πληροφόρησης διοίκησης,
iv) των μεθόδων διαχείρισης, των κριτηρίων ιεράρχησης και κατηγοριοποίησης του χαρτοφυλακίου, των διαδικασιών χειρισμού δανειοληπτών με κοινούς πιστωτές καθώς και χειρισμού χαρτοφυλακίων για λογαριασμό περισσοτέρων του ενός ιδρυμάτων, εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση. Αν η εταιρεία αναλαμβάνει σχεδιασμό λύσεων ρύθμισης / αναδιάρθρωσης, το ως άνω εγχειρίδιο περιλαμβάνει και περιγραφή των κριτηρίων αξιολόγησης της καταλληλότητας των ρυθμίσεων, κριτηρίων αξιολόγησης της μέγιστης ικανότητας αποπληρωμής δανειολήπτη φυσικού προσώπου, λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που τυχόν το κατατάσσουν σε κοινωνικά ευπαθείς ομάδες, καθώς και αξιολόγησης της βιωσιμότητας νομικού προσώπου, κατ’ εφαρμογή των αντίστοιχων διατάξεων του Κώδικα Δεοντολογίας της Τράπεζας της Ελλάδος (ΕΠΑΘ 116/1/25.8.2014, όπως εκάστοτε ισχύει, ΦΕΚ Β΄ 2289),
v) της πολιτικής επικοινωνίας με τους δανειολήπτες (μέθοδοι, συχνότητα, τα τυποποιημένα έντυπα επικοινωνίας), λαμβάνοντας υπόψη και τις απαιτήσεις του N. 3758/2009 (ΦΕΚ Α΄68), σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παρ. 5 του άρθρου 2 του N. 4354/2015, καθώς και των διαδικασιών διαχείρισης παραπόνων/καταγγελιών,
vi) των κριτηρίων επιλογής τυχόν συνεργαζόμενων για λογαριασμό της εταιρείας προσώπων και περιγραφή των μεθόδων της για τη διασφάλιση της τήρησης των συμβατικών υποχρεώσεων ανάθεσης,
vii) των διαδικασιών για τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις της παρ.4 της Ενότητας Β.5 του Κεφαλαίου Β Τα ανωτέρω στοιχεία υπό iv), v) και vi) της παρούσας παραγράφου δεν υποβάλλονται στην περίπτωση που η Εταιρεία ασκεί τη διαχείριση για λογαριασμό εποπτευόμενου πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος που υπόκειται πρωτογενώς στις σχετικές υποχρεώσεις.
2. Για διαχείριση σε συνδυασμό με αγορά απαιτήσεων
Εφόσον εταιρεία με έδρα στην Ελλάδα, προτίθεται, πέραν της διαχείρισης απαιτήσεων από μη εξυπηρετούμενα δάνεια, κατά τα προβλεπόμενα στο N. 4354/2015, να προβαίνει επίσης σε αγορά τέτοιων απαιτήσεων, πέραν των στοιχείων της παρ.1 ανωτέρω, αποδεικνύει την ολοσχερή καταβολή ελάχιστου μετοχικού κεφαλαίου ίσου προς εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ, σε μετρητά ή προς το εκάστοτε οριζόμενο από το νόμο ελάχιστο ποσό, αν αυτό είναι διαφορετικό.
3. Για αναχρηματοδότηση απαιτήσεων
Εφόσον εταιρεία με έδρα στην Ελλάδα, προτίθεται, πέραν της διαχείρισης απαιτήσεων από μη εξυπηρετούμενα δάνεια, κατά τα προβλεπόμενα στο N. 4354/2015, να προβαίνει σε αναχρηματοδότηση απαιτήσεων, σύμφωνα με την παρ. 20 του άρθρου 1 του N. 4354/2015, απαιτείται πέραν των προβλεπόμενων στην ανωτέρω παρ. 1 στοιχείων:
α) ο περαιτέρω εμπλουτισμός τους με την καταγεγραμμένη στρατηγική, πολιτική, διαδικασίες και κανόνες που θα διέπουν τις αναχρηματοδοτήσεις, καθώς και
β) η καταβολή κεφαλαίου ίσου προς το εκάστοτε προβλεπόμενο για ίδρυση εταιρείας πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων στην Ελλάδα, με βάση το Ν. 1905/1990 (ΦΕΚ Α΄ 147). – Σ.σ. προβλέπει πως το καταβεβλημένο μετοχικό κεφάλαιο των ανωνύμων εταιρειών δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το ήμισυ του ελαχίστου μετοχικού κεφαλαίου που απαιτείται για τη σύσταση ανωνύμων τραπεζικών εταιρειών, δηλαδή 5,85 εκατ. ευρώ) .
Ενότητα Α2.
Άδεια σε ήδη λειτουργούντα και εποπτευόμενα ιδρύματα
Αν εταιρεία των περιπτώσεων που αναφέρονται στην Ενότητα Α1. είναι α) χρηματοδοτικό ίδρυμα με έδρα στην Ελλάδα:
αα) ως εταιρεία πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων του N. 1905/1990 ή ββ) ως εταιρεία παροχής πιστώσεων της παρ. 3 του άρθρου 153 του N. 4261/2014 ή γγ) ως εταιρεία χρηματοδοτικής μίσθωσης του Ν. 1665/1986 (ΦΕΚ Α΄ 194) υπό την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος, που προτίθεται να επεκτείνει τη δραστηριότητά της κατά τα προβλεπόμενα στο Ν. 4354/2015, απαιτείται η υποβολή εκ μέρους της αίτησης επέκτασης δραστηριότητας, η οποία θα συνοδεύεται με τα στοιχεία των υποπαρ. γ), δ), στ) και ζ) της Ενότητας Α.1, αναλόγως προσαρμοσμένων και επικαιροποιημένων, για την εκπλήρωση των απαιτήσεων του Ν. 4354/2015 και της παρούσας πράξης.
Ενότητα Α3. Δραστηριοποίηση Εταιρειών με έδρα εκτός Ελλάδος, μέσω Υποκαταστήματος στην Ελλάδα α) Εταιρεία των περιπτώσεων που αναφέρονται στην Ενότητα Α.1., έχει την έδρα της σε άλλο κράτος − μέλος του Ε.Ο.Χ., η οποία, όμως, δικαιούται να δραστηριοποιείται στην Ελλάδα ως υποκατάστημα πιστωτικού ιδρύματος ή χρηματοδοτικού ιδρύματος υποκείμενου στην εποπτεία αρχής κράτους− μέλους του Ε.Ο.Χ., με βάση την Οδηγία 2013/13 και τα άρθρα 34 και 41 του Νόμου 4261/2014 («κοινοτικό διαβατήριο»), πέραν της προβλεπόμενης από τον προαναφερόμενο νόμο γνωστοποίησης, ενημερώνεται από την Τράπεζα της Ελλάδος για υποχρεώσεις που τυχόν απορρέουν από το N. 4354/2015, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 44 της Οδηγίας 2013/36/ΕΚ, όπως αιτιολογείται και στο σημείο 21 του προοιμίου αυτής και των αντίστοιχων άρθρων 34, 39 και 41 του Ν. 4261/2014.
β) Εταιρεία των περιπτώσεων που αναφέρονται στην Ενότητα Α.1., η οποία. έχει την έδρα της σε άλλο κράτος, και δεν εμπίπτει στην ανωτέρω περίπτωση α), υπόκειται στις απαιτήσεις της παρ. 1 της Ενότητας Α1 για παροχή άδειας.
Αν η εταιρεία αυτή προτίθεται να αγοράζει και απαιτήσεις από δάνεια σε καθυστέρηση, θα αποδεικνύει ότι διαθέτει καταβεβλημένο κεφάλαιο τουλάχιστον ίσο προς το ποσό που εκάστοτε ισχύει για εταιρείες που ιδρύονται στην Ελλάδα και δραστηριοποιούνται στην απόκτηση απαιτήσεων, με βάση το Ν. 4354/2015. Αν η εταιρεία τελεί υπό καθεστώς εποπτείας με βάση την εθνική νομοθεσία του κράτους καταγωγής, τα απαιτούμενα στοιχεία υποβάλλονται συνοδευόμενα από τη ρητή συγκατάθεση της αρμόδιας εποπτικής αρχής για την αιτούμενη επέκταση δραστηριοτήτων.
Κεφάλαιο Β: Προληπτική εποπτεία
Ενότητα Β.1. Απόκτηση συμμετοχής
1. Σε περίπτωση απόκτησης συμμετοχής, άμεσα ή έμμεσα ποσοστού που α) φθάνει ή υπερβαίνει τα όρια του που αντιστοίχως προβλέπονται από το άρθρο 1 του N. 4354/2015 όπως εκάστοτε ισχύει, η οποία έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την ενότητα Α.1. και την περίπτωση β της ενότητας Α.3 ανωτέρω, ή β) που καθιστά την Εταιρεία θυγατρική του «υποψήφιου αγοραστή» κατά την έννοια του άρθρου 32 του N. 4308/2014 (ΦΕΚ Α΄ 251), υποβάλλεται από τον «υποψήφιο αγοραστή», υπό την επιφύλαξη της παρ. 3 της Ενότητας Β.2:
α) Το περιλαμβανόμενο στο Παράρτημα II της παρούσας ερωτηματολόγιο Τύπου Α, εφόσον τούτος είναι φυσικό πρόσωπο, άλλως επί νομικών προσώπων το διαλαμβανόμενο στο ίδιο Παράρτημα ερωτηματολόγιο
Τύπου Β. Η υποχρέωση υποβολής του ερωτηματολογίου Τύπου Β ισχύει ανεξάρτητα και δεν επηρεάζεται από την υποχρέωση υποβολής του ερωτηματολογίου Τύπου Α, από τα φυσικά πρόσωπα που άμεσα ή έμμεσα ελέγχουν τα νομικά πρόσωπα. Το εκάστοτε υποβαλλόμενο ερωτηματολόγιο συνοδεύεται από τα αντιστοίχως προβλεπόμενα έγγραφα και δικαιολογητικά.
β) Τα στοιχεία και οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα III της παρούσας.
γ) Η πληροφόρηση της παρ. 1 είναι ανεξάρτητη και δεν επηρεάζει την υποχρέωση του «υποψήφιου αγοραστή» που είναι νομικό πρόσωπο, όπως γνωστοποιεί και την ταυτότητα των φυσικών προσώπων που το ελέγχουν άμεσα ή έμμεσα.
2. Η Τράπεζα της Ελλάδος διατηρεί τη διακριτική ευχέρεια να ζητά τα στοιχεία της παρ. 1 και να υποβάλει σε αξιολόγηση σύμφωνα με την Ενότητα Β.2. της παρούσας και τον «πραγματικό δικαιούχο» και τα τυχόν παρεμβαλλόμενα μεταξύ αυτού και του «υποψηφίου αγοραστή» πρόσωπα.
3. Η πρόθεση μείωσης συμμετοχής, κάτω από τα όρια της παρ. 1 γνωστοποιείται γραπτώς στην Τράπεζα της Ελλάδος από το φυσικό ή νομικό υπόχρεο πρόσωπο, κάτοχο της συμμετοχής, αναφέροντας το ποσοστό που προτίθεται να διατηρήσει.
4. Οι γνωστοποιήσεις των παρ. 1 και 3 υποβάλλονται και από Εταιρείες εντός 10 ημερών από το χρόνο που περιέρχονται σε γνώση της.
Ενότητα Β.2. Κριτήρια αξιολόγησης προσώπων
1. Η εποπτική αξιολόγηση των φυσικών και νομικών προσώπων με βάση την παρούσα Πράξη αφορά στην εξέταση της φήμης, γνώσεων, δεξιότητες και εμπειρίας τους, εν σχέσει με τα κατά περίπτωση καθήκοντα, καθώς και επαγγελματικές ή συγγενικές σχέσεις, για τη συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις του N. 4354/2015 και διεξάγεται από την Τράπεζα της Ελλάδος, κατ΄αναλογία των εφαρμοζόμενων για πιστωτικά ιδρύματα και δεν υποκαθιστούν την ευθύνη που πρωταρχικά φέρουν οι ίδιες οι Εταιρείες για πρόσληψη ικανών και κατάλληλων στελεχών:
2. Η αξιολόγηση λαμβάνει χώρα στις περιστάσεις: α) Υποβολής αίτησης για αρχική άδεια λειτουργίας ή για την απόκτηση συμμετοχής, β) Μεταβολής του αξιολογηθέντος προσώπου εξ οιασδήποτε αιτίας, και γ) οποτεδήποτε, με πρωτοβουλία της Τράπεζας της Ελλάδος.
3. Εάν τα πρόσωπα που αξιολογούνται με βάση την παρούσα Πράξη έχουν αξιολογηθεί από άλλη εποπτική αρχή ή από την Τράπεζα της Ελλάδος για σκοπούς ακεραιότητας και καταλληλότητας, σχετικά με καθήκοντα που αφορούν ρυθμιζόμενες δραστηριότητες του χρηματοπιστωτικού τομέα, με βάση το κοινοτικό ή ισοδύναμο προς αυτό δίκαιο, η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να μην επαναλάβει την αξιολόγησή τους αλλά να αρκεστεί σε γνωστοποίηση της ταυτότητας είτε των προσώπων αυτών είτε μόνο του νομικού προσώπου που υπόκειται στο καθεστώς εποπτείας, επιφυλασσόμενη του δικαιώματος διαβούλευσης με την αντίστοιχη εποπτική αρχή.
Στην περίπτωση που μέτοχοι της Εταιρείας είναι νομικά πρόσωπα εισηγμένα σε οργανωμένη αγορά, οι διατάξεις της περίπτωσης β της παρ. 1 της Ενότητας Α1 δεν εφαρμόζονται για τα πρόσωπα που, άμεσα ή έμμεσα, συμμετέχουν στα εν λόγω νομικά πρόσωπα
Β.3. Οργανωτικές απαιτήσεις
1. Διαχωρισμός δραστηριοτήτων
Στην περίπτωση που η Τράπεζα της Ελλάδος κρίνει ότι παρακωλύεται η εποπτική παρακολούθηση των κανόνων που θεσπίζονται με την παρούσα, μπορεί να ζητά όπως οι εταιρείες που λαμβάνουν άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τις ενότητες Α.1., Α2 και Α3 περίπτωση β, προβαίνουν σε κατάλληλο λειτουργικό και λογιστικό διαχωρισμό των δραστηριοτήτων εκείνων που ρυθμίζονται με το Ν. 4354/2015 από τυχόν παράλληλες δραστηριότητές τους.
2. Εσωτερικά συστήματα, διαδικασίες και όργανα διοίκησης
1.α) Οι εταιρείες που λαμβάνουν άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τις ενότητες Α.1 και Α3 περίπτωση β, οφεί λουν να συμμορφώνονται, ομοίως με την περίπτωση των Εταιρειών της ενότητας Α2, με τις σχετικές διατάξεις της ΠΔ/ΤΕ 2577/.2006, όπως ισχύει εξαιρουμένων των διατάξεων περί χωριστής λειτουργίας διαχείρισης κινδύνων και αντίστοιχης Επιτροπής.
β) Η Τράπεζα της Ελλάδος διατηρεί την ευχέρεια να απαιτεί τη σύσταση χωριστής λειτουργίας διαχείρισης κινδύνων και αντίστοιχης Επιτροπής από μέλη του Δ.Σ., αν, το κρίνει σκόπιμο με βάση την αρχή της αναλογικότητας και κριτήρια, το μέγεθος και την πολυπλοκότητα των υπό διαχείριση χαρτοφυλακίων της Εταιρείας.
2. Κατά την αξιολόγηση των συστημάτων, μεθόδων και διαδικασιών της Εταιρείας, η Τράπεζα της Ελλάδος λαμβάνει υπόψη, τις σχετικές κατευθυντήριες, γραμμές, γνώμες της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Αρχής, σχετικά τεχνικά πρότυπα και τις βέλτιστες διεθνείς πρακτικές.
Στο πλαίσιο αυτό, η Τράπεζα της Ελλάδος προσαρμόζει τις σχετικές απαιτήσεις της, ιδίως εν αναφορά με τα στοιχεία υπό iv, v και vi της παρ. 1, περίπτωση. ζ) της Ενότητας Α.1, λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της αναλογικότητας, με κριτήριο το βαθμό διαφοροποίησης των χαρτοφυλακίων και το ύψος των υπό διαχείριση απαιτήσεων.
3. Σύμβαση Ανάθεσης Διαχείρισης
α) Το σχέδιο της Σύμβασης Ανάθεσης της Διαχείρισης, υποβάλλεται στην Τράπεζα της Ελλάδος από το πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα που αναθέτει τη διαχείριση της απαίτησης, εφόσον τούτο εποπτεύεται από την Τράπεζα της Ελλάδος, πριν την υπογραφή της ή, όταν δεν συντρέχει αυτή η περίπτωση από την ίδια την Εταιρεία.
Η Σύμβαση απαιτείται: (αα) να είναι σύμφωνη με τα προβλεπόμενα στο άρθρο
2 του N. 4354/2015 και επίσης να περιλαμβάνει τουλάχιστον:
i) περιγραφή των μεθόδων και διαδικασιών που αναφέρονται στην περίπτωση. ζ της παρ. 1 της ενότητας Α1, ii) τα προβλεπόμενα στις υποπαρ, β) έως ε) της παρ. 1 του Κεφαλαίου Ε, καθώς και iii) πρόβλεψη για την ασφαλή και απρόσκοπτη πρόσβαση ή για τη μεταβίβαση όλων των στοιχείων και πληροφοριών εν σχέσει με την υπό διαχείριση απαίτηση, καθορίζοντας με σαφήνεια αν η Εταιρεία αναλαμβάνει και την ευθύνη ειδοποίησης του οφειλέτη, κατά τα προβλεπόμενα στο N. 2472/1997 (ΦΕΚ Α΄ 50).Και (ββ) να έχει εγκριθεί από τα αρμόδια όργανα διοίκησης των υπόχρεων.
β) Εφόσον η διαχείριση ανατίθεται από πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα εποπτευόμενο από την Τράπεζα της Ελλάδος η ανάθεση διέπεται παράλληλα και από τις διατάξεις του Παραρτήματος 1 της ΠΔ/ΤΕ 2577/2006, όπως ισχύει.
Ενότητα Β4. Αναχρηματοδότηση της απαίτησης
1. Για την αναχρηματοδότηση απαίτησης απαιτείται τήρηση αρχείου που επιδεικνύεται στην Τράπεζα της Ελλάδος, όποτε αυτό ζητηθεί και περιλαμβάνει τα κάτωθι:
α) Τη σύμφωνη γνώμη του κυρίου των απαιτήσεων. Σε περίπτωση πλειόνων πιστωτών, η συγκατάθεση απαιτείται, ανεξαρτήτως αν η Εταιρεία έχει συνάψει σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης με το ίδρυμα−πιστωτή.
β) Το σχέδιο αναδιάρθρωσης, στο πλαίσιο του οποίου συμφωνήθηκε η αναχρηματοδότηση, εγκεκριμένο από τα αρμόδια διοικητικά όργανα.
2. Αναχρηματοδότηση απαιτήσεων έναντι οφειλετών που έχουν «ειδική σχέση», κατά την έννοια του Παραρτήματος Ι της ΠΔ/ΤΕ 2651/2012 (ΦΕΚ Β΄ 199), με την Εταιρεία ή το πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα – κύριο της απαίτησης εγκρίνεται προηγουμένως από τα Διοικητικά Συμβούλια της εταιρείας και του κυρίου της απαίτησης, αντιστοίχως.
Ενότητα Β5. Κανόνες που διέπουν τις σχέσεις με οφειλέτες
1. Κώδικας Δεοντολογίας του Ν. 4224/2013
Από τις Εταιρείες των Ενοτήτων Α.1, Α.2 και Α.3 εφαρμόζονται οι διατάξεις της απόφασης ΕΠΑΘ 116/1/25.8.2014, όπως ισχύει, λαμβάνοντας υπόψη τα στάδια που τυχόν έχουν προηγηθεί και τα στοιχεία που τυχόν έχουν παρασχεθεί εκατέρωθεν.
Σε περίπτωση που, πριν από την ανάθεση της διαχείρισης ή πριν τη μεταβίβαση απαιτήσεων, έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία του Κώδικα Δεοντολογίας χωρίς να τελεσφορήσει λύση ρύθμισης παρά το γεγονός ότι ο δανειολήπτης υπήρξε «συνεργάσιμος», η τυχόν επανάληψη της διαδικασίας από την εταιρεία διαχείρισης ή από την εταιρεία που αποκτά την απαίτηση πρέπει να συνοδεύεται από τεκμηρίωση της καταλληλότητας νέας πρότασης ρύθμισης κατόπιν επικαιροποίησης της αξιολόγησης της τρέχουσας και μελλοντικής ικανότητας αποπληρωμής του δανειολήπτη, λαμβάνοντας υπόψη τις «εύλογες δαπάνες διαβίωσης», αν τούτος είναι φυσικό πρόσωπο ή της βιωσιμότητάς του αν είναι νομικό πρόσωπο.
2. Διαφάνεια – ενημέρωση− χειρισμός παραπόνων
Από τις Εταιρείες των Ενοτήτων Α1, Α.2 και Α.3 εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις της ΠΔ/ΤΕ 2501/31.10.2002 «Ενημέρωση των συναλλασσόμενων με τα πιστωτικά ιδρύματα για τους όρους που διέπουν τις συναλλαγές τους», όπως ισχύει.
3. Λοιπών διατάξεων που στοχεύουν στην προστασία του Καταναλωτή
Κάθε ποινή που τυχόν επιβάλλεται από άλλες αρχές για παραβιάσεις του N. 2251/1994 (ΦΕΚ Α΄ 191) και της λοιπής νομοθεσίας που διέπει την προστασία του καταναλωτή (παρ. 22 άρθρου 1 του N. 4354/2015) θα συνεκτιμάται από την Τράπεζα της Ελλάδος κατά την αξιολόγηση της επάρκειας της λειτουργίας κανονιστικής συμμόρφωσης της Εταιρείας.
4. Εφαρμογή του N. 3691/2008
Εφαρμόζονται οι κατ’ εξουσιοδότηση του N. 3691/2008 (ΦΕΚ Α΄ 166) αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος από τις Εταιρείες της παρούσας που εμπίπτουν στον ορισμό του «χρηματοπιστωτικού οργανισμού» του άρθρου 4 του εν λόγω νόμου.
Κεφάλαιο Γ: Υποβολή στοιχείων και αναφορών
1. Οι εταιρείες που λαμβάνουν άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τις Ενότητες Α.1 και Α3, περίπτωση β, υποβάλλουν σε περιοδική βάση, σύμφωνα με τις εκάστοτε προβλεπόμενες ημερομηνίες που ισχύουν για τα πιστωτικά ιδρύματα:
α) Τις οικονομικές καταστάσεις της παρ. 17 του άρθρου 1 του N. 4354/2015, με ανάλυση των μεγεθών που συνδέονται με την άσκηση των ρυθμιζόμενων με την παρούσα δραστηριοτήτων, καθώς και τυχόν πιστωτικών διευκολύνσεων που έχουν χορηγηθεί προς ή έχουν παρασχεθεί ανά πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα με έδρα στην Ελλάδα.
β) Τα Υποδείγματα του Παραρτήματος ΙΙ της Π.Ε.Ε. 42/2014 (ΦΕΚ Β΄ 1582), όπως ισχύει.
γ) Τα εκάστοτε προβλεπόμενα για την παρακολούθηση της τήρησης του Κώδικα Δεοντολογίας στοιχεία και πληροφορίες.
δ) Τους οφειλέτες άνω του 1 εκατ. με ανάλυση ανά πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα πιστωτή.
ε) Οφειλέτες που έχουν «ειδική σχέση», κατά την έννοια του Παραρτήματος Ι της ΠΔ/ΤΕ 2651/2012, με την Εταιρεία και ύψος οφειλής.
στ) Τις προβλεπόμενες στις περιπτώσεις 1.1 έως και 1.4 της παρ. VI.1. της ΠΔΤΕ 2577/2006 εκθέσεις και τα υποδείγματα των Κεφαλαίων Δ και Ζ της ΠΔΤΕ 2501/2002 (ΦΕΚ Α΄ 277).
2. Τα στοιχεία των υποπαραγράφων β έως ε της ανωτέρω παρ. 1 υποβάλλονται χωριστά α) για απαιτήσεις που έχουν μεταβιβασθεί στην Εταιρεία κατά κυριότητα και β) για απαιτήσεις υπό διαχείριση των οποίων η κυριότητα δεν ανήκει πλέον σε εποπτευόμενο πρόσωπο της κατωτέρω παρ. 3.
3. Τα στοιχεία των υποπαραγράφων β και γ της ανωτέρω παρ. 1 δεν υποβάλλονται για υπό διαχείριση απαιτήσεις, εφόσον κύριος της απαίτησης τυγχάνει ίδρυμα που έχει πρωτογενή υποχρέωση υποβολής τους δυνάμει της ΠΕΕ 42/2014, όπως ισχύει.
4. Εταιρείες της ενότητας Α 3, περίπτωση α) υποβάλλουν μόνο τα στοιχεία α), γ) και τις Εκθέσεις του στοιχείου στ) της ανωτέρω παρ. 1.
Κεφάλαιο Δ: Δαπάνες εποπτείας
Οι εταιρείες που εποπτεύονται και αδειοδοτούνται σύμφωνα με την παρούσα καταβάλλουν στην Τράπεζα της Ελλάδος, ετησίως, τέλος για την κάλυψη των δαπανών της σχετικής εποπτείας. Η πρώτη καταβολή διενεργείται 15 ημέρες μετά τη λήξη του ημερολογιακού έτους εντός του οποίου παρασχέθηκε η άδεια για ποσό ίσο προς 3.000 ευρώ. Αν η άδεια παρασχέθηκε εντός του Δ΄ ημερολογιακού τριμήνου, το τέλος καταβάλλεται για πρώτη φορά 15 ημέρες μετά τη λήξη του επόμενου έτους. Το τέλος αυτό από το δεύτερο έτος κι εφεξής, μετά την υπαγωγή Εταιρείας σε εποπτεία με βάση την παρούσα θα αποτελεί ποσοστό συνδεόμενο με παραμέτρους που επηρεάζουν το κόστος εποπτείας, όπως θα εξειδικευτεί με νεότερη απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος.
Κεφάλαιο Ε: Εξειδίκευση υποχρεώσεων των υποκειμένων στην ΠΠΕ 42/2014 Ιδρυμάτων κατά τη συνεργασία τους με εταιρείες του Ν. 4354/2015
Λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη παρακολούθησης του λειτουργικού και πιστωτικού κινδύνου, σε συνέπεια με τα προβλεπόμενα στις ΠΔ/ΤΕ 2577/2006 και Π.Ε.Ε. 42/2014, τα υποκείμενα στις σχετικές απαιτήσεις ιδρύματα που αναθέτουν τη διαχείριση ή μεταβιβάζουν την απαίτηση οφείλουν ιδίως να έχουν καθορίσει με αναλυτική περιγραφή, κατόπιν έγκρισης του Διοικητικού τους Συμβουλίου, γραπτώς και να εφαρμόζουν με συνέπεια τα εξής:
1. Σε σχέση με ανάθεση διαχείρισης
α) Κριτήρια επιλογής εταιρείας διαχείρισης,
β) Τριμηνιαία Παρακολούθηση της αποτελεσματικότητας διαχείρισης (operational targets),
γ) Τη μέθοδο παρακολούθησης της τήρησης από την Εταιρεία των απαιτήσεων της Ενότητας Β.5 της παρούσας,
δ) Καταγραφή των επιλέξιμων διορθωτικών μέτρων και των κριτηρίων με τα οποία αυτά ενεργοποιούνται,
ε) Προϋποθέσεις λύσης της Σύμβασης Διαχείρισης.
στ) Ορισμό των υπεύθυνων οργάνων διοίκησης, λαμβάνοντας υπόψη τα προβλεπόμενα στην Π.Ε.Ε. 42/2014 και την ΠΔ/ΤΕ 2577/2006, όπως ισχύουν.
2. Σε σχέση με μεταβιβαζόμενα χαρτοφυλάκια
α) Στρατηγική ιδρύματος για τη μεταβίβαση απαιτήσεων (διαδικασία – κριτήρια επιλογής χαρτοφυλακίου − υπεύθυνα για την έγκριση διοικητικά στελέχη),
β) Τις μεθόδους αποτίμησης των προς μεταβίβαση απαιτήσεων, τη διαδικασία έγκρισης και τα αρμόδια διοικητικά όργανα,
γ) Πολιτική αποφυγής συγκρούσεων συμφερόντων μεταξύ μετόχων και διοικητικών στελεχών του πιστωτικού ιδρύματος, της Εταιρείας και των δανειοληπτών των οποίων οι απαιτήσεις εκχωρούνται προς διαχείριση ή κατά κυριότητα στην Εταιρεία, περιλαμβανομένων κανόνων αποφυγής προνομιακής χρηματοδότησης.
1. α) Η Τράπεζα της Ελλάδος διατηρεί το δικαίωμα να ζητά πρόσθετα στοιχεία και πληροφορίες για την επίτευξη των σκοπών της εποπτείας και για λόγους διαφάνειας. β) Σε περίπτωση υποβολής από υπό σύσταση εταιρεία αίτησης, η άδεια λειτουργίας παρέχεται από την Τράπεζα της Ελλάδος μόνο μετά την κατά νόμο σύσταση της εταιρείας.
2. Στην περίπτωση που στοιχεία και πληροφορίες που έχουν υποβληθεί για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας μεταβάλλονται κατά τη διάρκεια της λειτουργίας, γνωστοποιείται, αμελλητί, η σχετική μεταβολή από την εταιρεία, εφόσον η μεταβολή αυτή τελεί ευλόγως σε γνώση της.
3. Σε περίπτωση αντικατάστασης, απομάκρυνσης ή εν ένει μεταβολής κάποιου από τα υπόχρεα προς υποβολή ερωτηματολογίου Τύπου Γ διοικητικά και διευθυντικά τελέχη, η εταιρεία γνωστοποιεί άμεσα στην Τράπεζα ης Ελλάδος τη μεταβολή αυτή, αναφέροντας και τους λόγους που την προκάλεσαν.
4. Σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι στοιχεία ή πληροφορίες που υποβλήθηκαν, κατ εφαρμογή της παρούσας, είναι αναληθή ή παραπλανητικά, καθώς επίσης και στην περίπτωση μη συμμόρφωσης προς τις διατάξεις της παρούσας, η Τράπεζα της Ελλάδος, δύναται, ανεξαρτήτως της τυχόν ποινικής ευθύνης, να επιβάλλει κυρώσεις, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας ανάκλησης της χορηγηθείσας άδειας λειτουργίας, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 55Α του Καταστατικού της και στις οικείες διατάξεις του Ν. 4354/2015.
5. Τα πιστοποιητικά που υποβάλλονται στην Τράπεζα της Ελλάδος για τους σκοπούς της παρούσας πρέπει να έχουν εκδοθεί από νομίμως εξουσιοδοτημένα πρόσωπα, να έχουν επισήμως επικυρωθεί και να έχουν μεταφρασθεί στην ελληνική ή αγγλική γλώσσα.
6. Εξουσιοδοτείται η Διεύθυνση Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος να παρέχει οδηγίες, να εκδώσει τα υποδείγματα για την υποβολή των στοιχείων για την εφαρμογή του Κεφαλαίου Γ της παρούσας και να παραλαμβάνει και επεξεργάζεται στοιχεία και πληροφορίες που υποβάλλονται κατ’ εφαρμογή της παρούσας».