Η αξία της πρώτης κατοικίας που θα προστατεύεται, στο πλαίσιο του νόμου που επεξεργάζεται η κυβέρνηση, το κατά πόσο η προστασία αυτή θα παρέχεται μόνο για οφειλές από στεγαστικά δάνεια ή θα αφορά και περιπτώσεις πρώτης κατοικίας λόγω οφειλών από επιχειρηματικά δάνεια, καθώς και το ύψος του “κουρέματος” που θα δίνουν οι τράπεζες για τη ρύθμιση αυτών των δανείων, είναι τα τρία επίμαχα θέματα, πάνω στα οποία επικεντρώνονται οι διαφωνίες κυβέρνησης- τραπεζών και θεσμών.
Τα χρέη που θα εντάσσονται στη ρύθμιση για την προστασία της πρώτης κατοικίας. Η κυβέρνηση προτείνει να προστατεύεται η πρώτη κατοικία και για χρέη που έχουν προκύψει από επιχειρηματική δραστηριότητα, αλλά και τα χρέη όσων είχαν εμπορική ιδιότητα στο παρελθόν κι έχουν κλείσει τα βιβλία τους. Αντίστοιχα, προτείνει στην πλατφόρμα να έχουν δικαίωμα να ενταχθούν εκ νέου, δηλ. να ξανακάνουν αίτηση και όσοι έχουν απορριφθεί μέχρι σήμερα από τα δικαστήρια λόγω αστοχιών του νόμου. Και τα τρία παραπάνω απορρίπτονται από τις τράπεζες που επιμένουν ότι αντικείμενο προστασίας θα πρέπει να είναι μόνο οι οφειλές από στεγαστικά δάνεια. Αντίστοιχα, απορρίπτουν την άποψη ότι θα πρέπει να επανεξεταστούν περιπτώσεις του νόμου Κατσέλη που απορρίφθηκαν από τα δικαστήρια.
Το ύψος του “κουρέματος” αποτελεί αντικείμενο διαφωνίας στο πλαίσιο του εύρους της προστασίας που θα παρέχεται. Εφόσον η αξία της πρώτης κατοικίας που προτείνεται να προστατευθεί είναι αυτή των 250.000 ευρώ, αυτό σημαίνει ότι αντικείμενο της ρύθμισης θα αποτελέσει η πλειονότητα των κόκκινων στεγαστικών δανείων που σήμερα φτάνουν τα 16 δισ. ευρώ. Οι τράπεζες θεωρούν ότι τα όρια αυτά θα τους υποχρεώσουν να κάνουν “γενναία κουρέματα” οφειλών, τα οποία θα επιβαρύνουν τα κεφάλαιά τους, με δεδομένο, όπως υποστηρίζουν, ότι τα 160 εκατ. ευρώ που έχει προϋπολογίσει το Δημόσιο ως συνεισφορά για το 2019 στους αδύναμους, δεν επαρκούν για να καλύψουν τη διαφορά της δόσης που θα πρέπει να πληρώσει κάποιος μετά τη ρύθμιση.
Πηγή πληροφοριών: Καθημερινή