Την ανάγκη να ληφθούν στοχευμένα μέτρα και όχι οριζόντια για την στήριξη της κοινωνίας επεσήμανε ο επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής Φραγκίσκος Κουτεντάκης, κατά την διάρκεια παρουσίασης της Έκθεσης για την πορεία της οικονομίας το 4ο τρίμηνο του 2021. Όπως χαρακτηριστικά τόνισε ότι δεν θα πρέπει να είναι βασική επιδίωξη τα οριζόντια μέτρα ειδικά στο θέμα των καυσίμων και αυτό διότι, όπως σημείωσε θα ευνοούνταν άνθρωποι που δεν το έχουν ανάγκη, ενώ ταυτόχρονα επιβαρύνεται σημαντικά ο προϋπολογισμός, χωρίς να είναι σίγουρο ότι τα μέτρα θα φέρουν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα για την κοινωνία.
Ανέφερε επίσης ότι μεγαλύτερη αναγκαιότητα προκύπτει για μέτρα στήριξης αναφορικά με το ηλεκτρικό ρεύμα, το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο θέρμανσης και έπονται τα καύσιμα.
Αναφορικά με την πορεία της οικονομίας στην έκθεση αναφέρεται ότι «οι έκτακτες συνθήκες δημιουργούν σημαντικές προκλήσεις για τη χώρα μας. Οι προβλέψεις του Γραφείου Προϋπολογισμού για την οικονομική μεγέθυνση του 2022 ήταν στο 3,58% πριν την έναρξη της Ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία και περιορίζονται στο 2,75% στο ήπιο σενάριο και 2,21% στο δυσμενές σενάριο ανάλογα με την έκταση των διαταραχών στις διεθνείς τιμές ενέργειας και τροφίμων καθώς και την επιδείνωση του κλίματος εμπιστοσύνης και την αναταραχή των χρηματοπιστωτικών αγορών. Ωστόσο, η τελική επίπτωση θα εξαρτηθεί από την διάρκεια του πολέμου, την έκβασή του και την αντίδραση της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο».
Οι επιπτώσεις του πολέμου
Σε ό,τι αφορά τις επιπτώσεις από τον πόλεμο σημειώνεται ότι «αναμένεται να οδηγήσουν σε έντονες δημοσιονομικές πιέσεις τόσο από την πλευρά των εσόδων (λόγω οικονομικής επιβράδυνσης) όσο και από την πλευρά των δαπανών (πίεση για κάλυψη ενεργειακού κόστους). Ωστόσο, θα πρέπει να επισημανθεί ότι, ακόμα και αν αποφασιστεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο μια παράταση της γενικής ρήτρας διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και για το 2023 ή μια ενδεχόμενη εξαίρεση των αμυντικών δαπανών από τους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες, οι δημοσιονομικές δυνατότητες της χώρας μας είναι περιορισμένες. Οι πρωτοφανείς επεκτατικές πολιτικές που ασκήθηκαν για την αντιμετώπιση της πανδημίας έχουν προκαλέσει μια σωρευτική δημοσιονομική επιδείνωση της τάξης των 30 δισ. ευρώ. Ο συνδυασμός μειωμένων φορολογικών εσόδων και αυξημένων δαπανών, παρότι αναγκαίος στις έκτακτες συνθήκες, δεν είναι βιώσιμος μεσοπρόθεσμα. Το ύψος του πρωτογενούς ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης και του δημόσιου χρέους σε συνδυασμό με την απουσία επενδυτικής βαθμίδας καθιστούν τα ελληνικά κρατικά ομόλογα ιδιαίτερα ευάλωτα σε ενδεχόμενες διαταραχές στις χρηματοπιστωτικές αγορές, παρά τη στήριξη από την ΕΚΤ».
Τονίζεται επίσης ότι «με βάση τα παραπάνω θεωρούμε ότι η επαναφορά της δημοσιονομικής ισορροπίας αποτελεί μείζονα προτεραιότητα. Συνεπώς, όσον αφορά τη δημοσιονομική πολιτική, οι όποιες επεκτατικές παρεμβάσεις πρέπει να είναι προσωρινές και να περιοριστούν αποκλειστικά στην απορρόφηση του αυξημένου ενεργειακού κόστους με στόχευση στις ευάλωτες ομάδες. Αντίθετα, θα πρέπει να αποφευχθούν οριζόντιες παρεμβάσεις καθώς και μόνιμα μέτρα δημοσιονομικής χαλάρωσης που δεν σχετίζονται με το ενεργειακό κόστος. Κατανοούμε ότι η έντονη πολιτική πόλωση που επικρατεί δεν ενθαρρύνει τη δημοσιονομική υπευθυνότητα. Όμως η παράδοση της δημοσιονομικής πλειοδοσίας δεν καθιστά λιγότερο επιτακτική την ανάγκη προετοιμασίας απέναντι σε προκλήσεις με άγνωστη διάρκεια και έκβαση. Η δημοσιονομική ασφάλεια της χώρας απαιτεί μια ελάχιστη πολιτική συναίνεση πάνω στους κύριους άξονες στρατηγικής που θα ενισχύσει το κλίμα οικονομικής εμπιστοσύνης, θα βελτιώσει το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών, και κατ’ επέκταση θα καταστήσει περισσότερο διαχειρίσιμες τις όποιες αρνητικές επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία. Διαφορετικά, αν η χώρα μας οδηγηθεί σε νέα αύξηση του δημόσιου χρέους, κινδυνεύει να αντιμετωπίσει δυσάρεστες δημοσιονομικές καταστάσεις».
Τέλος στην έκθεση γίνεται αναφορά και στην πορεία της οικονομίας το 2021 και σημειώνεται «ο ρυθμός μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας το 2021 διαμορφώθηκε σε 8,3% από -9,0% το 2020 και το πραγματικό ΑΕΠ είναι οριακά μικρότερο από το επίπεδο του 2019 (181 δισ. ευρώ έναντι 183,6 δισ. ευρώ σε σταθερές τιμές 2015). Το ποσοστό ανεργίας του Δεκεμβρίου 2021 (12,8%) είναι αισθητά μειωμένο σε σχέση με το προηγούμενο έτος (15,5%) ενώ το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (10,6 δισ. ευρώ) παραμένει σε ονομαστικούς όρους κοντά στο επίπεδο του 2020 αλλά σημαντικά υψηλότερο από το 2019 (2,7 δισ. ευρώ). Ο πληθωρισμός με βάση των εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή συνεχίζει να αυξάνεται (6,3% τον Φεβρουάριο 2022) εξαιτίας των μεγάλων αυξήσεων στις τιμές της στέγασης (26,3%), των μεταφορών (8,8%) και των ειδών διατροφής και μη αλκοολούχων ποτών (7,2%).
Για τα δημοσιονομικά στοιχεία του 2022
Τα ετήσια δημοσιονομικά στοιχεία του 2022 δείχνουν μια σημαντική βελτίωση σε σχέση με το 2021 της τάξης των 2,2 δισ. ευρώ. Με την επιφύλαξη πιθανών προσαρμογών από την πλευρά της ΕΛΣΤΑΤ, αναμένουμε αισθητά μικρότερο πρωτογενές έλλειμμα από την εκτίμηση του προϋπολογισμού (12,8 δισ. ευρώ ή 7,3% του ΑΕΠ σε όρους ενισχυμένης εποπτείας) εξαιτίας και της επιπρόσθετης βελτίωσης από το υψηλότερο ΑΕΠ σε σχέση με την πρόβλεψη του προϋπολογισμού (177,6 δις). Οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων παρουσίασαν αυξητική τάση από τον Νοέμβριο του 2021, όπως στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, που όμως δείχνει να περιορίζεται από τον Φεβρουάριο 2022. Ωστόσο οι διαφορές αποδόσεων (spread) από άλλους ευρωπαϊκούς τίτλους διευρύνονται.
Από τα μέσα του προηγούμενου έτους η διεθνής οικονομία έχει εισέλθει σε φάση έντονων πληθωριστικών πιέσεων και ιδιαίτερα αυξημένης αβεβαιότητας. Σε αυτές τις συνθήκες ήρθε να προστεθεί η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία η οποία έχει δραματικές συνέπειες, όπως ανθρώπινες απώλειες και καταστροφές στις υποδομές και το παραγωγικό δυναμικό της Ουκρανίας. Αναπόφευκτα ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει οδηγήσει σε ανατροπές σε καθιερωμένες γεωπολιτικές ισορροπίες καθώς και σε σοβαρές οικονομικές αναταράξεις παγκόσμια. Ειδικότερα, η αύξηση στις τιμές της ενέργειας, των τροφίμων και άλλων εμπορευμάτων θα ενισχύσει τις πληθωριστικές πιέσεις και θα επιβραδύνει τους ρυθμούς μεγέθυνσης. Τα προβλήματα θα είναι εντονότερα στην Ευρώπη όπου το μαζικό προσφυγικό κύμα, η αναθεώρηση των αμυντικών στρατηγικών και η προσπάθεια περιορισμού της εξάρτησης από το φυσικό αέριο της Ρωσίας θα προκαλέσουν πρόσθετη επιβάρυνση στους κρατικούς προϋπολογισμούς».