Της Εύας Οικονομάκη
Στροφή στις παραδοσιακές μακροχρόνιες μισθώσεις κάνουν ολοένα και περισσότεροι ιδιοκτήτες ακινήτων στην Αθήνα, αποχωρώντας από την αγορά των βραχυχρόνιων ενοικιάσεων, ως απόρροια των ανακατατάξεων που έχει προκαλέσει η πανδημία
του κορονοϊού στο real estate λόγω της καθίζησης των μεγεθών του ελληνικού τουρισμού.
Υπό εξαφάνιση από τον χάρτη των βραχυχρόνιων μισθώσεων είναι πλέον περιοχές της Αθήνας που δύο μόλις χρόνια πριν αποτελούσαν
τη Μέκκα της Airbnb. Ενδεικτική της τάσης που
θέλει τους ιδιοκτήτες ακινήτων να στρέφονται
εκ νέου στις μακροχρόνιες μισθώσεις είναι η
μείωση κατά 40% του αριθμού των ακινήτων
που διατίθενται μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας βραχυχρόνιων μισθώσεων, τύπου Airbnb,
την τελευταία διετία. Σύμφωνα, μάλιστα, με τα
τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, τον Ιούνιο του
2019 ήταν καταγεγραμμένα στο διαδίκτυο
7.681 ακίνητα στην Αθήνα, με τον αντίστοιχο
αριθμό να πέφτει στα 4.996 ακίνητα τον Ιούλιο του 2021.
Η μείωση στις άλλοτε top περιοχές βραχυχρόνιων μισθώσεων ανέρχεται από 7% έως 50% τα
τελευταία δύο χρόνια. Συγκεκριμένα, ο αριθμός των ακινήτων στο Κολωνάκι από 332 εγγεγραμμένα τον Ιούνιο του 2019 έπεσε στα 179,
καταγράφοντας πτώση της τάξης του 46,08%,
ενώ στο Παγκράτι από 411 το 2019, υπάρχουν
πλέον εγγεγραμμένα στο διαδίκτυο για βραχυχρόνια μίσθωση 202, με μια μείωση της τάξης
του 50,85%. Η πτώση σε κάποιες περιοχές της
ελληνικής πρωτεύουσας υπερβαίνει ακόμα και
το 60% ή το 70% σε επίπεδο εγγεγραμμένων
ακινήτων, με αιχμή τη Νέα Κυψέλη, τη Γούβα
και τη Ριζούπολη, με τη μείωση να διαμορφώνεται στο 62%, 74% και 60% αντίστοιχα.
Την ίδια στιγμή, αρκετοί από τους ιδιοκτήτες που αποφασίζουν να διαθέσουν τα ακίνητά τους με όρους μακροχρόνιας μίσθωσης υιοθετούν την τριετή διάρκεια μίσθωσης, που
αποτελεί νομοθετικά και το μικρότερο διάστημα οικιστικής μίσθωσης, με στόχο να τα επαναφέρουν στη βραχυχρόνια ενοικίαση όταν ανακάμψει ο τουρισμός. Αλλωστε, οι επιδόσεις που
κατέγραψε ο ελληνικός τουρισμός το 2019, έτος ρεκόρ για τα ταξιδιωτικά μεγέθη, αποτέλεσαν
την αφορμή για την ανάρτηση εκατοντάδων
ακινήτων στις πλατφόρμες βραχυχρόνιων μισθώσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο αριθμός
των ακινήτων που διατέθηκαν σε βραχυχρόνια
ενοικίαση κατέγραψε άνοδο που ξεπέρασε το
35% σε κάποιες εκ των πιο δημοφιλών περιοχών της Αθήνας, όπως είναι ο Νέος Κόσμος.
Βέβαια, υπάρχει και ένα μικρότερο ποσοστό
ιδιοκτητών, οι οποίοι, βλέποντας τα εισοδήματά
τους να καταγράφουν κατακόρυφη πτώση τόσο εξαιτίας της υπερπροσφοράς όσο και εξαιτίας της πανδημικής κρίσης που συρρίκνωσε
τα μεγέθη του ελληνικού τουρισμού, αποφάσισαν να τα πωλήσουν.
Στα ύψη τα ενοίκια
Όπως, πάντως, επισημαίνουν παράγοντες του
real estate, οι ζητούμενες τιμές ενοικίασης κυμαίνονται σε υψηλά επίπεδα, καθώς «οι ιδιοκτήτες έχουν ουσιαστικά “ταυτίσει” το μηναίο
μίσθωμα-εισόδημα από τις παραδοσιακές μακροχρόνιες μισθώσεις με τα έσοδα από τις βραχυχρόνιες μισθώσεις, δύο δεδομένα που δεν
μπορούν να συγκριθούν και παράλληλα να
ταυτιστούν».
Βέβαια, οι ίδιοι εξηγούν πως στις υψηλές ζητούμενες τιμές μίσθωσης σίγουρα συντελεί η
μικρή διαθεσιμότητα των ακινήτων που διατίθενται προς μίσθωση σε συνάρτηση με την αυξανόμενη ανάγκη για ανεύρεση νέων ακινήτων.
Στην ίδια κατεύθυνση, τα ακίνητα που διατίθενται είναι στην πλειονότητά τους πλήρως ανακαινισμένα, επιπλωμένα και εξοπλισμένα με το
σύνολο των οικοσυσκευών, κάτι που ανεβάζει
το μηνιαίο μίσθωμα.
Ενδεικτικό της τάσης είναι το γεγονός ότι για
ένα ακίνητο 45 τ.μ. στην Καλλιθέα, τρίτου ορόφου, με έτος κατασκευής το 1976, ζητείται μηνιαίο μίσθωμα 420 ευρώ. Αντίστοιχα, για ένα
διαμέρισμα 55 τ.μ., στους Αμπελοκήπους, στον
1ο όροφο, με έτος κατασκευής το 1970, η τιμή μίσθωσης ανέρχεται σε 600 ευρώ, ενώ στα
700 ευρώ κυμαίνεται το μηνιαίο μίσθωμα για
ένα διαμέρισμα 1ου ορόφου, 53 τ.μ. και κατασκευής του 1970 στο Μετς.