Τις αδυναμίες στους ισχυρισμούς του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών σχετικά με το επιχειρηματικό κλίμα στη χώρα μας εντοπίζει το υπουργείο Οικονομίας με αφορμή πρόσφατο σχόλιο του ΣΕΒ στην κριτική που άσκησε το υπουργείο ( για την υποβάθμιση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας στην 87η θέση από το World Economic Forum.
Το υπουργείο υπογραμμίζει ότι η κριτική του δεν βασίστηκε μόνον στις ποσοτικές μακροοικονομικές μετρήσεις της ανταγωνιστικότητας με βάση του δείκτες πραγματικής σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας (ΠΣΣΙ), αλλά κατέγραψε και την πορεία σειράς άλλων μακροοικονομικών μεγεθών (εξαγωγές, ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, δημόσιο έλλειμμα, απασχόληση-ανεργία, μείωση ιδιωτικών χρεών) που, αντίθετα με τις εκτιμήσεις των ΣΕΒ-WEF, επιβεβαιώνουν την βελτίωση της εθνικής ανταγωνιστικότητας βραχυχρόνια και μακροχρόνια.
Σύμφωνα με τον ΣΕΒ κακώς το υπουργείο επικαλείται την πορεία της Πραγματικής Σταθμισμένης Συναλλαγματικής Ισοτιμίας (ΠΣΣΙ) για να αντικρούσει το WEF γιατί η «έκθεση του WEF στηρίζεται αποκλειστικά σε κρίσεις επιχειρηματικών στελεχών που βιώνουν καθημερινά το ελληνικό επιχειρηματικό περιβάλλον» που «σε τελική ανάλυση είναι ο πλέον αδιάψευστος κριτής για τη βελτίωση ή χειροτέρευση του».
Επιπλέον, ο ΣΕΒ θεωρεί πως η αξιοπιστία των εκτιμήσεων του WEF (την ενημέρωση του οποίου διενεργεί ο ίδιος ο ΣΕΒ) τεκμαίρεται από το γεγονός ότι «η διαχρονική κατάταξη της Ελλάδας στην παγκόσμια ανταγωνιστικότητα με βάση το WEF και την ΠΣΣΙ με βάση το σχετικό κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση» επικυρώνοντας έτσι και ανάλογες εκτιμήσεις της πρόσφατης έκθεσης ανταγωνιστικότητας Doing Business της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Στα σχόλια αυτά το υπουργείο έχει να παρατηρήσει τα εξής:
1. Η κριτική του υπουργείου δεν βασίστηκε μόνον στις ποσοτικές μακροοικονομικές μετρήσεις της ανταγωνιστικότητας με βάση την ΠΣΣΙ, αλλά κατέγραψε και την πορεία σειράς άλλων μακροοικονομικών μεγεθών (εξαγωγές, ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, δημόσιο έλλειμμα, απασχόληση-ανεργία, μείωση ιδιωτικών χρεών) που, αντίθετα με τις εκτιμήσεις των ΣΕΒ-WEF, επιβεβαιώνουν την βελτίωση της εθνικής ανταγωνιστικότητας βραχυχρόνια και μακροχρόνια.
2. Η κριτική του υπουργείου επικαλέστηκε επίσης και ποιοτικές ή μικροοικονομικές μετρήσεις της ανταγωνιστικότητας όπως είναι η πρόσφατη έκθεση του Euro Plus Monitor (Σεπτέμβριος 2017) και οι δείκτες οικονομικού και επιχειρηματικού κλίματος (ΡΜΙ, δείκτες επιχειρηματικών προσδοκιών κλπ). Μάλιστα, επισημάνθηκε πως στην έκθεση του Euro Plus Monitor η Ελλάδα καταλαμβάνει την 20η θέση μεταξύ των 28 χωρών-μελών της ΕΕ σε ανταγωνιστικότητα χωρίς καμία από τις υπόλοιπες 8 που ακολουθούν την Ελλάδα να μην φιγουράρει μετά την 87η θέση κατάταξης του WEF.
3. Στο Δελτίο του το υπουργείο δεν βασίζει τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας στην ΠΣΣΙ με βάση το κόστος εργασίας όπως ισχυρίζεται ο ΣΕΒ, αλλά με βάση τις σχετικές τιμές κατανάλωσης. Και είναι χαρακτηριστικό ότι όλοι οι διεθνείς οργανισμοί καταγράφουν βελτίωση της ανταγωνιστικότητας.
4. Αλλά ακόμη και με κριτήριο την ΠΣΣΙ με βάση το κόστος εργασίας που εξετάζει ο ΣΕΒ, ο ισχυρισμός ότι, επειδή κινείται στην ίδια κατεύθυνση με τον δείκτη ανταγωνιστικότητας του WEF (σε διάρκεια 15ετίας), επικυρώνει την αξιοπιστία των μετρήσεων του WEF είναι εντελώς αβάσιμος. Για παράδειγμα, ενώ με βάση τον δείκτη ΠΣΣΙ κόστους σημειώνεται βελτίωση της εθνικής ανταγωνιστικότητας από το 2009 έως το 2015, με βάση τον δείκτη WEF βελτίωση έχουμε μόνον από το 2012 έως το 2014, το 2015 έχουμε στασιμότητα και την επόμενη διετία κάμψη ανταγωνιστικότητας (βλ διάγραμμα ΣΕΒ σελ 1) .
5. Όμως ακόμη και στο συγκριτικό αυτό διάγραμμα του ΣΕΒ υπάρχει λάθος. Γιατί η εμφάνιση μείωσης της ανταγωνιστικότητας μετά το 2014 βάσει της ΠΣΣΙ δεν προκύπτει ούτε από τα στοιχεία της Eurostat/ECB που αναφέρει ως πηγή ο ΣΕΒ, ούτε από αυτά της Κομισιόν (Ameco). Συγκεκριμένα, την περίοδο 2014-2017 κι ενώ το WEF δείχνει επιδείνωση της ελληνικής ανταγωνιστικότητας κατά 6 θέσεις, έχουμε βελτίωση της εθνικής ανταγωνιστικότητας τόσο με όρους κόστους εργασίας κατά 5% (Κομισιόν, έναντι 37 χωρών), όσο και με όρους τελικών τιμών κατανάλωσης κατά 3,6% (α’ 9μηνο, Eurostat/ECB, έναντι 42 χωρών). Με άλλα λόγια, ο δείκτης ανταγωνιστικότητας του WEF κινείται σε αντίθετη κατεύθυνση από αυτόν της Κομισιόν και της Eurostat/ECB για να μην αναφέρουμε πάλι τι λένε σχετικά οι ΟΟΣΑ, ΔΝΤ και ΤτΕ.
6. Το ότι ο ΣΕΒ επιστρατεύει την έκθεση Doing Business της Παγκόσμιας Τράπεζας ως απόδειξη ορθής μέτρησης από το WEF της επιδείνωσης της ανταγωνιστικότητας αποτελεί ατόπημα. Για τον απλό λόγο ότι το Doing Business δεν μετρά την ανταγωνιστικότητα αλλά αξιολογεί τις ρυθμίσεις του επιχειρηματικού περιβάλλοντος όπως το ίδιο τονίζει («The DOING BUSINESS project provides objectives measures of business regulations for local firms in 190 economiesand selected cities at the subnational level».). Αν, εντούτοις επιμένει ο ΣΕΒ στη χρήση του DB για μέτρηση της ανταγωνιστικότητας θα πρέπει να λάβει υπόψη του ότι με κλίμακα 1 ως 100 η Ελλάδα καταλαμβάνει την 35η θέση με βάση το DB, ενώ με βάση το WEF έρχεται 64η στην παγκόσμια κατάταξη, μια τεράστια διαφορά που υποδηλώνει το παράλογο της 87ης θέσης στην οποία κατέταξε το WEF τη χώρα.
7. Όμως, το πιο ενδιαφέρον σχόλιο του ΣΕΒ είναι ότι ο πλέον αδιάψευστος κριτής της ανταγωνιστικότητας είναι οι «κρίσεις επιχειρηματικών στελεχών που βιώνουν καθημερινά το ελληνικό επιχειρηματικό περιβάλλον». Όμως, κάθε επιχειρηματικό στέλεχος αντιλαμβάνεται μόνο ένα μέρος της οικονομικής πραγματικότητας και συγκεκριμένα αυτό που αφορά την επιχείρησή του, ενώ καμία κοινωνική τάξη – βιομήχανοι, έμποροι, εργάτες, αγρότες, επαγγελματίες – δεν μπορεί να έχει πλήρη και αντικειμενική εικόνα της εθνικής οικονομίας. Γι’ αυτό, εξάλλου, μεταξύ άλλων υπάρχουν τα συμβούλια των κοινωνικών εταίρων που διαλέγονται μεταξύ τους και με την κυβέρνηση σε εθνικά θέματα όπως η ανταγωνιστικότητα. Αλλά ας παραβλέψουμε το γεγονός ότι ο αριθμός του δείγματος που χρησιμοποιεί ο ΣΕΒ είναι προβληματικός και ας δούμε τι γινόταν στο παρελθόν σχετικά.
8. Για παράδειγμα, ενώ την περίοδο της ύφεσης 2010-2014 ο δείκτης βιομηχανικής παραγωγής σημείωνε κάμψη -12,2% ο δείκτης οικονομικού κλίματος (ΙΟΒΕ) σημείωνε άνοδο 22,1% και ο δείκτης επιχειρηματικών προσδοκιών στη βιομηχανία (ΙΟΒΕ) σημείωνε άνοδο 24,8%. Αντιθέτως, την περίοδο 2014-2017, ενώ ο δείκτης βιομηχανικής παραγωγής σημείωνε άνοδο 8,7% (Ιαν-Αυγ για 2017), ο δείκτης οικονομικού κλίματος (ΙΟΒΕ) υποχωρούσε κατά -4,5% και ο δείκτης επιχειρηματικών προσδοκιών στη βιομηχανία (ΙΟΒΕ) κατά -2,4% αντίστοιχα (Ιαν-Οκτ για 2017).
9. ‘Αλλο παράδειγμα, είναι οι εκτιμήσεις του κ. Βέττα (Δ/Σ του ΙΟΒΕ) τον Ιούλιο 2015 για ύφεση στην οικονομία τουλάχιστον -2,5% (καλό σενάριο) – άλλοι επιχειρηματικοί σύνδεσμοι εκτιμούσαν -4% έως και -7% ύφεση – με τελική κατάληξη το οριακό -0,2% για το 2015. Το «βίωμα» συνεπώς δεν συνιστά ασφαλή πυξίδα και βεβαίως είναι εσφαλμένος ο ισχυρισμός του ΣΕΒ ότι οι επιχειρηματικές προσδοκίες αποτελούν αδιάψευστο κριτή της ανταγωνιστικότητας και ανάπτυξης της οικονομίας.
10. Τέλος, θα έχει ενδιαφέρον να μάθουμε πως κρίνει ο ΣΕΒ το γεγονός ότι ένας άλλος δείκτης οικονομικού κλίματος, αυτός της ICAP (επί δείγματος 3000 CEO) εμφανίζει για την περίοδο α’ τριμήνου 2015 – γ’ τριμήνου 2017 άνοδο 25,6% όταν για το ίδιο διάστημα ο δείκτης οικονομικού κλίματος του ΙΟΒΕ σημειώνει άνοδο μόλις 1,7%.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ