O θάνατος των μικρομεσαίων ελληνικών επιχειρήσεων συνεχίζεται απειλώντας τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας.
Και όμως η χώρα αδυνατεί να αξιοποιήσει κονδύλια δισεκατομμυρίων που διαθέτουν γι’ αυτόν τον σκοπό τα Ευρωπαϊκά Διαρθρωτικά και Επενδυτικά Ταμεία.
Σύμφωνα με την “Καθημερινή” από το 2012 έως και τον Ιούλιο φέτος, περισσότερες από 196.118 επιχειρήσεις έχουν διαγραφεί από τα μητρώα του Γενικού Εμπορικού Μητρώου (ΓΕΜΗ) αποτελώντας πλέον τον μακρύ –και ακόμη ανοιχτό– κατάλογο των θυμάτων της κρίσης αλλά και των ακολουθουμένων οικονομικών πολιτικών.
Το δε θετικό ισοζύγιο εγγραφών-διαγραφών νέων επιχειρήσεων που προκύπτει από τα στοιχεία του ΓΕΜΗ αποτελεί “μαγική εικόνα”, αφού τα στοιχεία στρεβλώνουν οι χιλιάδες μετατροπές των λεγόμενων μπλοκ σε Ιδιωτικές Κεφαλαιουχικές Εταιρείες (ΙΚΕ) εξαιτίας των βαρύτατων ασφαλιστικών εισφορών που επιβλήθηκαν στους ελεύθερους επαγγελματίες και άλλες κατηγορίες εργαζομένων. Προσωπικές, δηλαδή, στην ουσία επιχειρήσεις που δεν έχουν ούτε υπαλλήλους για να τονώσουν την απασχόληση ούτε πραγματοποιούν επενδύσεις που θα μπορούσαν να κινήσουν την οικονομική δραστηριότητα. Είναι απλώς απέλπιδες προσπάθειες εργαζομένων να επιβιώσουν και να μην έχουν την τύχη των δεκάδων χιλιάδων μικρομεσαίων επιχειρήσεων που έκλεισαν.
Είναι χαρακτηριστικό πως με βάση την προσεκτική επεξεργασία των στοιχείων του ΓΕΜΗ ανά κατηγορία επιχειρήσεων, προκύπτει πως κατά το πρώτο επτάμηνο του 2017 ιδρύθηκαν 4.086 Ιδιωτικές Κεφαλαιουχικές Εταιρείες έναντι μόλις 394 το αντίστοιχο διάστημα του 2016. Η συντριπτική τους πλειονότητα εκτιμάται πως αποτελεί απότοκο του κλεισίματος των βιβλίων ελεύθερων επαγγελματιών που επέλεξαν αυτή τη μορφή επιχειρείν ως μοναδική διέξοδο επιβίωσης έστω και προσωρινής. Όμως, εάν δεν είχαν ιδρυθεί αυτές οι επιχειρήσεις το ισοζύγιο εγγραφών-διαγράφων επιχειρήσεων θα ήταν αρνητικό. Και αυτό διότι κατά το πρώτο επτάμηνο έγιναν 15.734 διαγραφές και 18.434 εγγραφές, εκ των οποίων, όπως προαναφέρθηκε, οι 4.086 είναι ΙΚΕ.
Το ζήτημα της εξαφάνισης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων δεν έχει διαφύγει την προσοχή της Τραπέζης της Ελλάδος, που κρούει τον κώδωνα του κινδύνου στην ενδιάμεση έκθεσή της. Εκεί υπογραμμίζεται πως, αν και το σωρευτικό ισοζύγιο συστάσεων-διαγραφών παραμένει θετικό, καταγράφει καθοδική πορεία από το φθινόπωρο του 2015 και έπειτα.
“Παράλληλα, το τελευταίο διάστημα παρατηρείται αυξανόμενη συμβολή νομικών μορφών που αφορούν κατά κύριο λόγο επιχειρήσεις μικρού μεγέθους (όπως ΙΚΕ και ατομικές επιχειρήσεις) και αντίστοιχη υποχώρηση της θετικής συμβολής των Α.Ε. (που συνήθως είναι μεγαλύτερου μεγέθους εταιρείες) στο σωρευτικό ισοζύγιο συστάσεων-διαγραφών”.
Ο προβληματισμός εντείνεται από το γεγονός ότι σύμφωνα με τα αποτελέσματα πρόσφατης μελέτης της Endeavor Greece, το μεγαλύτερο μέρος των επιχειρήσεων που συστάθηκαν το 2016 εξακολουθούν να δραστηριοποιούνται σε κλάδους με προσανατολισμό την εγχώρια κατανάλωση –κατά κύριο λόγο αφορούν την εστίαση και τη διασκέδαση– και όχι σε κλάδους μεταποίησης ή υψηλού τεχνολογικού περιεχομένου. Εξαίρεση συνιστά η θετική συμβολή των τουριστικών επιχειρήσεων, οι οποίες έχουν εξαγωγικό προσανατολισμό.
Όμως η αδράνεια της πολιτείας απέναντι σε αυτή την κατάσταση είναι χαρακτηριστική. Σύμφωνα με στοιχεία που έδωσε στα μέσα Ιουλίου η Ευρωπαία επίτροπος για την Περιφερειακή Πολιτική, Κορίνα Κρέτσου, δημόσιες δαπάνες ύψους 2,7 δισ. είναι αφιερωμένες σε επενδυτικές προτεραιότητες για τη στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων για την περίοδο 2014-2020, από τις οποίες όμως μόνον το 5,9% έχει δαπανηθεί. Πρόκειται για κονδύλια που εντάσσονται στο πλαίσιο της προγραμματικής περιόδου 2014-2020.
Στα 23,4 δισ. ευρώ έχουν εκτιναχθεί τα “κόκκινα” δάνεια του κλάδου
Στην Ελλάδα κατά το 2012, οπότε και άρχισε να βαθαίνει απότομα η οικονομική κρίση, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις αντιπροσώπευαν το 86,5% της απασχόλησης και το 72,8% της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, σύμφωνα με τη Eurostat και την Τράπεζα Της Ελλάδος. Τα αντίστοιχα μερίδια για τις πολύ μικρές επιχειρήσεις ήταν 58,6% της απασχόλησης και 35,9% της προστιθέμενης αξίας, για τις μικρές και μεσαίες 17,0% και 10,9% της απασχόλησης και 20,1% και 16,8% της προστιθέμενης αξίας αντίστοιχα (οι μεγάλες επιχειρήσεις, με προσωπικό πάνω από 250 άτομα, αντιπροσώπευαν το 13,5% της απασχόλησης και το 27,2% της προστιθέμενης αξίας). Δηλαδή οι μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις κάλυπταν πάνω από τα δύο τρίτα της οικονομικής δραστηριότητας και της απασχόλησης. Έκτοτε όμως έχουν αποψιλωθεί.
Ένας από του λόγους που συνέβη αυτό, όπως γνωρίζει η αγορά, είναι επειδή επλήγησαν δυσανάλογα από τη συνεχιζόμενη συρρίκνωση των εγχώριων τραπεζικών χορηγήσεων. Καθώς βασίζονταν σχεδόν αποκλειστικά στον τραπεζικό δανεισμό για τη χρηματοδότησή τους, όταν αυτή στέρεψε άρχισαν να κλείνουν. Παράλληλα είχαν και έχουν να αντιμετωπίσουν, εκτός από το ύψος της φορολογίας, και ένα ασταθές και πολύπλοκο φορολογικό περιβάλλον, το οποίο αλλάζει διαρκώς –και μάλιστα προς το δυσμενέστερο για την επιχειρηματικότητα– ανάλογα με τις “τρύπες” που εμφανίζονται κάθε φορά στα έσοδα του προϋπολογισμού, υπογραμμίζει το ΕΒΕΑ. Έτσι τα μη εξυπηρετούμενα πιστωτικά ανοίγματα στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις διαμορφώνονται στο 59,9% σε σύνολο δανείων 39,2 δισ. Ακόμα χειρότερη είναι η εικόνα για τις πολύ μικρές επιχειρήσεις και τους ελεύθερους επαγγελματίες, όπου τα “κόκκινα” δάνεια φτάνουν το 67,2%, σε σύνολο δανείων ύψους 25 δισ. ευρώ, ήτοι 23,4 δισεκατομμύρια σύμφωνα με την ΤτΕ.