H απελευθέρωση των αγορών αγαθών και υπηρεσιών, η εξάλειψη των
περιττών και στρεβλωτικών κανονισμών και η ενίσχυση της ανεξαρτησίας των
ρυθμιστικών φορέων είναι μεταρρυθμίσεις που πρέπει να γίνουν, τόνισε ο Διοικητής
της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, μιλώντας σε εκδήλωση του
Ελληνικού Συνδέσμου Βιομηχανιών Επωνύμων Προϊόντων (ΕΣΒΕΠ).
Όπως είπε, οι
μεταρρυθμίσεις αυτές είναι ζωτικής σημασίας για τη βραχυπρόθεσμη και
μεσοπρόθεσμη ανάκαμψη και είναι κομβικής σημασίας για την αναδιάρθρωση της
οικονομίας προς ένα εξωστρεφές πρότυπο διατηρήσιμης ανάπτυξης.
«Η παρούσα
συγκυρία, όπου τα πρώτα σημάδια ανάκαμψης της οικονομίας αρχίζουν και
διαφαίνονται, αποτελεί και το βασικό στοιχείο διαφοροποίησης σε σχέση με την
προηγούμενη περίοδο, όπου η αστάθεια του οικονομικού περιβάλλοντος και η
συρρίκνωση της εγχώριας ζήτησης δεν επέτρεψαν στις σημαντικές μεταρρυθμίσεις
που πραγματοποιήθηκαν να αποτυπώσουν τα πραγματικά
τους οφέλη στον καταναλωτή, στις επιχειρήσεις και στις αγορές.
Αυτό αποτελεί μια ευκαιρία που δεν πρέπει να χαθεί», πρόσθεσε.
Η χαμηλή
διείσδυση των ελληνικών προϊόντων στην παγκόσμια αγορά, είπε ο Διοικητής,
σχετίζεται με την υποτονική συμμετοχή των ελληνικών επιχειρήσεων σε παγκόσμια
δίκτυα παραγωγής και διανομής. Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ, η ενσωμάτωση των
ελληνικών επιχειρήσεων στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας (global value chains) είναι χαμηλή σε σχέση με άλλες χώρες της ΕΕ που έχουν παρόμοιο
μέγεθος, παρά τη σχετικά ευνοϊκή γεωγραφική της θέση. Συγκεκριμένα, το 2011, ο
δείκτης συμμετοχής σε παγκόσμιες αλυσίδες αξίας κατά τον ΟΟΣΑ ήταν 43% στην Ελλάδα, σε
σχέση με 63% στην Ουγγαρία, 66% στη Σλοβακία και 50% στην Πορτογαλία.
Οι λόγοι για τη
χαμηλή συμμετοχή της Ελλάδας στα παγκόσμια δίκτυα είναι, μεταξύ άλλων: (α) η
χαμηλή εξειδίκευση σε βιομηχανικά προϊόντα και προϊόντα μεσαίας ή υψηλής
τεχνολογικής έντασης, τα οποία προσφέρονται για την ανάπτυξη εκτενών αλυσίδων
αξίας, (β) το μικρό μέγεθος των ελληνικών επιχειρήσεων, που δυσχεραίνει την
ένταξη σε παγκόσμια δίκτυα λόγω της αδυναμίας να εγγυηθούν σταθερό εφοδιασμό
και αμετάβλητο επίπεδο ποιότητας και (γ) τα χαμηλά επίπεδα ξένων άμεσων
επενδύσεων, τα οποία σχετίζονται με δομικούς παράγοντες της ελληνικής
οικονομίας, όπως είναι η γραφειοκρατία και το ασταθές ρυθμιστικό και φορολογικό
πλαίσιο, αλλά και με τη γενικότερη αβεβαιότητα στο μακροοικονομικό περιβάλλον
της χώρας.
Ο διοικητής της
ΤτΕ στάθηκε στις «ποικίλες αντιστάσεις
στις μεταρρυθμίσεις», που δημιούργησαν μεγάλες διαρθρωτικές
υστερήσεις της ελληνικής οικονομίας, οι οποίες, με τη σειρά τους, περιόρισαν
την αποτελεσματικότητα των πολιτικών σε τομείς όπως το ασφαλιστικό, η
φορολογία, οι επενδύσεις, ο ταχύς αναπροσανατολισμός στις αγορές εξωτερικού και
οι μεταρρυθμίσεις. Αυτές ήταν το κύριο πρόβλημα την περίοδο της κρίσης, τόνισε
ο διοικητής της ΤτΕ.
«Η ύφεση θα
ήταν σαφώς μικρότερη και βραχύτερη, εάν είχαν έγκαιρα εκσυγχρονισθεί οι δομές
της παραγωγής και της δημόσιας διοίκησης στη χώρα μας», όπως ανάφερε.