Στουρνάρας: Υψίστης σημασίας μία αποφασιστική λύση για τα “κόκκινα” δάνεια

Είναι υψίστης σημασίας η ανάληψη επιπλέον ενεργειών από την
πλευρά τόσο των ευρωπαϊκών όσο και των ελληνικών Αρχών, προκειμένου να
στηριχθεί ο τραπεζικός τομέας και να δοθεί μια αποφασιστική και συστηματική
λύση στο πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, τόνισε ο διοικητής της Τράπεζας
της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, μιλώντας σε εκδήλωση στη Φρανκφούρτη που
οργάνωσε η Ελληνική Ένωση Τραπεζών σε συνεργασία με την PwC.



« Έτσι, οι τράπεζες θα μπορέσουν να επικεντρωθούν σε καίρια
ζητήματα που αφορούν το μέλλον: σύγχρονα επιχειρηματικά μοντέλα, αναζήτηση νέων
επικερδών αναπτυξιακών ευκαιριών και δραστηριοτήτων, νέες ψηφιακές και άλλες
τεχνολογίες και, πάνω απ’ όλα, χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας»,
δήλωσε ο κεντρικός τραπεζίτης.



Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει τονίσει κατ’ επανάληψη, τόνισε,
στο παρελθόν τη σημασία μιας συστημικής λύσης στο πρόβλημα του υψηλού
αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, προκειμένου το ποσοστό των ΜΕΔ στην
Ελλάδα να συγκλίνει στο προβλέψιμο μέλλον με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.


Εάν επιτευχθεί δραστική μείωση του υψηλού αποθέματος των ΜΕΔ
σύμφωνα με τους παραπάνω στόχους, θα επιδράσει καταλυτικά στην οικονομική δραστηριότητα
και την παραγωγικότητα, μέσω δύο διαύλων:


(α) της αύξησης της προσφοράς δανείων και


(β) της αποτελεσματικής αναδιάρθρωσης του παραγωγικού τομέα.


Όπως προκύπτει από εκτιμήσεις και μελέτες της Τράπεζας της
Ελλάδος, η μείωση του λόγου των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα συμβάλει στη
μείωση του χρηματοοικονομικού κινδύνου των τραπεζών και στην αποκλιμάκωση του
κόστους χρηματοδότησής τους, βελτιώνοντας έτσι τη δυνατότητα εσωτερικής
δημιουργίας κεφαλαίου. Εκτιμάται επίσης ότι η σημαντική μείωση του λόγου των
ΜΕΔ θα βελτιώσει την οργανική κερδοφορία σε διατηρήσιμη βάση.



Συνεχίζοντας, ο κ. Στουρνάρας είπε:


«Οι ελληνικές τράπεζες εξακολουθούν να σχηματίζουν
προβλέψεις έναντι επισφαλών απαιτήσεων που αντιστοιχούν κατά μέσο όρο στο 2%
περίπου του σταθμισμένου ενεργητικού τους σε ετήσια βάση. Τα έξοδα αυτά δεν
είναι δυνατόν να περιοριστούν όσο ο δείκτης ΜΕΔ παραμένει γύρω στο 40%.
Επιπρόσθετα, εάν αναλογισθούμε τους ελάχιστους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας
σύμφωνα με τους κανόνες του Πυλώνα ΙΙ, θα καταλήξουμε εύλογα στο συμπέρασμα ότι
οι απαιτήσεις αυτές δεν πρόκειται να υποχωρήσουν, εάν δεν προηγηθεί σημαντική
βελτίωση στο πρόβλημα των ΜΕΔ.


Η βελτίωση αυτή θα οδηγήσει σε σταδιακή αύξηση της προσφοράς
δανείων και μείωση των επιτοκίων δανεισμού για τις επιχειρήσεις και τα
νοικοκυριά. Παράλληλα, αναμένεται μείωση του χρηματοοικονομικού κινδύνου των
επιχειρήσεων και των νοικοκυριών καθώς η οικονομία θα ανακάμπτει, με αποτέλεσμα
την αύξηση της αποτίμησης των υφιστάμενων περιουσιακών στοιχείων τους και της
αξίας τους ως εξασφαλίσεων, λόγω των υψηλότερων αποδόσεων του κεφαλαίου και των
ακινήτων. Συνεπώς, τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις σταδιακά θα γίνονται πιο
αξιόχρεα, επιτρέποντας την περαιτέρω τόνωση της επενδυτικής ζήτησης.


Έχουν επιτευχθεί πολλά μέχρι σήμερα και σίγουρα βρισκόμαστε
σε πολύ καλύτερη θέση σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια. Εντούτοις, θα πρέπει
να καταστεί σαφές ότι, παρά τις μέχρι τώρα μεταρρυθμίσεις που έχουν συντελεστεί
με σκοπό τη διαχείριση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, το
απόθεμα παραμένει πολύ υψηλό σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο».






Exit mobile version