Στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας την επόμενη τριετία αναφέρθηκε
μεταξύ άλλων ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας στη
συνεδρίαση του Γενικού Συμβουλίου του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών
(ΣΕΒ) που πραγματοποιήθηκε σήμερα στα γραφεία του Συνδέσμου.
Ο κ. Στουρνάρας προχώρησε σε ανασκόπηση των τελευταίων εξελίξεων στην
πραγματική οικονομία, στην αγορά εργασίας, στα δημοσιονομικά και στη ρευστότητα
των τραπεζών, ενώ ανέλυσε το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων και τα
άμεσα επόμενα μέτρα ελάφρυνσης των κεφαλαιακών ελέγχων.
Ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος παρουσίασε στα μέλη του ΣΕΒ τις βασικές μακροοικονομικές προβλέψεις της Τράπεζας
της Ελλάδος, που φαίνονται στον πίνακα που επισυνάπτεται, για την τριετία
2016-2018.
Ειδικότερα, όσον αφορά στο ΑΕΠ, η ΤτΕ προβλέπει αύξησή του με ρυθμό 2,5% το
και 3% το 2018 μετά την υποχώρησή του κατά 0,3% φέτος. Για την ανεργία, η ΤτΕ
προβλέπει σταδιακή μείωσή της στο 21,4% το 2018 από 24,9% πέρυσι.
Απαραίτητη προϋπόθεση για την επαλήθευση των προβλέψεων αυτών, δήλωσε ο κ.
Στουρνάρας, είναι η πιστή εφαρμογή των εξής πέντε προϋποθέσεων:
«Πρώτον, εμπέδωση της εμπιστοσύνης και ενίσχυση της εκτίμησης ότι η ελληνική
οικονομία έχει επανέλθει στην κανονικότητα και δεν επιφυλάσσει ανεπιθύμητες
παλινδρομήσεις. Για να συμβεί αυτό, πρέπει το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και
ιδιωτικοποιήσεων, που έχει συμφωνηθεί, να εφαρμόζεται με συνέπεια και συνέχεια.
Δεύτερον, αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας. Όπως έχει προτείνει εδώ και καιρό η Τράπεζα της
Ελλάδος, ταυτόχρονα με την υλοποίηση των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων, η
αξιοποίηση της αδρανούσας δημόσιας περιουσίας και η ταχεία προώθηση των
ιδιωτικοποιήσεων είναι τα ισχυρότερα μέσα όχι μόνο για την τόνωση της
επενδυτικής δραστηριότητας και την επίτευξη διατηρήσιμων ρυθμών ανάπτυξης, αλλά
και για την υποβοήθηση της δημοσιονομικής προσαρμογής, καθώς συμβάλλουν στην
αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους.
Τρίτον, αντιμετώπιση του υψηλού αποθέματος μη
εξυπηρετούμενων δανείων,
η οποία αποτελεί τη σημαντικότερη πρόκληση για το τραπεζικό σύστημα. Η
αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος όχι μόνο θα ελαφρύνει το βάρος για τους
δανειολήπτες που θα συνεργαστούν, αλλά και θα επιτρέψει στις τράπεζες να
απελευθερώσουν κεφάλαια, τα οποία θα μπορούσαν να κατευθυνθούν στις πιο
δυναμικές και εξωστρεφείς επιχειρήσεις. Με αυτό τον τρόπο θα συμβάλει στη
συνολική αναδιάρθρωση της οικονομίας υπέρ των κλάδων παραγωγής εμπορεύσιμων
αγαθών και υπηρεσιών, με αποτέλεσμα την άνοδο της συνολικής παραγωγικότητας και
του δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης ακόμη και σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα.
Η υλοποίηση των θεσμικών παρεμβάσεων σε συνδυασμό
με την ανάσχεση της ύφεσης και τη σταδιακή ανάκαμψη της οικονομίας θα έχουν ως
αποτέλεσμα αρχικά τη σταθεροποίηση του λόγου μη εξυπηρετούμενων δανείων προς το
σύνολο των δανείων και στη συνέχεια την αποκλιμάκωσή του, με θετική επίδραση
στο σύνολο της οικονομίας.
Τέταρτον, σταδιακή εξάλειψη των περιορισμών στην
κίνηση κεφαλαίων. Η υλοποίηση
των σχετικών μέτρων άρσης των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, σε συνδυασμό
με τη βελτίωση του κλίματος εμπιστοσύνης και των συνθηκών ρευστότητας,
αναμένεται να συμβάλουν στην εξομάλυνση των οικονομικών συνθηκών μέσω της
διευκόλυνσης τόσο των επιχειρήσεων όσο και των ιδιωτών στις συναλλαγές τους.
Πέμπτον, μεταρρυθμίσεις για τόνωση της
εξωστρέφειας. Η υλοποίηση
των μεταρρυθμίσεων στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών και στη λειτουργία του
δημόσιου τομέα θα οδηγήσει σε αύξηση των επενδύσεων και της απασχόλησης, ενώ
παράλληλα αναμένεται να διευκολύνει την καινοτομία και την εισαγωγή νέων
τεχνολογιών μέσω της ενίσχυσης του ανταγωνισμού. Με τη σειρά τους, οι εξελίξεις
αυτές θα βελτιώσουν την ποιότητα των ελληνικών εξαγωγών, ενώ θα διευρύνουν την
εξαγωγική βάση και τη συνολική παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας. Το
γεγονός αυτό θα καταστήσει διατηρήσιμη την υποχώρηση των ελλειμμάτων στο
ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, ενώ παράλληλα θα αυξήσει το δυνητικό προϊόν σε
μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Οι δράσεις αυτές θα προσελκύσουν ξένες άμεσες
επενδύσεις και θα οδηγήσουν σε έναν ενάρετο κύκλο που θα σηματοδοτήσει την
οριστική έξοδο από την κρίση και τη διατηρήσιμη αύξηση της συνολικής
παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας σε μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα».