«Καθώς ο πληθωρισμός ήδη αποκλιμακώνεται, επίκειται προσαρμογή των επιτοκίων πολιτικής, οπότε τα πραγματικά επιτόκια αναμένεται να υποχωρήσουν εκ νέου προς χαμηλότερα επίπεδα » σημείωσε σήμερα ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας μιλώντας στο Σεμινάριο Υψηλού Επιπέδου EUROFI 2024 και υπενθύμισε σχετικά πως «οι αποφάσεις νομισματικής πολιτικής του Διοικητικού Συμβουλίου, συμπεριλαμβανομένων των αποφάσεων για τα βασικά επιτόκια, λαμβάνονται επί του παρόντος με βάση τα εκάστοτε διαθέσιμα στοιχεία και την αξιολόγηση των προοπτικών για τον πληθωρισμό.
⦁ Μεσοπρόθεσμα, αυτό που έχει σημασία για την οικονομία είναι η εξέλιξη του φυσικού επιτοκίου, το οποίο διαμορφώνεται κυρίως από διαρθρωτικούς παράγοντες. Γνωρίζουμε ότι διάφορες δυνάμεις επιδρούν στο φυσικό επιτόκιο, όπως οι δημογραφικές μεταβολές και η μείωση της συνολικής παραγωγικότητας, η αντιστροφή της παγκοσμιοποίησης, η τεχνητή νοημοσύνη, η πράσινη μετάβαση και οι πολιτικές προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή.
⦁ Η συνολική επίδραση αυτών των παραγόντων είναι αβέβαιη και ο υπολογισμός του φυσικού επιτοκίου περιβάλλεται από ασάφεια, καθώς είναι μια εξίσωση με πολλούς αγνώστους. Γι’ αυτό, δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί το επίπεδό του και η εξέλιξή του στο μέλλον.
⦁ Όσον αφορά τα διδάγματα, η εμπειρία η οποία αποκτήθηκε στη διάρκεια των προηγούμενων κρίσεων υπήρξε εξαιρετικά πολύτιμη.
⦁ Πρώτον, η νομισματική πολιτική πρέπει να παραμένει ευέλικτη ώστε να είναι σε θέση να αντιμετωπίζει πιθανές μελλοντικές διαταράξεις της σταθερότητας των τιμών, οποιασδήποτε φύσης και κατεύθυνσης.
⦁ Δεύτερον, τα ζητήματα χρηματοπιστωτικής σταθερότητας πρέπει να συνεκτιμώνται από τις νομισματικές αρχές στις αποφάσεις που λαμβάνουν με στόχο τη διασφάλιση της σταθερότητας των τιμών.
⦁ Η περασμένη δεκαετία μάς έδειξε, μεταξύ άλλων, τι μπορεί να κάνει η νομισματική πολιτική. Σήμερα είμαστε καλύτερα προετοιμασμένοι για να εφαρμόσουμε το κατάλληλο μίγμα νομισματικής πολιτικής, με εργαλεία συμβατικά ή μη συμβατικά, σε περίπτωση νέων προκλήσεων. Κατανοούμε καλύτερα τι είναι αποτελεσματικό και τι όχι, αλλά και πώς να περιορίσουμε τις πιθανές παρενέργειες στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
⦁ Η παροχή άφθονης ρευστότητας μέσω μη συμβατικών μέτρων σε ένα περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων λειτούργησε τόσο διορθωτικά όσο και προληπτικά στις μακροοικονομικές συνθήκες και στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Ειδικότερα:
– άμβλυνε τις δυσχέρειες στο μηχανισμό μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής,
– διαφύλαξε την ομαλή λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος και ενίσχυσε τον δίαυλο των τραπεζικών χορηγήσεων,
-μετρίασε τον αρνητικό αντίκτυπο για την οικονομία από τις εντάσεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές,
-βοήθησε τη ζώνη του ευρώ να εξέλθει από μια κρίση που απειλούσε την ίδια την ύπαρξη της Νομισματικής Ένωσης,
-στήριξε την οικονομική δραστηριότητα, διασφαλίζοντας παράλληλα τη σταθερότητα των τιμών.
⦁ Ταυτόχρονα, τα τελευταία χρόνια αναδείχθηκε ο κεντρικός ρόλος της μακροπροληπτικής και της εποπτικής πολιτικής. Οι πολιτικές αυτές επέτρεψαν την αποτελεσματική διαχείριση των κινδύνων για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και ενίσχυσαν την ανθεκτικότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα, και με αυτό τον τρόπο στήριξαν την απρόσκοπτη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής και συνέβαλαν σε σταθερότητα των τιμών μεσοπρόθεσμα.
⦁ Συνολικά, η ανθεκτικότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα της ζώνης του ευρώ έχει βελτιωθεί σημαντικά και προσφέρει ένα ανάχωμα απέναντι σε τυχόν μελλοντικά επεισόδια κρίσης. Προς την κατεύθυνση αυτή έχουν συμβάλει πολλά μέτρα, όπως π.χ. η δημιουργία της (ατελούς ακόμη) Τραπεζικής Ένωσης, με τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό και τον Ενιαίο Μηχανισμό Εξυγίανσης στον πυρήνα της.
⦁ Παρ’ όλα αυτά, πιστεύω ακράδαντα ότι χρειαζόμαστε περισσότερη Ευρώπη. Όσο περισσότερο προχωρεί η ενοποίηση και αυξάνεται ο συντονισμός των πολιτικών στη νομισματική ένωση, ιδίως με την ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης, την οποία θεωρώ υψίστης σημασίας, τόσο περισσότερο θα ενισχύεται η ανθεκτικότητα της οικονομίας της ζώνης του ευρώ και του χρηματοπιστωτικού της συστήματος σε μελλοντικές διαταραχές και δυσμενείς γεωπολιτικές εξελίξεις.
Για το μέλλον
Επίσης εκτίμησε πως θα απαιτηθεί στο άμεσο μέλλον παροχή ρευστότητας σημαντικού ύψους από την Κεντρική Τράπεζα μέσω ενός συνδυασμού πιστοδοτικών πράξεων και ενός διαρθρωτικού χαρτοφυλακίου.
Ο ίδιος μιλώντας σήμερα στο Σεμινάριο Υψηλού επιπέδου EUROFI 2024 υποστήριξε ότι η νομισματική πολιτική πρέπει να παραμένει ευέλικτη ώστε να είναι σε θέση να αντιμετωπίζει πιθανές μελλοντικές διαταράξεις της σταθερότητας των τιμών, οποιασδήποτε φύσης και κατεύθυνσης.
Υπογράμμισε δε ότι σήμερα είμαστε καλύτερα προετοιμασμένοι για να εφαρμόσουμε το κατάλληλο μίγμα νομισματικής πολιτικής, με εργαλεία συμβατικά ή μη συμβατικά, σε περίπτωση νέων προκλήσεων. Κατανοούμε καλύτερα τι είναι αποτελεσματικό και τι όχι, αλλά και πώς να περιορίσουμε τις πιθανές παρενέργειες στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Αναφερόμενος στο τραπεζικό σύστημα υποστήριξε ότι η ανθεκτικότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα της ζώνης του ευρώ έχει βελτιωθεί σημαντικά και προσφέρει ένα ανάχωμα απέναντι σε τυχόν μελλοντικά επεισόδια κρίσης. Προς την κατεύθυνση αυτή έχουν συμβάλει πολλά μέτρα, όπως π.χ. η δημιουργία της (ατελούς ακόμη) Τραπεζικής Ένωσης, με τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό και τον Ενιαίο Μηχανισμό Εξυγίανσης στον πυρήνα της.
Ωστόσο όπως ανέφερε απαιτείται ακόμη περισσότερη Ευρώπη. «Όσο περισσότερο προχωρεί η ενοποίηση και αυξάνεται ο συντονισμός των πολιτικών στη νομισματική ένωση, ιδίως με την ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωση την οποία θεωρώ υψίστης σημασίας» είπε χαρακτηριστικά.
Ο ίδιος υπεραμύνθηκε των έκτακτων μέτρων που είχε λάβει τα τελευταία χρόνια η ΕΚΤ αναφέροντας ότι αν δεν είχαν εφαρμοστεί αυτά τα συμβατικά και μη συμβατικά μέτρα, τα οποία αλληλοενισχύονταν, ο πληθωρισμός και ο ρυθμός ανάπτυξης θα ήταν σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα και η ανθεκτικότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος θα είχε υπονομευθεί. Υπενθύμισε δε τη φράση του Μάριο Ντράγκι το 2016, “αν δεν είχαμε αναλάβει δράση τα τελευταία χρόνια, θα είχαμε οδηγηθεί σε έναν καταστροφικό αποπληθωρισμό.»
Τόνισε δε ότι σε ένα υποθετικό σενάριο χωρίς τα μέτρα διευκολυντικής πολιτικής, ο τραπεζικός δανεισμός και η εξυπηρέτηση των δανείων θα είχαν δεχθεί σοβαρό πλήγμα, με δυσμενείς επιπτώσεις στα έσοδα των τραπεζών και στο κόστος πιστωτικού κινδύνου. Το ίδιο ισχύει και για το μη τραπεζικό χρηματοπιστωτικό τομέα.