Το 2019 ήταν μια χρονιά θετικών εξελίξεων για την ελληνική οικονομία και το τραπεζικό σύστημα, δήλωσε ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος,Γιάννης Στουρνάρας, σε ομιλία του στο προσωπικό της κατά την κοπή της πρωτοχρονιάτικης πίτας.
Σύμφωνα με την Ενδιάμεση Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική 2019, είπε ο Διοικητής της ΤτΕ, η επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων, η ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και η αύξηση των επενδύσεων των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων δημιουργούν θετικές προοπτικές, αντισταθμίζοντας τις επιπτώσεις από την επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας.
Η ελληνική οικονομία ενίσχυσε την αναπτυξιακή δυναμική της την περίοδο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2019, παρά την επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας. Η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι, παρά τους αδύναμους ρυθμούς ανάπτυξης της ευρωπαϊκής οικονομίας, η οικονομική δραστηριότητα στην Ελλάδα θα κινηθεί με ρυθμό ανάπτυξης λίγο πάνω από 2% το 2019 και γύρω στο 2,5% το 2020. Εκτιμά, επίσης, ότι θα επιτευχθεί ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ το 2019 και το 2020.
Στον τραπεζικό τομέα βελτιώθηκε η κερδοφορία των τραπεζών, ενώ και η κεφαλαιακή επάρκεια παραμένει σε ικανοποιητικά επίπεδα. Υποχώρησαν, επίσης, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, ενώ θετική εξέλιξη αποτελεί η εφαρμογή του σχεδίου “Ηρακλής. Σε δεύτερο στάδιο, το σχέδιο αυτό θα πρέπει να συμπληρωθεί και με άλλα μέτρα και σχήματα, όπως αυτό που επεξεργάζονται οι υπηρεσίες της ΤτΕ, με το οποίο, παράλληλα με το πρόβλημα των ΜΕΔ, αντιμετωπίζεται και το πρόβλημα της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης. Πολύ σημαντικό ρόλο στον τομέα αυτό θα διαδραματίσει, επίσης, η πρωτοβουλία της Κυβέρνησης να δημιουργήσει ένα ενιαίο θεσμικό πλαίσιο για την αφερεγγυότητα και την πτώχευση.
“Είμαι αισιόδοξος”, τόνισε ο κ. Στουρνάρας, “ότι η Ελλάδα, παρά τις ενίοτε σοβαρές αστοχίες και οπισθοδρομήσεις στην οικονομική πολιτική της προηγούμενης δεκαετίας, αφού επιβίωσε από μια οξεία και μακρά οικονομική κρίση για άλλη μία φορά στην ιστορία της, και μάλιστα σε πείσμα των σχεδόν ομόφωνα τότε απαισιόδοξων προβλέψεων, έχει τώρα μια μεγάλη ευκαιρία, κυρίως διδασκόμενη από τα λάθη της, να γεφυρώσει την απόσταση που τη χωρίζει από τους εταίρους και τους ανταγωνιστές της, όσον αφορά τους θεσμούς, τις επενδύσεις, ιδιαίτερα τις επενδύσεις στη γνώση, και τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα, και να επιτύχει ταχεία πραγματική σύγκλιση. Ιδιαίτερα μάλιστα σήμερα, που οι πολιτικοί και κοινωνικοί συσχετισμοί, μετά από μια επίπονη μακροχρόνια οικονομική κρίση, την ευνοούν”.