Τα ελληνικά περιουσιακά
στοιχεία αποτελούν πρώτης τάξης επενδυτική ευκαιρία, τόνισε ο Διοικητής της Τράπεζας
της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, σε ομιλία του στην Ευρωαραβική Σύνοδο.
Παράλληλα, στάθηκε ιδιαίτερα στην ανάγκη να ποσοτικοποιηθούν επειγόντως τα
μακροπρόθεσμα μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους και αναφέρθηκε στις αιτίες της
καθυστέρησης εξόδου της χώρας από τα προγράμματα στήριξης, επιρρίπτοντας
ευθύνες τόσο στο εγχώριο πολιτικό σύστημα όσο και τους δανειστές και σε λάθη
που είχαν τα προγράμματα.
Στην ομιλία του, με θέμα: «Προοπτικές
της ελληνικής οικονομίας μετά από έξι χρόνια προσαρμογής», ο Διοικητής
αναφέρθηκε στους λόγους που η Ελλάδα προσφέρει επενδυτικές ευκαιρίες. Τόνισε
ότι οι αλλαγές που έγιναν τα τελευταία χρόνια ευνοούν την ανάπτυξη,
δημιουργώντας έτσι επενδυτικές ευκαιρίες. Αν υπολογιστούν, είπε, και οι
μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν ή θα εφαρμοστούν με το τρέχον πρόγραμμα στήριξης,
το πραγματικό ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά περίπου 13,4% σε μία δεκαετία και αυτή η
εκτίμηση, όπως είπε, είναι το ελάχιστο επίπεδο, με την έννοια ότι δεν μπορούν
να ποσοτικοποιηθούν εύκολα ορισμένες μεταρρυθμίσεις.
Ο Διοικητής αναφέρθηκε, επίσης,
στο υψηλής ποιότητας ανθρώπινο κεφάλαιο της Ελλάδας, η οποία επιβεβαιώνεται και
από την έκθεση ανταγωνιστικότητας του World Economic Forum, στον αναπτυξιακό νόμο, στην ολοκλήρωση
σημαντικών ιδιωτικοποιήσεων, όπως του λιμένα Πειραιά και η πώληση των 14
περιφερειακών αεροδρομίων, τη σημαντική γεωγραφική θέση της Ελλάδας και τον
τουριστικό τομέα.
«Για αυτούς τους λόγους,
μπορεί να θεωρηθεί ότι τα ελληνικά περιουσιακά στοιχεία δεν έχουν εκτιμηθεί όσο
πρέπει», τόνισε ο Διοικητής, προσθέτοντας ότι χάρη στις πρόσφατες αλλαγές
πολιτικής, τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας σε όρους κόστους εργασίας και τα
ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα της χώρας, έχουν τεράστιες δυνατότητες να
παρουσιάσουν υψηλότερες επιδόσεις στο μέλλον, αποφέροντας σημαντικά κέρδη στους
νέους επενδυτές».
Τι είπε για το
χρέος
Αναφερόμενος στο θέμα της ελάφρυνσης
του χρέους, ο κ. Στουρνάρας τόνισε ότι «τα προβλεπόμενα μέτρα διαχείρισης του
μακροπρόθεσμου δημόσιου χρέους δεν έχουν ακόμη εξειδικευθεί», προσθέτοντας:
«Θα πρέπει να γίνουν
επειγόντως ενέργειες για την εξειδίκευση και ποσοτικοποίηση των προβλεπόμενων
μέτρων ελάφρυνσης του χρέους. Αυτό θα ενισχύσει την αξιοπιστία και την αποδοχή
των ασκούμενων πολιτικών, συμβάλλοντας περαιτέρω στην παγίωση της εμπιστοσύνης,
στην ενίσχυση της οικονομικής ανάκαμψης και στη μείωση της φορολογικής
επιβάρυνσης και θα διευκολύνει την επιστροφή στις χρηματοπιστωτικές αγορές μετά
τη λήξη του προγράμματος».
Γιατί δεν βγήκαμε από τα
μνημόνια
Η καθυστέρηση εξόδου της Ελλάδας
από τα προγράμματα προσαρμογής – σε αντίθεση με την Κύπρο, την Ιρλανδία και την
Πορτογαλία – οφείλεται σε διάφορους παράγοντες, είπε ο κεντρικός τραπεζίτης,
μεταξύ των οποίων είναι:
«Η μη οικειοποίηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων και η
απροθυμία μερίδας του πολιτικού συστήματος να διορθώσει τα λάθη του
παρελθόντος, η αντιμνημονιακή ρητορική, οι αντιπαραθέσεις μεταξύ των πολιτικών
παρατάξεων και η αδυναμία τους να καταλήξουν σε συνεννόηση, καθώς και τα
διάφορα – μικρά και μεγάλα – κεκτημένα συμφέροντα που προέβαλαν αντίσταση στις
μεταρρυθμίσεις.
Παράλληλα όμως, το γεγονός ότι οι Ευρωπαίοι εταίροι μας
δεν έχουν ακόμη εκπληρώσει τη δέσμευσή τους για περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους,
σύμφωνα με τις αποφάσεις που έλαβε το Eurogroup ήδη από το Νοέμβριο του 2012 (με πιο
πρόσφατη την απόφαση του Μαΐου 2016), αλλά και το ότι σε κάθε καθυστέρηση στη
διαπραγμάτευση, ακόμη και για τεχνικά ζητήματα, ορισμένοι από τους εταίρους
επέσειαν ως απειλή τον κίνδυνο εξόδου της χώρας από το ευρώ, με ανάλογες
επιπτώσεις στο κλίμα που επικρατούσε στις αγορές, επέτειναν την αβεβαιότητα και
επηρέασαν αρνητικά το οικονομικό κλίμα στη χώρα.
Υπήρξαν ακόμα ορισμένοι εσφαλμένοι υπολογισμοί στο
σχεδιασμό των προγραμμάτων οικονομικής
προσαρμογής, που μπορεί επίσης να εξηγούν την καθυστέρηση έναντι των άλλων
χωρών που εφάρμοσαν στο παρελθόν ανάλογα προγράμματα. Δεδομένου του μεγέθους
των δημοσιονομικών
ανισορροπιών το Μάιο του 2010, όταν ξεκίνησε το πρώτο πρόγραμμα οικονομικής
προσαρμογής, δόθηκε μεγαλύτερη έμφαση στη δημοσιονομική προσαρμογή, στην
ασφαλιστική μεταρρύθμιση, στον εξορθολογισμό των διαδικασιών κατάρτισης του
προϋπολογισμού, στην αύξηση της διαφάνειας της δημοσιονομικής διαχείρισης,
καθώς και στην αναδιάρθρωση του χρηματοπιστωτικού τομέα. Λιγότερη έμφαση δόθηκε
στις μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας που ενισχύουν την ανάπτυξη, αλλά και
στις μεταρρυθμίσεις στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών, και στην αναδιοργάνωση
του δημόσιου τομέα. Επιπλέον, οι προβλέψεις για το ρυθμό ανάπτυξης ήταν υπεραισιόδοξες και οι δημοσιονομικοί
πολλαπλασιαστές απεδείχθησαν υψηλότεροι από ό,τι αρχικά αναμενόταν. Έτσι, η οικονομία παγιδεύθηκε σε ένα φαύλο
κύκλο λιτότητας, ύφεσης, αυξανόμενης ανεργίας και συσσώρευσης υπερβολικού
χρέους του ιδιωτικού τομέα».
Διαβάστε εδώ ολόκληρη την ομιλία του Γιάννη Στουρνάρα