Την εκτίμηση ότι, θα χρειαστούν και άλλα νέα σχήματα, όπως αυτά που έχει επεξεργαστεί η ΤτΕ, για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα των “κόκκινων” δανείων πέραν της εφαρμογής του σχεδίου “Ηρακλής”, εξέφρασε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, Γιάννης Στουρνάρας μιλώντας στο συνέδριο της Ενιαίας Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Συμβάσεων με θέμα “Διεθνείς οικονομικές εξελίξεις, προκλήσεις και προοπτικές της ελληνικής οικονομίας”.
Σχολιάζοντας τον Προϋπολογισμό του 2020, ο κ. Στουρνάρας ανέφερε: «Η κυβέρνηση υιοθέτησε, με τον προϋπολογισμό που κατατέθηκε χθες, ένα δημοσιονομικά ουδέτερο αναπτυξιακό μίγμα πολιτικής, με έμφαση στη μείωση των φορολογικών συντελεστών και τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, μέσω μέτρων για την προώθηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών. Το πρόσφατο φορολογικό νομοσχέδιο έχει αναπτυξιακή διάσταση, καθώς μειώνει το φορολογικό βάρος των πολιτών και των επιχειρήσεων, ενισχύει τα κίνητρα για εργασία, ενθαρρύνει τις παραγωγικές επενδύσεις και μειώνει την παραοικονομία, με τελικό αποτέλεσμα την αύξηση του εθνικού προϊόντος. Οι δράσεις αυτές κρίνονται προς τη σωστή κατεύθυνση και συμβαδίζουν με τις προτάσεις που έχει καταθέσει η Τράπεζα της Ελλάδος τα τελευταία χρόνια».
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, μια μόνιμη μείωση του ονομαστικού φορολογικού συντελεστή του εισοδήματος από κεφάλαιο που ισοδυναμεί με φορολογική ελάφρυνση κατά 1/4 της ποσοστιαίας μονάδας του ΑΕΠ, με ταυτόχρονη όμως υλοποίηση δημοσιονομικών διαρθρωτικών μέτρων που βελτιώνουν τη φορολογική συμμόρφωση, οδηγεί σε αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,5% μετά από μια δεκαετία μέσω της αύξησης των επενδύσεων, χωρίς να επιδεινωθεί το πρωτογενές δημοσιονομικό αποτέλεσμα.
Για το πρόβλημα των κόκκινων δανείων, ο κ. Στουρνάρας επανέλαβε ότι η υιοθέτηση του σχεδίου ΗΡΑΚΛΗΣ αποτελεί βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, το οποίο όμως δεν επαρκεί καθώς αντιμετωπίζει μόνο το 40% των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Για τον λόγο αυτό υποστήριξε ότι σε αμέσως επόμενο στάδιο θα πρέπει να εξεταστεί και το σχέδιο που έχουν επεξεργαστεί οι υπηρεσίες της Τράπεζας της Ελλάδος, με το οποίο, παράλληλα με το πρόβλημα των κόκκινων δανείων, αντιμετωπίζεται και το ζήτημα της αναβαλλόμενης φορολογίας (DTC).
-Η αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων
Οι τράπεζες έχουν συμφωνήσει με τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (SSM) φιλόδοξους στόχους για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ). Βάσει αυτών των στόχων, το ποσοστό των ΜΕΔ πρέπει να μειωθεί στο 19% μέχρι το τέλος του 2021. Όμως, ακόμη και αν επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι, το ποσοστό των ΜΕΔ των ελληνικών τραπεζών θα είναι πολλαπλάσιο του μέσου όρου της ΕΕ.
Στο πλαίσιο αυτό, η εφαρμογή του σχεδίου «Ηρακλής», που στηρίζεται στο Σχήμα Προστασίας Ενεργητικού (APS), είναι ένα σημαντικό βήμα προς την ορθή κατεύθυνση αντιμετώπισης του προβλήματος. Ωστόσο, καλύπτει μόνο το 40% περίπου των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Σε αμέσως επόμενο στάδιο θα πρέπει να εξεταστούν και άλλα σχήματα, όπως αυτό που έχουν επεξεργαστεί οι υπηρεσίες της Τράπεζας της Ελλάδος, με το οποίο, παράλληλα με το πρόβλημα των ΜΕΔ, αντιμετωπίζεται και το ζήτημα της αναβαλλόμενης φορολογίας (DTC). Είναι αυτονόητο ότι αυτό θα πρέπει να γίνεται με τρόπους συμβατούς με τους κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης περί κρατικών ενισχύσεων. Τέλος, με νομοθετική πρωτοβουλία του Υπουργείου Οικονομικών, αναμένεται να βελτιωθεί σημαντικά το θεσμικό πλαίσιο αντιμετώπισης της αφερεγγυότητας επιχειρήσεων και νοικοκυριών, και να ενισχυθεί σημαντικά η δυνατότητα των τραπεζών να προχωρούν σε αναδιαρθρώσεις δανείων, βελτιώνοντας έτσι τη φερεγγυότητα και τη ρευστότητα ιδιωτών και επιχειρήσεων και επομένως, τις αναπτυξιακές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
-Οι εξελίξεις και προοπτικές
της ελληνικής οικονομίας
Η ελληνική οικονομία
συνεχίζει να ανακάμπτει, αν και με σχετικά συγκρατημένους ρυθμούς ανάπτυξης
λόγω της επιβράδυνσης της παγκόσμιας οικονομίας. Ειδικότερα, τα στοιχεία του
δεύτερου τριμήνου του 2019 δείχνουν ότι ο ρυθμός ανάκαμψης της ελληνικής
οικονομίας ενισχύθηκε στο 1,9% από 1,1% το πρώτο τρίμηνο, δηλαδή το πρώτο
εξάμηνο του 2019 το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 1,5%. Στην άνοδο του ΑΕΠ το δεύτερο
τρίμηνο συνέβαλαν κυρίως οι καθαρές εξαγωγές και η δημόσια κατανάλωση. Η
πρόβλεψη της Τράπεζας της Ελλάδος είναι για (ετήσιο) ρυθμό οικονομικής
ανάπτυξης 2,3% το δεύτερο εξάμηνο του 2019, και 1,9% για το σύνολο του έτους.
Για το 2020, η Τράπεζα της Ελλάδος προβλέπει ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης 2,4%.
Η επιβράδυνση της
παγκόσμιας οικονομίας λόγω του εμπορικού προστατευτισμού επηρεάζει τις εξαγωγές
και τη βιομηχανική παραγωγή. Ειδικότερα:
-Οι εξαγωγές αγαθών χωρίς καύσιμα αυξήθηκαν την περίοδο
Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2019 κατά
5% σε σταθερές τιμές, έναντι 11% την ίδια περίοδο του 2018, ενώ οι εξαγωγές
καυσίμων παρουσίασαν μείωση.
-Η
προστιθέμενη αξία της βιομηχανίας
(δείκτης βιομηχανικής παραγωγής) αυξήθηκε με επιβραδυνόμενο ρυθμό την περίοδο
Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2019 (0,8%, έναντι 1,4% την αντίστοιχη περίοδο του
2018), ακολουθώντας την επιβράδυνση της βιομηχανικής παραγωγής στη ζώνη του
ευρώ.
Ωστόσο, την ίδια στιγμή
παρατηρούμε ιδιαίτερα ενθαρρυντικά μηνύματα από το εσωτερικό, όπως η
συνεχιζόμενη ανάκαμψη της αγοράς εργασίας και η επιτάχυνση του διαθέσιμου
εισοδήματος των νοικοκυριών, η σημαντική αύξηση των επενδύσεων των μη
χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων και η αύξηση της αποταμίευσης και της εξωτερικής
χρηματοδότησης. Η πορεία αυτών των δεικτών υποδηλώνει
σημαντική ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας στην παγκόσμια οικονομική
επιβράδυνση.
Ειδικότερα:
-Το
πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών αυξήθηκε κατά 4,2% το α΄ εξάμηνο
του 2019, δηλαδή με τον υψηλότερο ρυθμό από την αντίστοιχη περίοδο του 2007. Η
εξέλιξη αυτή οφείλεται κυρίως στην αύξηση της απασχόλησης.
-Η
αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος συνέβαλε στην αντιστροφή της έντονης πτωτικής
τάσης των αποταμιεύσεων, η οποία επιβεβαιώνεται και από τη σταδιακή αύξηση των
καταθέσεων των νοικοκυριών.
-Οι
ακαθάριστες επενδύσεις κεφαλαίου του ιδιωτικού τομέα στην πραγματική οικονομία
υπερδιπλασιάστηκαν το β΄ τρίμηνο του 2019, συγκριτικά με το χαμηλό επίπεδο του
5,0% του ΑΕΠ στο τέλος του 2015, και ανέρχονται πλέον σε 10,7% του ΑΕΠ σε
ετήσια βάση. Ταυτόχρονα, ο καθαρός σχηματισμός κεφαλαίου για τις επιχειρήσεις
γίνεται θετικός από το τέλος του 2018, ενισχύοντας την παραγωγική κεφαλαιακή
βάση για πρώτη φορά μετά από εννέα έτη. Το ίδιο διάστημα, η συνολική
χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα σημείωσε σταθερή βελτίωση ως απόρροια της
αύξησης τόσο της «εσωτερικής χρηματοδότησης» από ιδίους πόρους όσο και της «εξωτερικής χρηματοδότησης», η οποία ενισχύθηκε από την αυξημένη
προσφυγή στις εγχώριες και διεθνείς
κεφαλαιαγορές.
Επιπλέον,
o δείκτης οικονομικού κλίματος διαμορφώνεται
στα υψηλότερα επίπεδα που έχουν παρατηρηθεί εδώ και πολλά χρόνια και οι
συνθήκες χρηματοδότησης και ρευστότητας των τραπεζών έχουν βελτιωθεί. Ειδικότερα:
-Οι εισροές καταθέσεων συνεχίζονται. Από τις αρχές του 2018 έως το τέλος
Σεπτεμβρίου 2019 έχουν επιστρέψει στις τράπεζες εγχώριες ιδιωτικές καταθέσεις
ύψους 12,7 δισ. ευρώ.
-Οι τραπεζικές χορηγήσεις προς μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις κατέγραψαν
δωδεκάμηνο ρυθμό αύξησης 2,2% το Σεπτέμβριο του 2019. Ωστόσο, οι θετικοί ρυθμοί μεταβολής
αφορούν μόνο τις χορηγήσεις προς μεγάλες επιχειρήσεις.
Παράλληλα, οι τιμές των ακινήτων άρχισαν να αυξάνονται, ενώ οι αποδόσεις
των ομολόγων αποκλιμακώθηκαν σημαντικά τους τελευταίους μήνες. Η εμπιστοσύνη
στον τραπεζικό τομέα έχει ενισχυθεί σημαντικά και οι περιορισμοί στην κίνηση
κεφαλαίων καταργήθηκαν πλήρως από 1ης Σεπτεμβρίου.
Η
θετική έως τώρα πορεία οδήγησε στην αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης
του Ελληνικού Δημοσίου από την Standard and Poor’s σε ΒΒ- από Β+ με θετικές
προοπτικές, ενώ και ο οίκος αξιολόγησης DBRS βελτίωσε τις προοπτικές
της οικονομίας σε θετικές από σταθερές. Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Τράπεζας
της Ελλάδος, η οικονομική δραστηριότητα θα αυξηθεί, όπως ήδη αναφέρθηκε, κατά
2,3% το δεύτερο εξάμηνο του 2019 και κατά 1,9% συνολικά για το έτος, ενώ
αναμένεται να επιταχυνθεί περαιτέρω το 2020 στο 2,4% παρά την αναμενόμενη
επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης της ευρωπαϊκής και της παγκόσμιας οικονομίας.
Αυτό οφείλεται στην ενίσχυση της εγχώριας ζήτησης καθώς η οικονομία ανακάμπτει
από τη μακρά ύφεση, γεγονός που, σε ένα βαθμό, αντισταθμίζει την αρνητική
επίδραση της επιβράδυνσης της παγκόσμιας οικονομίας.
-Οι μελλοντικές προκλήσεις
Παρ’
όλα αυτά, η Ελλάδα καλείται να αντιμετωπίσει μια σειρά προκλήσεων την προσεχή
περίοδο:
-Το υψηλό δημόσιο χρέος (του οποίου βεβαίως η
βιωσιμότητα βελτιώθηκε σημαντικά και θεωρείται εξασφαλισμένη μεσοπρόθεσμα με τα
μέτρα που ενέκρινε το Eurogroup
από το 2012 έως το 2018) δημιουργεί αβεβαιότητα σε μακροπρόθεσμη βάση (μετά το
2030) στην περίπτωση εξωγενών κλυδωνισμών όπως είναι μια διεθνής παρατεταμένη
ύφεση ή μια άνοδος των επιτοκίων.
-Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών που χειροτέρευσε
με τις πρώτες ενδείξεις οικονομικής ανάπτυξης παρά την ύπαρξη αρνητικού
παραγωγικού κενού, σε συνδυασμό με τη μεγάλη αρνητική καθαρή διεθνή επενδυτική
θέση. Αυτό υποδηλώνει κυρίως την ανάγκη περαιτέρω βελτίωσης της
ανταγωνιστικότητας.
-Το υψηλό ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας και η
προβλεπόμενη δημογραφική επιδείνωση (λόγω της γήρανσης του πληθυσμού και της
εξερχόμενης μετανάστευσης) επηρεάζουν αρνητικά τη δυνητική ανάπτυξη και
δημιουργούν προβλήματα στη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του συνταξιοδοτικού
συστήματος.
-Τον αργό ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας,
που συνεπάγεται υψηλό κίνδυνο τεχνολογικής υστέρησης και ψηφιακού
αναλφαβητισμού.
-Το μεγάλο επενδυτικό κενό που δημιουργήθηκε
εξαιτίας της πολυετούς ύφεσης και το οποίο κινδυνεύει να επηρεάσει μόνιμα την
παραγωγική ικανότητα της ελληνικής οικονομίας.
Πέρα από τα ανωτέρω, η
ελληνική οικονομία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει πολύ αυστηρές δημοσιονομικές,
νομισματικές και χρηματοπιστωτικές συνθήκες σε σύγκριση με όλα τα άλλα
κράτη-μέλη της ζώνης του ευρώ, παρά τη σημαντική πτώση των αποδόσεων των
ελληνικών 10ετών κρατικών ομολόγων. Τα πρωτογενή πλεονάσματα
που έχουν συμφωνηθεί στο πλαίσιο της συμφωνίας για την ελάφρυνση χρέους στο Eurogroup στις 21 Ιουνίου 2018 είναι πολύ υψηλά, ιδιαίτερα μάλιστα αν διορθωθούν για
τον οικονομικό κύκλο, και, σε συνδυασμό με τις δυσμενείς δημογραφικές
προοπτικές της χώρας, περιορίζουν τη δυνατότητα επίτευξης σημαντικά υψηλότερων
ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης, ενώ το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων παραμένει σε πολύ υψηλό επίπεδο (43,6% του συνόλου
των δανείων), περιορίζοντας την ικανότητα του τραπεζικού συστήματος να
χρηματοδοτήσει τις επενδύσεις και να στηρίξει την πραγματική οικονομία.
– Οι πολιτικές για την αντιμετώπιση των κινδύνων και των μελλοντικών
προκλήσεων
Προκειμένου να αποσοβήσει τους κινδύνους
από την επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας και να αντιμετωπίσει τις
εναπομένουσες προκλήσεις και τα προβλήματα που κληροδότησε η κρίση, η κυβέρνηση
εφαρμόζει ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και οικονομικών πολιτικών φιλικών στο
επιχειρείν και στην παραγωγικότητα. Οι πολιτικές αυτές αφορούν την αναμόρφωση
και τον ψηφιακό μετασχηματισμό της δημόσιας διοίκησης, τον καλύτερο συντονισμό
και την παρακολούθηση του κυβερνητικού έργου, την προσέλκυση επενδύσεων, ιδίως
ξένων άμεσων επενδύσεων, την επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων και
ιδιωτικοποιήσεων, την επανεκκίνηση μεγάλων επενδυτικών έργων, τις συμπράξεις
δημόσιου και ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ) και τη μείωση της φορολογίας, με παράλληλη τήρηση
της δημοσιονομικής πειθαρχίας και των συμφωνημένων δημοσιονομικών στόχων. Στο
πλαίσιο αυτό, η Ενιαία Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων
Συμβάσεων επιτελεί σημαντικό έργο μέσω του ελέγχου των δαπανών του κράτους για
τις δημόσιες συμβάσεις και της ανάπτυξης υγιούς ανταγωνισμού στις διαγωνιστικές
διαδικασίες σύμφωνα με τις αρχές της διαφάνειας και της ίσης μεταχείρισης.
Από το σύνολο των νομοθετικών παρεμβάσεων που έχουν προωθηθεί προσφάτως,
επιτρέψτε μου να αναφερθώ στις παρακάτω τέσσερις που θεωρώ ιδιαίτερα σημαντικές:
α. το επιτελικό κράτος
β. το νέο αναπτυξιακό νόμο
γ. την
αλλαγή μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής και το νέο φορολογικό νομοσχέδιο και
δ. την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Διαβάστε ολόκληρη την ομιλία του κ. Στουρνάρα εδώ