Η έκθεση του ΔΝΤ για την Ελλάδα θα συζητηθεί στη σημερινή συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου και θα αναφέρεται στα πεπραγμένα της προηγούμενης κυβέρνησης, όταν κατά την εκτίμησή του σημειώθηκε οπισθοχώρηση σε συγκεκριμένες μεταρρυθμιστικές δεσμεύσεις με χαρακτηριστικότερες τις παρεμβάσεις στην αγορά εργασίας και την αύξηση του κατώτατου μισθού, αλλά και την καταβολή του έκτακτου κοινωνικού μερίσματος υπό μορφή 13ης σύνταξης.
Το ΔΝΤ δεν μεταβάλλει τη δέσμη συστάσεων προς την ελληνική κυβέρνηση και μέσω της έκθεσης του άρθρου 4, προσχέδιο της οποίας έχει ήδη στείλει σε κυβερνητικά στελέχη, επιμένει στην ανάγκη διεύρυνσης της φορολογικής βάσης με μείωση του αφορολόγητου, κατάργηση της μονιμότητας της 13ης σύνταξης και περικοπή των προσωπικών διαφορών στις συντάξεις.
Αναμένεται το Ταμείο να επικρίνει μέτρα όπως η προστασία των στεγαστικών δανείων και οι ρυθμίσεις των οφειλών σε ασφαλιστικά Ταμεία και εφορία, υποστηρίζοντας ότι υπονομεύουν την κουλτούρα των πληρωμών και πρέπει να εγκαταλειφθούν. Όσον αφορά στη ρύθμιση για την προστασία της πρώτης κατοικίας, σημειώνει ότι είναι η ένατη στη σειρά.
Για τη βιωσιμότητα του χρέους, η ανάλυση του Ταμείου επισημαίνει ότι έως το 2032 δεν υπάρχει πρόβλημα κάλυψης των χρηματοδοτικών αναγκών αλλά στη συνέχεια αυτή θα εξαρτάται από τα επιτόκια και τον ρυθμό ανάπτυξης, τον οποίο το Ταμείο βλέπει στο 0,9% (μακροπρόθεσμα).
Η έκθεση θα υποδέχεται θετικά καταρχάς τη νέα κυβέρνηση επικροτώντας την πολιτική της στον τομέα των ιδιωτικοποιήσεων και των μεταρρυθμίσεων αλλά δεν είναι πολύ αισιόδοξη για τις αναπτυξιακές προοπτικές. Εκτιμά ότι η ανάπτυξη θα περιοριστεί το 2020 στο 2,2% και φέτος στο 2% σύμφωνα με την εφημερίδα “Δημοκρατία”.
Αναμένεται το Ταμείο να επικρίνει μέτρα όπως η προστασία των στεγαστικών δανείων και οι ρυθμίσεις των οφειλών σε ασφαλιστικά Ταμεία και εφορία, υποστηρίζοντας ότι υπονομεύουν την κουλτούρα των πληρωμών και πρέπει να εγκαταλειφθούν. Όσον αφορά στη ρύθμιση για την προστασία της πρώτης κατοικίας, σημειώνει ότι είναι η ένατη στη σειρά.
Για τη βιωσιμότητα του χρέους, η ανάλυση του Ταμείου επισημαίνει ότι έως το 2032 δεν υπάρχει πρόβλημα κάλυψης των χρηματοδοτικών αναγκών αλλά στη συνέχεια αυτή θα εξαρτάται από τα επιτόκια και τον ρυθμό ανάπτυξης, τον οποίο το Ταμείο βλέπει στο 0,9% (μακροπρόθεσμα).
Η έκθεση θα υποδέχεται θετικά καταρχάς τη νέα κυβέρνηση επικροτώντας την πολιτική της στον τομέα των ιδιωτικοποιήσεων και των μεταρρυθμίσεων αλλά δεν είναι πολύ αισιόδοξη για τις αναπτυξιακές προοπτικές. Εκτιμά ότι η ανάπτυξη θα περιοριστεί το 2020 στο 2,2% και φέτος στο 2% σύμφωνα με την εφημερίδα “Δημοκρατία”.