Στο 1,5% του ΑΕΠ το “ταβάνι” για την ανάπτυξη της οικονομίας το 2017 σύμφωνα με το ΙΟΒΕ

Σύνμφωνα με τα στοιχεία καταγράφεται ανάκαμψη η οποία αναμένεται να πλησιάσει την περιοχή του 1,5% για το έτος, σε πραγματικούς όρους, τονίζει το ΙΟΒΕ στην τριμηνιαία έκθεσή του για την ελληνική οικονομία, τονίζοντας τη σημασία της ολοκλήρωσης της δεύτερης αξιολόγησης του προγράμματος προσαρμογής.



Όπως τονίζεται, αρμοδίως, μια σταδιακή μείωση της αβεβαιότητας, θα δημιουργήσει θετικό μηχανισμό ανατροφοδότησης με τις επενδύσεις και την απασχόληση.

Ωστόσο επισημαίνει ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης συνολικά είναι χαμηλότεροι από αυτούς που στόχευε η οικονομική πολιτική, γεγονός προς το οποίο έχει συντελέσει και η καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης, από κοινού με τον σχετικά αργό ρυθμό μεταρρύθμισης του παραγωγικού υποδείγματος και την αδυναμία να ωφεληθεί η χώρα σε όρους ρευστότητας από τη συμμετοχή στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.

Οι εκτιμήσεις για την οικονομία αναφέρουν:

* Συνεκτιμώντας τους ποικίλους παράγοντες οι οποίοι επηρεάζουν τις επενδύσεις, οι πρόβλεψη για τη διεύρυνσή τους φέτος διαμορφώνεται σε 13 με 15%.

* Η διεύρυνση των εξαγωγών αγαθών, εξαιρουμένων πετρελαιοειδών και πλοίων, αλλά πρωτίστως η υψηλότερη ζήτηση για εγχωρίως παραγόμενες υπηρεσίες, μεταφορικές και λοιπές, θα οδηγήσει το σύνολο των εξαγωγών σε άνοδο, με ταχύτητα περίπου 5,5%.

* Σε πτωτική τροχιά η ανεργία στην αρχή του τρέχοντος έτους, μικρότερης έκτασης, όμως αναμένεται η φετινή μείωση από ότι πέρυσι και θα φτάσει στο 22,2%.

Οι προσδοκίες

Το πρόσφατο διάστημα πριν την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, δημιουργήθηκαν προσδοκίες για μια σημαντική περαιτέρω πρόοδο στη διασαφήνιση των όρων χρηματοδότησης της χώρας μετά την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος, όπως και στους όρους διαχείρισης του δημόσιου χρέους μακροπρόθεσμα, σημειώνει το ΙΟΒΕ.

Το γεγονός ότι μόνο μικρή σχετικά πρόοδος καταγράφηκε, δεν εκτροχιάζει την εφαρμογή του προγράμματος ούτε της οικονομίας. Μεταθέτει, όμως, σημαντικές αποφάσεις προς το μέλλον και δε μειώνει δραστικά τις σχετικές αβεβαιότητες, στο βαθμό τουλάχιστον που δεν υπάρχει στο εσωτερικό της χώρας πλήρης και μη αναστρέψιμη στροφή της οικονομικής πολιτικής προς τις απαραίτητες για την ανάπτυξη μεταρρυθμίσεις, συμπληρώνει.

Συνολικά, η ελληνική οικονομία κινείται εντός τροχιάς, όμως με σημαντικά αργότερο ρυθμό από τον εφικτό και επιθυμητό. Πρέπει να συνυπολογιστεί ως σημαντικό στοιχείο πως στο ευρωπαϊκό περιβάλλον οι τάσεις ανάπτυξης καταγράφονται πλέον περισσότερο εύρωστες, γεγονός που από τη μια πλευρά βοηθά την αύξηση των εξαγωγών για την ελληνική οικονομία, από την άλλη όμως αυξάνει την απόσταση της μακροοικονομικής πορείας της χώρας από το μέσο όρο της Ευρωζώνης.

Καθώς σταδιακά η ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος πλησιάζει χρονικά όλο και περισσότερο, έμφαση θα πρέπει να δοθεί στην επιτάχυνση της συστηματικής βελτίωσης της παραγωγικής βάσης μέσω προσέλκυσης των επενδύσεων και συνέχισης των δομικών μεταρρυθμίσεων, συνεπούς αναπτυξιακής πολιτικής που θα συμπεριλαμβάνει την, χωρίς χρονοτριβή, ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης, θα έχει ευεργετικά αποτελέσματα ακόμα και αν γίνει σε μικρή κλίμακα.

Αν, όμως, η έξοδος στις αγορές για άντληση ρευστότητας γίνει ως υποκατάστατο στην υπόλοιπη αναπτυξιακή πολιτική, θα έχει μεσοπρόθεσμα αρνητικά αποτελέσματα, τονίζει.

Καταγράφεται ανάκαμψη η οποία αναμένεται να πλησιάσει την περιοχή του 1,5% για το έτος, σε πραγματικούς όρους, τονίζει το ΙΟΒΕ στην έκθεσή του για την ελληνική οικονομία, σημειώνοντας τη σημασία της ολοκλήρωσης της δεύτερης αξιολόγησης του προγράμματος προσαρμογής. Ωστόσο επισημαίνει ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης συνολικά είναι χαμηλότεροι από αυτούς που στόχευε η οικονομική πολιτική, γεγονός προς το οποίο έχει συντελέσει και η καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης, από κοινού με τον σχετικά αργό ρυθμό μεταρρύθμισης του παραγωγικού υποδείγματος και την αδυναμία να ωφεληθεί η χώρα σε όρους ρευστότητας από τη συμμετοχή στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Οι εκτιμήσεις για την οικονομία αναφέρουν: * Συνεκτιμώντας τους ποικίλους παράγοντες οι οποίοι επηρεάζουν τις επενδύσεις, οι πρόβλεψη για τη διεύρυνσή τους φέτος διαμορφώνεται σε 13 με 15%. * Η διεύρυνση των εξαγωγών αγαθών, εξαιρουμένων πετρελαιοειδών και πλοίων, αλλά πρωτίστως η υψηλότερη ζήτηση για εγχωρίως παραγόμενες υπηρεσίες, μεταφορικές και λοιπές, θα οδηγήσει το σύνολο των εξαγωγών σε άνοδο, με ταχύτητα περίπου 5,5%.
* Σε πτωτική τροχιά η ανεργία στην αρχή του τρέχοντος έτους, μικρότερης έκτασης, όμως αναμένεται η φετινή μείωση από ότι πέρυσι και θα φτάσει στο 22,2%. Οι προσδοκίες Το πρόσφατο διάστημα πριν την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, δημιουργήθηκαν προσδοκίες για μια σημαντική περαιτέρω πρόοδο στη διασαφήνιση των όρων χρηματοδότησης της χώρας μετά την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος, όπως και στους όρους διαχείρισης του δημόσιου χρέους μακροπρόθεσμα, σημειώνει το ΙΟΒΕ.

Το γεγονός ότι μόνο μικρή σχετικά πρόοδος καταγράφηκε, δεν εκτροχιάζει την εφαρμογή του προγράμματος ούτε της οικονομίας. Μεταθέτει, όμως, σημαντικές αποφάσεις προς το μέλλον και δε μειώνει δραστικά τις σχετικές αβεβαιότητες, στο βαθμό τουλάχιστον που δεν υπάρχει στο εσωτερικό της χώρας πλήρης και μη αναστρέψιμη στροφή της οικονομικής πολιτικής προς τις απαραίτητες για την ανάπτυξη μεταρρυθμίσεις, συμπληρώνει. Συνολικά, η ελληνική οικονομία κινείται εντός τροχιάς, όμως με σημαντικά αργότερο ρυθμό από τον εφικτό και επιθυμητό. Πρέπει να συνυπολογιστεί ως σημαντικό στοιχείο πως στο ευρωπαϊκό περιβάλλον οι τάσεις ανάπτυξης καταγράφονται πλέον περισσότερο εύρωστες, γεγονός που από τη μια πλευρά βοηθά την αύξηση των εξαγωγών για την ελληνική οικονομία, από την άλλη όμως αυξάνει την απόσταση της μακροοικονομικής πορείας της χώρας από το μέσο όρο της Ευρωζώνης.

Καθώς σταδιακά η ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος πλησιάζει χρονικά όλο και περισσότερο, έμφαση θα πρέπει να δοθεί στην επιτάχυνση της συστηματικής βελτίωσης της παραγωγικής βάσης μέσω προσέλκυσης των επενδύσεων και συνέχισης των δομικών μεταρρυθμίσεων, συνεπούς αναπτυξιακής πολιτικής που θα συμπεριλαμβάνει την, χωρίς χρονοτριβή, ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης, θα έχει ευεργετικά αποτελέσματα ακόμα και αν γίνει σε μικρή κλίμακα. Αν, όμως, η έξοδος στις αγορές για άντληση ρευστότητας γίνει ως υποκατάστατο στην υπόλοιπη αναπτυξιακή πολιτική, θα έχει μεσοπρόθεσμα αρνητικά αποτελέσματα, τονίζει.

Exit mobile version