Προβληματισμό για τη δημοσιονομική πολιτική που διαμορφώνεται για τα επόμενα χρόνια στο πλαίσιο της επίτευξης του στόχου των υψηλών πλεονασμάτων, εκφράζει ο ΣΕΒ στο Εβδομαδιαίο Δελτίο του για την ελληνική οικονομία.
Ο ΣΕΒ σημειώνει ότι η δεύτερη αξιολόγηση ολοκληρώνεται “μέσα σε ένα κλίμα αφενός θετικών προσδοκιών για την ομαλοποίηση των συνθηκών χρηματοδότησης της οικονομίας και αφετέρου αρνητικών εκτιμήσεων για την μετάθεση των μέτρων άμβλυνσης της υπερφορολόγησης της οικονομίας για το 2020!”
Όπως αναφέρει, “η ιδιωτική οικονομία έχει ανάγκη φορολογικών ελαφρύνσεων σήμερα. Όμως στη νέα προκαταρκτική συμφωνία, όχι μόνο μετατίθεται στο μέλλον η μείωση των φορολογικών συντελεστών, αλλά τελικά προβλέπεται να υλοποιηθεί μόνο στο βαθμό που έχει εξασφαλισθεί μεσοπρόθεσμα η υπερκάλυψη του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 3,5 π.μ. του ΑΕΠ.
Υλοποιείται, μάλιστα, σε ανταγωνισμό με μέτρα αύξησης κοινωνικών παροχών, και μόνο κατά το ποσοστό υπερκάλυψης του στόχου. Ενώ, λοιπόν, προβλέπεται με βεβαιότητα μείωση του αφορολόγητου το 2020 και άρα αύξηση της φορολογίας για ευρύτερες ομάδες του πληθυσμού και πέραν αυτών που καλύπτονται σήμερα από το αφορολόγητο, η μείωση των φορολογικών συντελεστών και το μέγεθός τους παραπέμπεται στις καλένδες, με ελάχιστη ή μηδενική πιθανότητα υλοποίησης.
Η αβεβαιότητα του μεγέθους, αλλά ακόμη και αυτής της ίδιας της μείωσης των φορολογικών συντελεστών, είναι μη φιλική προς την ανάπτυξη, και, ως εκ τούτου, καθηλώνει την οικονομική δραστηριότητα αντί να παρακινεί την ιδιωτική οικονομία να κάνει επενδύσεις, προεξοφλώντας θετικά το μέλλον.
Η κυβέρνηση, αντί να στύβει την αγορά για να παρουσιάσει προσωρινά πρωτογενή πλεονάσματα και να δέχεται να περικόπτονται συντάξεις, πρέπει να προωθήσει την ανάπτυξη. Καλό θα ήταν:
α) να προετοιμάσει άμεσα 5-10 μεγάλα έργα υποδομών, σε σύμπραξη με τον ιδιωτικό τομέα, και να βγει στις αγορές να προσελκύσει επενδυτές και χρηματοδότηση,
β) να αποκαταστήσει άμεσα τη χρηματοδότηση των υγιών επιχειρήσεων μέσω ενός αποτελεσματικού θεσμικού πλαισίου για την αντιμετώπιση των προβληματικών δανείων, και
γ) να μειώσει άμεσα τους φόρους και τις εισφορές, για να μειωθεί η ανεργία και να αυξηθούν τα εισοδήματα.
Φυσικά η αμφισβήτηση των δημοσιονομικών στόχων αυτή τη στιγμή δεν θα ωφελήσει τη χώρα, καθώς η όποια αναπτυξιακή επίπτωση χαλάρωσης τους θα υπερκεραστεί από την επίπτωση ενός ανεπιθύμητου νέου κύκλου αβεβαιότητας. Έτσι μένει ένας μόνος δρόμος “εξόδου από τα μνημόνια” και ανάκαμψης της χώρας: Η χώρα και η δημόσια διοίκηση να αποκτήσουν ταχύτατα την ικανότητα διοίκησης ενός εξαιρετικά σύνθετου προγράμματος μεταρρυθμίσεων, ώστε επανακτώντας σταδιακά την εμπιστοσύνη των εταίρων να προχωρήσουμε σε ταχύτερη βελτίωση των φορολογικών συντελεστών”.