Συνταγματική και νόμιμη κρίθηκε από το ΣτΕ, η υπουργική απόφαση που προβλέπει ότι το 50% των ακαθάριστων εσόδων των παρεκκλησίων και των εξωκκλησίων περιέρχονται στον Τομέα Πρόνοιας Ορθοδόξου Εφημεριακού Κλήρου Ελλάδος (ΤΠΟΕΚΕ) του Ταμείου Πρόνοιας Δημοσίων Υπαλλήλων (ΤΠΔΥ).
Ειδικότερα, το Α΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, (πρόεδρος ο Νικόλαος Σακελλαρίου και εισηγητής η πάρεδρος Θεοδώρα Ζιάμου), με την υπ’ αριθμ. 781/2017 απόφασή του απέρριψαν την αίτηση της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών και των Ιερών Μητροπόλεων Ηλείας, Χαλκίδας και Γλυφάδας, με την οποία ζητούσαν να ακυρωθεί η από 9.7.2009 απόφαση του υπουργού Απασχόλησης, με την οποία καθορίστηκε το ποσοστό επί των ετησίων ακαθαρίστων εσόδων των ιερών παρεκκλησίων και των εξωκκλησίων, που περιέρχεται στον ΤΠΟΕΚΕ του ΤΠΔΥ για την καταβολή εφάπαξ βοηθήματος στους ασφαλισμένους του, οι οποίοι συνταξιοδοτούνται λόγω γήρατος ή οριστικής αναπηρίας.
Το ΣτΕ απέρριψε ως αβάσιμους όλους του ισχυρισμούς των προσφευγόντων και έκρινε σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο, ότι με την επίμαχη υπουργική απόφαση δεν παραβιάζεται καμία συνταγματική διάταξη και δεν προσκρούει στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).
Αναλυτικότερα, η Αρχιεπισκοπή Αθηνών και οι λοιποί προσφεύγοντες, υποστήριζαν ότι παραβιάστηκε η συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, όπως επίσης παραβιάστηκαν και τα άρθρα 43 (έκδοση ΠΔ και όχι υπουργική απόφαση), 17 (προστασία της περιουσίας), 13 (ελευθερία θρησκευτικής συνείδησης) και 4 (ισότητα συνεισφοράς στα δημόσια βάρη, κλπ), όπως και η ΕΣΔΑ που προστατεύει την περιουσία.
Οι προσφεύγοντες υποστήριζαν ότι με την επίμαχη υπουργική απόφαση θεσπίζεται, κατά παράβαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης των θρησκευτικών κοινοτήτων στη χώρα (άρθρα 4 και 13 του Συντάγματος, όπως και 9 και 11 ΕΣΔΑ), «κατά το σκέλος που οι άλλες ετερόδοξες και ετερόθρησκες θρησκευτικές κοινότητες οι οποίες δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα και ως εργοδότες απασχολούν και οφείλουν ασφαλιστικές εισφορές πρόνοιας ή αποδίδουν κρατήσεις για τη χορήγηση εφάπαξ βοηθήματος στους θρησκευτικούς λειτουργούς τους, δεν επιβαρύνονται με επιπλέον κράτηση επί των ακαθαρίστων εσόδων τους».
Το ΣτΕ απέρριψε ως αβάσιμο τον ισχυρισμό αυτό περί παραβιάσεως των εν λόγω Συνταγματικών διατάξεων, επισημαίνοντας ότι «κατά την επιβολή εισφοράς για τους σκοπούς της κοινωνικής ασφάλισης, ο νομοθέτης διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια και δεν δεσμεύεται από την αρχή της ισότητας για την επιλογή εκείνων των νομικών προσώπων που θα βαρύνει η επιβαλλόμενη εισφορά, εφόσον η επιλογή του αυτή δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος, ενεργείται με βάση γενικά και αντικειμενικά δεδομένα και δεν καταργεί εν τοις πράγμασι τη δυνατότητά τους να εκπληρώνουν τους σκοπούς τους οποίους επιδιώκουν».
Ακόμα, το ΣτΕ αναφέρει ότι η επιβολή της εν λόγω εισφοράς «δεν αποτελεί παρά συνέχιση της μακράς παράδοσης συμβολής των Ιερών παρεκκλησίων και εξωκκλησίων στο σχηματισμό κεφαλαίου για την καταβολή εφάπαξ βοηθήματος στους κληρικούς, ανεξαρτήτως των λοιπών επιβαρύνσεων τόσο των ίδιων όσο και των λοιπών ενοριακών και μη ναών».