Στις ευνοϊκές ασφαλιστικές διατάξεις του νόμου 4387/2016 υπάγονται οι δικηγόροι, συνεργάτες δικηγορικών εταιρειών και κατά συνέπεια δεν πρέπει να καταβάλλουν εισφορές με βάση το άρθρο 39 του ίδιου νόμου ως μη μισθωτοί, όπως έκρινε το Συμβούλιο της Επικρατείας.
Το ΣτΕ αποφάνθηκε για τους δικηγόρους συνεργάτες σε μία ή δύο δικηγορικές εταιρείες ή σε έναν ή δύο άλλους δικηγόρους ή σε μία εταιρεία και έναν δικηγόρο, αμειβόμενους με δελτίο παροχής υπηρεσιών, το εισόδημα των οποίων προέρχεται αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από την απασχόλησή τους αυτή.
Συγκεκριμένα, η επταμελής σύνθεσης του Α΄ Τμήματος του ΣτΕ (πρόεδρος η αντιπρόεδρος Σπυριδούλα Χρυσικοπούλου και εισηγήτρια η σύμβουλος Επικρατείας Ταξιαρχία Κόμβου) με την υπ΄ αριθμ. 13/2022 απόφασή του έκρινε, μετά από αίτηση ακύρωσης δικηγόρου ότι «οι πράξεις Φ.80000/οικ.2460/106/20.1.2017 και Φ.80000/οικ.5547/248/7.2.2017 του υφυπουργού Εργασίας, κατά το μέρος που προβλέπουν ρητώς ότι οι συνεργάτες δικηγορικών εταιρειών δεν υπάγονται στην παράγραφο 9 του άρθρου 39 του νόμου 4387/2016 και καταβάλλουν εισφορές με βάση το άρθρ. 39 (ως μη μισθωτοί), θέτουν νέους αντίθετους προς την ισχύουσα από 1.1.2017 νομοθετική ρύθμιση κανόνες δικαίου».
Όπως αναφέρεται στην απόφαση του ΣτΕ, οι εν λόγω δύο πράξεις του υφυπουργού Εργασίας δεν έχουν δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, αλλά έχουν αναρτηθεί μόνο στο διαδίκτυο (στον ιστότοπο «ΔΙΑΥΓΕΙΑ») και κατά συνέπεια είναι ανυπόστατες για το λόγο αυτό. Και καταλήγει το ΣτΕ, ότι οι πράξεις αυτές είναι ακυρωτέες για λόγους ασφάλειας δικαίου, δεδομένου ότι έχουν ήδη εφαρμοσθεί.