Οι ρυθμοί της αύξησης των
μεγεθών των οικοδομικών αδειών στο φετινό εννεάμηνο είναι πράγματι ελπιδοφόροι,
αλλά δεν αποτυπώνουν την κατάσταση της πραγματικής οικονομίας, δήλωσε στο
ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρόεδρος του ΤΕΕ Γιώργος Στασινός.
Αφορμή ήταν τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ,
σύμφωνα με τα οποία στο τέλος του φετινού 9μήνου (Ιανουάριος – Σεπτέμβριος) η
ιδιωτική οικοδομική δραστηριότητα εμφανίζει αύξηση 8,6% όσον αφορά στον αριθμό
των οικοδομικών αδειών, 16,8% στην επιφάνεια και 16,7% στον όγκο σε σχέση με
την αντίστοιχη περίοδο Ιανουαρίου- Σεπτεμβρίου 2016.
Σύμφωνα με τον κ. Στασινό, οι συγκεκριμένοι ρυθμοί αύξησης «θα
οδηγήσουν σε αποτέλεσμα, πιθανώς, αν συνεχιστούν ως τάση και αν αφορούν κυρίως
νέες οικοδομές».
Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρόεδρος του ΤΕΕ, «η
“οικοδομική άδεια”, όπως τη μετράει η ΕΛΣΤΑΤ, αναφέρεται σε όλα τα
είδη των οικοδομικών αδειών. Δηλαδή τις οικοδομικές άδειες για νέα οικοδομή ή
προσθήκη, επισκευή, αναπαλαίωση, κατεδάφιση, περιτοίχιση, νομιμοποίηση,
αναθεώρηση και τροποποίηση οικοδομής».
Για παράδειγμα, είπε, «υπάρχουν πολλές περιπτώσεις ανά την
Ελλάδα, αυξημένες κατά πολύ φέτος, όπου λόγω των δασικών χαρτών πολλοί
οικοπεδούχοι ή κτηματίες προχώρησαν σε περιτοιχίσεις της περιουσίας τους, που
είναι μια απλή εργασία χωρίς μεγάλες τεχνικές απαιτήσεις, πολλές φορές χωρίς
απασχόληση μηχανικού, αλλά περιλαμβάνεται στα μεγέθη όπως οποιαδήποτε άλλη».
Σύμφωνα με τον κ. Στασινό, «με βάση τις τάσεις που
βλέπουμε στο ΤΕΕ, που διαχειρίζεται τη βάση αμοιβών των μηχανικών και έχει
στοιχεία προϋπολογισμών, αυτή η αύξηση δεν μεταφράζεται σε δουλειές και
εισοδήματα για μηχανικούς και τεχνικά επαγγέλματα. Και αυτό, όπως αποτυπώνεται
και στα στοιχεία του Υπουργείου Οικονομικών από τις φορολογικές δηλώσεις,
συμβαίνει γιατί οι δουλειές είναι λίγες και μικρές».
«Δυστυχώς», πρόσθεσε ο πρόεδρος του ΤΕΕ, «το βασικό
εύρημα της ΕΛΣΤΑΤ παραμένει: η οικοδομή από τις 80.000 άδειες το χρόνο, το
2007, έχει περιοριστεί λίγο πάνω από τις 10.000 άδειες. Και αυτό μόνο μερικώς
αποτυπώνει την κατάσταση, καθώς σε επίπεδο αξιών και χρημάτων, η συνολική πτώση
από την κορυφή του μέσου της προηγούμενης δεκαετίας φθάνει το 95%».
«Η ΕΛΣΤΑΤ κάνει τη δουλειά της και αποτυπώνει με στατιστικό ορθά
τρόπο τα μεγέθη. Όμως σε αυτή τη χώρα πρέπει κάποτε να κάνουμε την υπέρβαση και
να καταγράφουμε, να μετρούμε και να υπολογίζουμε σωστά, λαμβάνοντας υπόψιν όλες
τις παραμέτρους – όχι μόνο τις στατιστικές, αλλά και τις πραγματικές»,
ανέφερε.