Σοκ προκαλούν τα στοιχεία των επιμελητηρίων και των εμπορικών και
βιομηχανικών συνδέσμων, σχετικά με το αδιέξοδο στο οποίο έχουν περιέλθει
επιχειρήσεις.
Η παύση της χρηματοδότησης από την πλευρά των τραπεζών, η κατακόρυφη
πτώση της κατανάλωσης, τα capital controls, η υπερφορολόγηση, η αύξηση των
ακάλυπτων επιταγών, η αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου προς
ιδιώτες και επιχειρήσεις όπως και τα κανόνια μεγάλων επιχειρήσεων συνθέτουν τη
δραματική εικόνα μιας αγοράς που καταρρέει, με μεγάλα θύματα τις μικρομεσαίες
επιχειρήσεις.
Μόνο το πρώτο εξάμηνο του έτους περισσότερες από 18.000 μικρομεσαίες
επιχειρήσεις έβαλαν λουκέτο, ενώ οι προβλέψεις είναι δυσοίωνες για τους
επόμενους μήνες.
Τουλάχιστον 100 επιχειρήσεις κλείνουν κάθε εργάσιμη ημέρα στην Ελλάδα,
κατά μέσο όρο, τα τελευταία επτά χρόνια. Αυτό προκύπτει από το γεγονός πως από
το 2008 έως σήμερα έχουν χαθεί 244.714 επιχειρήσεις βάζοντας στην ανεργία
842.670 εργαζομένους.
Και ενώ η μία πτυχή του προβλήματος είναι η έλλειψη ρευστότητας, η άλλη
πτυχή είναι η υπερφορολόγηση, με την οποία οι επιχειρήσεις έρχονται
αντιμέτωπες.
Όπως δείχνει το Οικονομικό Βαρόμετρο του ΕΒΕΑ, 69% των μικρομεσαίων δεν
είναι πλέον σε θέση να ανταποκριθούν στις φορολογικές και ασφαλιστικές
υποχρεώσεις τους για το τρέχον έτος. Μάλιστα η συντριπτική πλειονότητα, 9 στους
10 θεωρούν πως οι αποφάσεις που έχουν ληφθεί για τα φορολογικά και ασφαλιστικά
θα ωθήσουν την οικονομία σε περαιτέρω ύφεση.
Αλλά και τα οφειλόμενα από το Δημόσιο προκαλούν σοβαρό πρόβλημα στη
ρευστότητα των επιχειρήσεων. Σύμφωνα με το Εμπορικό και Βιομηχανικό
Επιμελητήριο Πειραιά ο μέσος χρόνος αναμονής για την επιστροφή ΦΠΑ στις 28 από
τις 113 Εφορίες της χώρας κυμαίνεται από 1 έως και πάνω από 4 χρόνια, ενώ οι
επιχειρήσεις βαρύνονται με υψηλά πρόστιμα σε περίπτωση που καθυστερήσουν την
καταβολή του.
Μέχρι και τις αρχές Ιουνίου οι συνολικές αιτήσεις προς επιστροφή ΦΠΑ
ανέρχονταν σε 9.985, συνολικού ποσού 986,7 εκατ. ευρώ. Από το σύνολο όμως αυτών
των αιτήσεων, οι 5.271 παραμένουν σε αναμονή άνω των 90 ημερών, ενώ το
αιτούμενο προς επιστροφή ποσό υπερβαίνει τα 792 εκατ. ευρώ.