Πέντε προτάσεις για την επιδότηση τόκων υφιστάμενων δανείων μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων πληττόμενων από τα μέτρα αντιμετώπισης της πανδημίας του COVID-19 κατέθεσε ο Σύνδεσμος Εξαγωγέων (ΣΕΒΕ) στην πολιτική ηγεσία των υπουργείων Οικονομικών και Επενδύσεων και Ανάπτυξης και στις Διοικήσεις του χρηματοπιστωτικού συστήματος της χώρας.
Μείζον θέμα συνεχίζει να αποτελεί για τον ΣΕΒΕ την τρέχουσα περίοδο η στήριξη της ήδη περιορισμένης ρευστότητας των ελληνικών επιχειρήσεων.
Αναλυτικά, οι προτάσεις του Συνδέσμου είναι οι εξής:
1.Η σχετική απόφαση στην παράγραφο 6.1 αναφέρει ότι Κοινοπρακτικά δάνεια δεν είναι επιλέξιμα, τα οποία είναι (σελ. 14 μετά το 5) “είτε τακτής λήξης είτε ομολογιακά είτε μέσω αλληλόχρεων λογαριασμών στις επιχειρήσεις” από “νομίμως λειτουργούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα, τα οποία έχουν συνάψει δανειακές συμβάσεις και έχουν χορηγήσει δάνεια”, άρα υπάρχει αντίφαση ως προς τα παραπάνω. Επιπρόσθετα σημειώνουμε ότι τα τελευταία έτη τα ομολογιακά δάνεια ήταν μία συνήθης πρακτική των τραπεζών, έτσι ώστε να μοιράζεται ο κίνδυνος μεταξύ τους, να αμβλύνεται το ζήτημα ποινικών ευθυνών στελεχών τραπεζών, άρα να γίνεται πιο εύκολη η έγκριση των δανείων αυτών από τις επιτροπές της κάθε τράπεζας. Δεν υφίσταται κανένα «τεχνικής» φύσης θέμα που «απαιτεί» την εξαίρεση των κοινοπρακτικών δανείων, ενώ παράλληλα η συμπερίληψή τους στην επιδότηση των τόκων θα υποστηρίξει την πλειονότητα των επιχειρήσεων και για το μεγαλύτερο τμήμα του δανεισμού τους.
2.Στην ίδια κατεύθυνση, θα πρέπει να συμπεριληφθούν οι τόκοι από τις χορηγήσεις μέσω factoring (υπηρεσίες προεξόφλησης από πρακτορεία επιχειρηματικών απαιτήσεων).
3.Ομοίως, είναι σημαντικό, ιδιαίτερα για τις εξαγωγικές εταιρίες, να συμπεριληφθούν και οι προμήθειες από τις τραπεζικές Εγγυητικές Επιστολές (LGs), όπως και τα Letters of Credit (LCs) στην σχετική πρόβλεψη, καθώς αφορούν ουσιαστικά έμμεσο δανεισμό τακτής λήξης. Χρησιμοποιούνται από τις εξαγωγικές επιχειρήσεις είτε ως εργαλείο ευρείας χρήσης στις συναλλαγές των εταιριών με προμηθευτές του εξωτερικού για αγορά πρώτων και βοηθητικών υλών και υλικών συσκευασίας, λόγω του πιστωτικού ρίσκου που συνεπάγεται η χώρα μας με σκοπό τη λήψη πίστωσης από τους προμηθευτές, είτε για συμμετοχή σε διαγωνισμό, είτε σε συναλλαγές με το Δημόσιο για τη λήψη προκαταβολής από επιδοτούμενο πρόγραμμα.
4.Σε συνέχεια του παραπάνω σημείου 3 και με σκοπό την ακόμα μεγαλύτερη στόχευση στις εξαγωγικές επιχειρήσεις, σε αντιδιαστολή και διαχωρισμό με τις εμπορικές εισαγωγικές εταιρίες, προτείνεται η μόνιμη απαλλαγή της εισφοράς 0,60% του Ν. 128/75 για τα δάνεια που χορηγούν οι τράπεζες μέσω του προγράμματος «Εξωστρέφεια» του ΟΑΕΠ σε συνδυασμό με την προχρηματοδότηση εξαγωγών για αγορά πρώτων και βοηθητικών υλών και υλικών συσκευασίας. Η αποδοχή της πρότασης θα δώσει ώθηση στον κύκλο εργασιών του ΟΑΕΠ, θα αξιοποιηθούν τα διαθέσιμα που παρέχει ο ΟΑΕΠ στις τράπεζες, θα γίνει ευρύτερα γνωστό και θα αξιοποιηθεί περαιτέρω το πρόγραμμα «Εξωστρέφεια», θα μειώσει τις εγγυήσεις του Ελληνικού Δημοσίου ως προς τις τράπεζες, αφού αυτές θα παρέχονται μέσω της οδού του ΟΑΕΠ και θα δώσει ρευστότητα με χαμηλότερο κόστος.
5.Τέλος, είναι εξαιρετικά προβληματική η πρόβλεψη ότι οι εταιρίες που δύνανται να συμμετέχουν στη σχετική επιδότηση δεν πρέπει να αποτελούν «προβληματικές» επιχειρήσεις κατά τον ορισμό της ΕΕ, όπου το ήμισυ του εγγεγραμμένου κεφαλαίου δεν έχει απολεσθεί μέσω των συσσωρευμένων ζημιών (Παράρτημα IV της παρούσης ΥΑ), σε αντίθεση με το μέτρο της αναστολής δόσεων δανείων στο οποίο υπάγονται οι ενήμερες ως προς τις τράπεζες επιχειρήσεις. Η ελληνική οικονομία προέρχεται από μια 10ετή οικονομική κρίση, με συνέπεια να έχουν καταστεί «προβληματικές» σύμφωνα με τον σχετικό όρο πάρα πολλές επιχειρήσεις. Το συγκεκριμένο μέτρο, που αποτελεί χρηματοοικονομικής φύσης επιδότηση, πρέπει να βασίζεται αποκλειστικά στην ενημερότητα των δανείων, ένα κριτήριο τραπεζικής φύσης. Διαφορετικά, δεν λαμβάνεται υπόψη η ιδιαιτερότητα της Ελληνικής οικονομίας, και αρκετές επιχειρήσεις δεν θα επωφεληθούν από ένα τέτοιο μέτρο που θα βοηθήσει σημαντικά τη βιωσιμότητά τους.