H αβεβαιότητα που κυριάρχησε για μήνες, λόγω της
καθυστέρησης της 2ης αξιολόγησης του προγράμματος, έχει επηρεάσει αρνητικά την
πορεία εξόδου της οικονομίας από την ύφεση αναφέρει στο μηνιαίο δελτίο του για
την οικονομία ο ΣΕΒ.
Όπως τονίζει, «σύμφωνα με τις αρχικές εκτιμήσεις της ΕΛΣΤΑΤκαι
με βάση εποχικά διορθωμένα στοιχεία, το 1ο τρίμηνο του 2017 το ΑΕΠ μειώθηκε
κατά -0,5%, επιπλέον μείωσης -0,7% το 1ο τρίμηνο του 2016 και έναντι μείωσης
-1,1% το 4ο τρίμηνο του 2016. Την ίδια ώρα, η ελληνική κυβέρνηση και η
Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπουν σχετικά ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης +1,8% και
+2,1% αντίστοιχα για το 2017, έχοντας, όμως, ήδη αναθεωρήσει προς τα κάτω τις
προηγούμενες προβλέψεις τους για ανάπτυξη +2,7%.
Οι αναθεωρήσεις αυτές οφείλονται στη μεγάλη πτώση της
οικονομικής δραστηριότητας το τελευταίο τρίμηνο του 2016 και τις αρνητικές
επιπτώσεις από τις καθυστερήσεις που καταγράφονται στην υλοποίηση του
προγράμματος. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιβεβαιώνει, επίσης, τις εκτιμήσεις της για
την επίτευξη των στόχων του πρωτογενούς πλεονάσματος το 2017 και το 2018, ενώ
σημειώνει ότι υπάρχουν περιθώρια για ακόμα καλύτερες δημοσιονομικές επιδόσεις,
ως αποτέλεσμα των αλλαγών στη φορολογική διοίκηση και την πιθανή βελτίωση των
επιδόσεων στην απορρόφηση κοινοτικών πόρων.
Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία πάντως, η οικονομική
δραστηριότητα κατά το 1ο τρίμηνο του 2017 παρουσίασε αξιόλογες επιδόσεις, με τη
βιομηχανική παραγωγή, τις εξαγωγές, τις λιανικές πωλήσεις και τις καθαρές
προσλήψεις να κινούνται ανοδικά, και σε διαμετρικά αντίθετη κατεύθυνση με τις
εκτιμήσεις της ΕΛΣΤΑΤ για μείωση του ΑΕΠ το 1ο τρίμηνο του 2017.
Ειδικότερα:
– Ο δείκτης οικονομικού κλίματος σταθεροποιήθηκε στις 93,8
μονάδες κατά μέσο όρο το 1ο τρίμηνο του 2017 (από 94,1 το
προηγούμενο τρίμηνο). Τον Απρίλιο βελτιώθηκε ακόμη περαιτέρω στις 94,9 μονάδες,
ως αποτέλεσμα της τόνωσης των επιχειρηματικών προσδοκιών κυρίως στις υπηρεσίες
και το λιανικό εμπόριο, ενώ παράλληλα τον ίδιο μήνα ανακόπηκε και η πτώση της καταναλωτικής
εμπιστοσύνης (στις -72,2 μονάδες έναντι -74,4 τον προηγούμενο μήνα), καθώς
ανακοινώθηκε η επίτευξη κατ’ αρχήν συμφωνίας ως προς την 2η αξιολόγηση.
– Ο ρυθμός αύξησης της βιομηχανικής παραγωγής ενισχύθηκε το
1ο τρίμηνο του 2017, με τη μεταποίηση χωρίς πετρελαιοειδή να
καταγράφει άνοδο +4,1%, έναντι αύξησης +2,9% το 4ο τρίμηνο του 2016
και +1,9% το 1ο τρίμηνο του 2016.
Με την ευρωπαϊκή οικονομία να αναπτύσσεται με ικανοποιητικό
ρυθμό, οι εξαγωγές αγαθών και ο τουρισμός αναμένεται να ενισχύσουν την
οικονομική δραστηριότητα τα επόμενα τρίμηνα, επιβεβαιώνοντας τις προβλέψεις για
σχετικά ισχυρή ανάπτυξη το 2017.
Όμως, η οικονομική πολιτική φαίνεται ότι αδυνατεί, με βάση
τα πεπραγμένα, να διαμορφώσει σε μόνιμη βάση ένα φιλικότερο προς την
επιχειρηματικότητα περιβάλλον, μέσω μεταρρυθμίσεων και ιδιωτικοποιήσεων, και,
έτσι, να κινητοποιήσει ιδιωτικές επενδύσεις.
– Οι εξαγωγές αγαθών πλην καυσίμων και πλοίων σε όρους όγκου
σημείωσαν σημαντική ανάκαμψη τον Μάρτιο του 2017 (+6,3%), με αποτέλεσμα να
διατηρήσουν θετικό ρυθμό μεταβολής συνολικά το 1ο τρίμηνο του έτους
(+0,9%, επιπλέον αύξησης +4,3% το αντίστοιχο τρίμηνο του 2016), αν και
αποδυναμωμένο σε σχέση με το 4ο τρίμηνο του 2016 (+4,9%).
Επιπρόσθετα, οι εισπράξεις από εξαγωγές υπηρεσιών κατά το διάστημα Ιαν – Φεβ
2017 αυξήθηκαν σε αξία κατά +21,3% και το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών
μειώθηκε κατά -1,3%.
– Ο όγκος των λιανικών πωλήσεων πλην καυσίμων παρουσίασε επίσης
σημαντική άνοδο τον Φεβρουάριο του 2017 (+9,1%), ενισχύοντας εκ νέου την ανοδική
τάση που διαμορφώθηκε κατά το 2ο εξάμηνο του 2016 (+3,7% και +2,3% το 3ο και το
4ο τρίμηνο του 2016 αντίστοιχα). Συνολικά, κατά το πρώτο δίμηνο του
2017 ο όγκος λιανικών πωλήσεων πλην καυσίμων παρουσίασε αύξηση +4,3%, με τις
περισσότερες κατηγορίες καταστημάτων να κινούνται ανοδικά.
– Το ισοζύγιο προσλήψεων – αποχωρήσεων ήταν θετικό κατά
125,8 χιλ. θέσεις εργασίας το διάστημα Ιαν – Απρ 2017, παρουσιάζοντας την
καλύτερη επίδοση πρώτου 4μήνου έτους διαχρονικά, εξέλιξη η οποία οφείλεται κατά
κύριο λόγο στην αναμενόμενη έξαρση της τουριστικής δραστηριότητας. Την ίδια ώρα
το ποσοστό ανεργίας υποχώρησε στο 23,2% τον Φεβρουάριο του 2017 από 23,4% τον
Δεκέμβριο του 2016.
– Ο πληθωρισμός διαμορφώθηκε στο +1,4% το 1ο
τρίμηνο του 2017 και στο +1,6% τον Απρίλιο του ίδιου έτους. Παράλληλα, ο
δομικός πληθωρισμός (χωρίς διατροφή, ποτά, καπνό και ενέργεια) παρουσιάζει
σταδιακή ενίσχυση (-0,2% τον Απρίλιο του 2017, έναντι -0,5% το 1ο τρίμηνο
του ίδιου έτους και -0,7% το 4ο τρίμηνο του 2016), υποδηλώνοντας την
ύπαρξη έρπουσας δυνατότητας ανατιμολόγησης προϊόντων, καθώς η ζήτηση
βελτιώνεται.
Οι παραπάνω εξελίξεις συνθέτουν μια γενικά θετική εικόνα για
την πορεία της οικονομίας, η οποία όμως, συνεχίζει να αντιμετωπίζει διάφορες
προκλήσεις, όπως:
– Η συνεχιζόμενη εκροή καταθέσεων των νοικοκυριών (-€0,3
δισ. τον Μάρτιο του 2017), και η καθήλωση του ρυθμού χρηματοδότησης των
επιχειρήσεων σε αρνητικό έδαφος (-0,2% τον Μάρτιο του 2017).
– Η αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το δημόσιο (+€989
εκατ. τον Φεβρουάριο του 2017), με το σύνολο νέων και παλαιών οφειλών να
ανέρχεται πλέον στα €94 δισ. περίπου.
– Η έντονη απαισιοδοξία των καταναλωτών αναφορικά με την
οικονομική τους κατάσταση και τη γενικότερη κατάσταση της χώρας, παρά την ανακοπή
της πτώσης της καταναλωτικής εμπιστοσύνης τον Απρίλιο.
Σε κάθε περίπτωση, με την αναμενόμενη επιτυχή ολοκλήρωση της
2ης αξιολόγησης, προς τα τέλη Μαΐου, που προεξοφλείται πλέον δυναμικά στις
κεφαλαιαγορές, και τη βελτίωση των προοπτικών για αποσαφήνιση των μεσοπρόθεσμων
μέτρων για την αναδιάρθρωση του χρέους, ανοίγει ο δρόμος για την ανάκαμψη του
οικονομικού κλίματος. Με την ευρωπαϊκή οικονομία να αναπτύσσεται με
ικανοποιητικό ρυθμό, οι εξαγωγές αγαθών και ο τουρισμός αναμένεται να
ενισχύσουν την οικονομική δραστηριότητα τα επόμενα τρίμηνα, επιβεβαιώνοντας τις
προβλέψεις για σχετικά ισχυρή ανάπτυξη το 2017. Όμως, η λήψη αναπτυξιακών
μέτρων, όπως η μείωση των φορολογικών συντελεστών και των ασφαλιστικών εισφορών
καθυστερεί, καθώς μετατίθενται για το 2020. Επίσης, η οικονομική πολιτική
φαίνεται ότι αδυνατεί, με βάση τα πεπραγμένα, να διαμορφώσει σε μόνιμη βάση ένα
φιλικότερο προς την επιχειρηματικότητα περιβάλλον, μέσω μεταρρυθμίσεων και
ιδιωτικοποιήσεων, και, έτσι, να κινητοποιήσει ιδιωτικές επενδύσεις. Στο πλαίσιο
αυτό, οι προοπτικές για τη διατήρηση υψηλών ρυθμών ανάπτυξης μεσοπρόθεσμα
παραμένουν ασθενείς.